Κατά την προηγούμενη δύσκολη σχολική χρονιά, το υπουργείο Παιδείας, όπως καλά γνωρίζουμε, δεν έκανε καμία ενέργεια για να οργανωθεί σωστά η εξ αποστάσεως εκπαίδευση, δεν επιμόρφωσε τους εκπαιδευτικούς και δεν φρόντισε για την υγειονομική προστασία μαθητών, μαθητριών και εργαζομένων. Αποφάσισε, όμως, να δηλώσει το ενδιαφέρον του για τη «βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου» με την έκδοση Υπουργικής Απόφασης για την εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση των σχολικών μονάδων.
Η άκαιρη και ιδεοληπτική αυτή ενέργεια συνάντησε την αντίσταση του συνόλου των εκπαιδευτικών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, που κατέθεσαν δηλώσεις απεργίας–αποχής σε ποσοστό που άγγιζε το 90% του κλάδου.
Το μοντέλο αυτό της αξιολόγησης συνιστά μία ιδιαίτερα γραφειοκρατική διαδικασία, η οποία με ποσοτικό και αδιαφανή τρόπο θα κατηγοριοποιεί τα σχολεία, χωρίς να παίρνει υπόψη της τις ιδιαιτερότητες της κάθε σχολικής μονάδας, ούτε και το πολυ-παραμετρικό πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Έχει μάλιστα πολλά κοινά με την αξιολόγηση που επιχειρήθηκε τον καιρό των μνημονίων (Ν. 3848/2010 και Ν.4142/2013), που είχε συναντήσει και τότε έντονη και δυναμική αντίδραση.
Την τρέχουσα σχολική χρονιά οι εκπαιδευτικοί έχουν πλέον να αντιμετωπίσουν και να καλύψουν μαθησιακά κενά, αλλά και πιθανά ψυχολογικά προβλήματα που δημιουργήθηκαν στα παιδιά κατά τη διάρκεια της καραντίνας, ενώ επιφορτίζονται και με τον έλεγχο της τήρησης των υγειονομικών μέτρων (self test, μάσκες, αντισηπτικά κλπ).
Το υπουργείο, όμως, δεν ασχολείται με αυτά τα ζητήματα, βασική του προτεραιότητα είναι η επιβολή της αξιολόγησης. Και όταν το ρεύμα όσων δηλώνουν και φέτος μαζικά απεργία – αποχή δεν κάμπτεται ούτε με την απειλή των πρωτοφανών κυρώσεων που ορίζει ο ν.4823/21 (που ψηφίστηκε μέσα στον Αύγουστο!), τότε καταθέτει αγωγή εναντίον των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών για να βγάλει την απεργία – αποχή παράνομη και καταχρηστική.
Απεργίες και νόμος Χατζηδάκη
Τελικά η απεργία–αποχή της ΟΛΜΕ και της ΔΟΕ στα δικαστήρια, όπου καταπατήθηκαν βασικές αρχές της πολιτικής δικονομίας, κρίθηκε παράνομη (αλλά όχι καταχρηστική) με την αιτιολογία ότι δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του νόμου Χατζηδάκη που απαιτεί: α) προσφυγή στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ). β) Ορισμό προσωπικού ασφαλείας. γ) Ορισμό προσωπικού ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας. Η απεργία της ΟΙΕΛΕ στο Πρωτοδικείο κρίθηκε και αυτή παράνομη. Το Εφετείο, όμως, δέχτηκε ότι οι εκπρόσωποι εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα δεν απαιτείται να προχωρήσουν στη διαδικασία δημόσιου διαλόγου και ορισμού προσωπικού ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας, οπότε την έκρινε …καταχρηστική ως πολιτική απεργία (!).
Μετά την απόφαση και του Εφετείου, το ΔΣ της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας , κατά πλειοψηφία, απέρριψε την εισήγηση μελών του για επαναπροκήρυξη απεργίας–αποχής (με την ψήφο και μέλους των Παρεμβάσεων). Η οριστική απόφαση θα ληφθεί στις 23 Οκτωβρίου, στη συνέλευση προέδρων των Συλλόγων.
