Η εβδομάδα που πέρασε ξεκίνησε με την αντιπαράθεση των επικεφαλής κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης στη Βουλή, με αφορμή επίκαιρη ερώτηση του δεύτερου προς τον πρώτο, για τη διαχείριση της πανδημίας. Η κυβερνητική προσέγγιση, διά στόματος πρωθυπουργού, παρέμεινε εμμονικά καθηλωμένη στην έκκληση για εμβολιασμό ως το μόνο και ικανό δρόμο που θα μας βγάλει από την πανδημία. Μια μέρα μετά επιστρατεύθηκε εκ νέου ο Σωτήρης Τσιόδρας για να υπογραμμίσει την ίδια έκκληση, δείγμα μάλλον ότι η κατάσταση πλησιάζει σε οριακά σημεία. Η συζήτηση, από κυβερνητικής κυρίως πλευράς, αναλώθηκε σε μεγάλο βαθμό στην αντιπαράθεση στοιχείων τα οποία αποδίδονταν σε επιστημονικούς συμβούλους «προσκείμενους» στην κάθε πλευρά, πλήττοντας περαιτέρω την επιστημονική αντικειμενική προσέγγιση του ορθού λόγου. Η αριθμολογία έδωσε ρεσιτάλ. Και αφού δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ο ίδιος ο θάνατος, η κόντρα παίχτηκε στο ποιανού την πλάτη βαραίνουν πόσοι θάνατοι.
Παράλληλα με κάθε ευκαιρία επαναλαμβανόταν η επίθεση προς την αξιωματική αντιπολίτευση ότι αντιστρατεύεται τον εμβολιασμό. Πολύ μάλλον όταν ο Αλέξης Τσίπρας «τόλμησε» να πει ότι το εμβόλιο είναι απαραίτητο αλλά όχι ικανό, δίχως στήριξη από περαιτέρω μέτρα προστασίας, να βγάλει την κοινωνία από την πανδημία. Για την κυβέρνηση η διαχείριση της πανδημίας έχει λήξει, εναπόκειται πλέον στην ατομική ευθύνη του καθενός να εμβολιαστεί για να σφυριχτεί η λήξη και με αριθμητικά δεδομένα. Άσε που κουράστηκε από την… υπερπροσπάθεια, όπως δήλωσε ο υπουργός Άδωνις Γεωργιάδης απευθυνόμενος σε όσους δεν έχουν εμβολιαστεί: «μη σώσουν να το κάνουν».
Όμως πολλοί επιστήμονες διαφωνούν ότι η πανδημία έχει λήξει. Μάλιστα το γεγονός ότι η κυβέρνηση την αντιμετωπίζει ως λήξασα, χωρίς να τονώνει τη λήψη υποστηρικτικών του εμβολιασμού μέτρων και ελέγχου τήρησής τους, χωρίς να ανανεώνει την προσέγγιση του πολιτών που αρνούνται να εμβολιαστούν, χωρίς να ενδυναμώνει τις υποδομές και το ανθρώπινο δυναμικό του δημόσιου συστήματος υγείας και της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, ακυρώνοντας το ρόλο των επιστημόνων, δημιουργεί βαθιές ουλές στο σώμα της κοινωνίας, σε πολιτικό, κοινωνικό και υγειονομικό επίπεδο. Μερικές από αυτές αναδεικνύουν οι επιστήμονες με τους οποίους μιλήσαμε: ο Γρηγόρης Γεροτζιάφας, καθηγητής αιματολογίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης, ο Στέφανος Δημητρίου, αν. καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, η Χριστίνα Κυδώνα, εντατικολόγος στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, ο Αλέξης Μπένος, καθηγητής Υγιεινής, Κοινωνικής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας του ΑΠΘ.