Στη δευτεροβάθμια, στη γενική συνέλευση των προέδρων των ΕΛΜΕ (16/10), οι Παρεμβάσεις και το ΠΑΜΕ κατέβηκαν με προτάσεις που όλες κατέληγαν στην επαναπροκήρυξη της απεργίας–αποχής. Το ζητούμενο ήταν αν θα γινόταν «θεραπεύοντας» τους λόγους που τα δικαστήρια την έκριναν παράνομη ή όχι. Η «νόμιμη» επαναπροκήρυξη, όμως, θα σήμαινε συμμόρφωση στο νόμο Χατζηδάκη (που η ΟΛΜΕ έχει αποφασίσει να μην εφαρμόσει). Να σημειωθεί επίσης ότι το προσωπικό εγγυημένης ασφάλειας που αναφέρει ο νόμος, αφορά το 1/3 των εκπαιδευτικών κάθε πρωτοβάθμιου σωματείου –ένας αριθμός που επαρκεί για να γίνει η αξιολόγηση σε όλα τα σχολεία. Η δε επαναπροκήρυξη χωρίς καμία αλλαγή, μετά την απόφαση του Εφετείου, θα σήμαινε πειθαρχικές κυρώσεις και ποινικές ευθύνες για τους απεργούς.
Παίρνοντας αυτά υπόψη, οι ΣΥΝεργαζόμενες Εκπαιδευτικές Κινήσεις (ΣΥΝΕΚ), η συνδικαλιστική παράταξη της δευτεροβάθμιας που βρίσκεται κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ, πρότεινε συνέχιση του αγώνα με άλλα μέσα και ακύρωση της αξιολόγησης στην πράξη, συλλογικά και συντεταγμένα, με τρόπους που θα προτείνει η ομοσπονδία –θεωρώντας ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει το νομικό οπλοστάσιο που θα μπορούσε να προστατέψει τους εκπαιδευτικούς που θα δήλωναν απεργία–αποχή.
Η απόφαση των ΣΥΝΕΚ να μην λειτουργήσουν μαξιμαλιστικά και ανεύθυνα, να πάρουν υπόψη τους την κατάσταση του κλάδου και να ψηφίζουν προτάσεις που θα μπορέσουν να εφαρμοστούν στην πράξη και δεν θα δημιουργήσουν ρήξεις και προβλήματα στο μεγάλο ενωτικό μέτωπο ενάντια στην εκπαιδευτική πολιτική της ΝΔ, παρουσιάστηκε σαν προδοσία από τις Παρεμβάσεις. Γνωρίζουμε βέβαια ότι το να πλειοδοτούν σε «επαναστατικότητα», είναι ζήτημα υπαρξιακό γι’ αυτές. Επιπλέον, έρχονται σύντομα εκλογές στα σωματεία…
Στη γενική συνέλευση των προέδρων των ΕΛΜΕ, η πρόταση για επαναπροκήρυξη πήρε το 54% των ψήφων, επειδή όμως το καταστατικό της ΟΛΜΕ ορίζει ότι για να υιοθετηθεί μία εισήγηση απαιτούνται τα 2/3 των ψήφων (67%), η συνέλευση έληξε χωρίς απόφαση.
Ο αγώνας συνεχίζεται
Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, αδυνατώντας να πείσει και να αντιμετωπίσει τη συντριπτική πλειοψηφία των εκπαιδευτικών που δηλώνουν την αντίθεσή τους στην πολιτική της, κατέφυγε για μία ακόμη φορά στην καταστολή.
Η αναδίπλωση του κλάδου δεν είναι ήττα. Η Κεραμέως έχει ηττηθεί, αφού διοικεί την εκπαίδευση μέσω δικαστικών αποφάσεων. Και είναι πλέον σαφές ότι διοικεί κάτι που δεν γνωρίζει και προσπαθεί συνεχώς να απαξιώσει, τη Δημόσια Παιδεία. Δεν θα την αφήσουμε. Το ζητούμενο τώρα είναι η συσπείρωση των εκπαιδευτικών, η ενημέρωση της κοινωνίας, οι κοινωνικές συμμαχίες, η συμπόρευση σε αγωνιστικό πλαίσιο όλων των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών και η ακύρωση της αξιολόγησης στην πράξη.