Μονοδιάστατη αντιμετώπιση
του εμβολιασμού
Η κυβέρνηση παρέμεινε εξ αρχής εκκωφαντικά σιωπηρή στο ζήτημα της διάθεσης εμβολίων σε φτωχά κράτη. Δεν είναι πως περιμέναμε από μια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση να βάλει ψηλά στην ατζέντα της την αλληλεγγύη. Όμως πρόκειται για ζήτημα που μας αφορά άμεσα από όποια πλευρά κι αν το δούμε. Διότι και στην πανδημία, θα βγούμε μαζί νικητές ή χαμένοι, όπως υπογραμμίζει ο Αλέξης Μπένος: «Το βασικό ζήτημα που προκύπτει από τη διαχείριση της πανδημίας είναι ότι υπάρχει ουσιαστική αδιαφορία από την πλευρά της κυβέρνησης και επικοινωνιακού χαρακτήρα προσέγγιση. Υπήρξε καταρχάς υποτίμηση και στη συνέχεια καιροσκοπική αντιμετώπιση. Ένα παράδειγμα μόνο αποτελεί το γεγονός ότι δεν υπάρχει διάθεση να δοθούν εμβόλια σε φτωχότερες χώρες. Επιλογή που δεν αποτελεί ανθρωπισμό, αλλά ουσιαστική διαχείριση. Διότι έτσι μπορεί να ελεγχθεί η πανδημία και να αναχαιτιστούν οι συνεχείς και γρήγορες μεταλλάξεις». Δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε σε θεωρητικά σχήματα για την υποστήριξη του παραπάνω ισχυρισμού. Η εμπειρία έχει δείξει ότι οι μεγάλοι πληθυσμοί που μένουν ανεμβολίαστοι χάνουν τη ζωή τους αποτελώντας παράλληλα εργαστήρια εκκόλαψης νέων εξελιγμένων μεταλλάξεων. Και απέναντι στις μεταλλάξεις κανένα τείχος δεν μπορεί να υψωθεί εκτός από το εμβολιαστικό.
Μια ακόμα παράμετρο αναδεικνύει ο Γρηγόρης Γεροτζιάφας: «Η κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται και δεν ενδιαφέρθηκε από την πρώτη στιγμή. Στο ζήτημα του εμβολιασμού, όταν είδαν ότι η έκκληση δεν έχει την ανταπόκριση που χρειαζόμασταν, δεν άλλαξαν τακτική. Δεν πρόκειται μόνο για μια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση που προώθησε μια νεοφιλελεύθερη ατζέντα. Ωστόσο, αξίζει να παρατηρήσουμε ότι σε χώρες που υπάρχει μεγάλη εμβολιαστική κάλυψη, όπως η Πορτογαλία, ή παρουσίασαν μεγάλη αύξηση του εμβολιαστικού ρυθμού, όπως η Γαλλία, είτε η κυβέρνηση είναι σοσιαλιστικής κατεύθυνσης είτε υπήρξε ένας οργανωμένο και εδραιωμένο κοινωνικό κράτος είτε και τα δύο.»
Πάντως οι επιστήμονες έχουν εντοπίσει το κενό της κυβερνητικής προσέγγισης και ανησυχούν, σε αντίθεση με την κυβέρνηση. Η Χριστίνα Κυδώνα σημειώνει με αγωνία: «Η επίκληση του προτάγματος για υπεράσπιση της κοινωνίας ίσως είναι πιο σημαντικό σε αυτή τη φάση από την παράθεση στοιχείων. Ωστόσο, δεν έχουμε βρει πώς θα απαντήσουμε στην ψυχολογία της ηρωοποίησης των αντιστεκόμενων ενάντια στη "νέα τάξη πραγμάτων". Είναι πολύ σημαντικό, διότι οι άνθρωποι αυτοί αποκτούν ταυτότητα αντιστεκόμενοι στον εμβολιασμό, και εμείς δεν έχουμε βρει τρόπο να απαντήσουμε ίσως προβάλλοντας μια άλλη ταυτότητα, ίσως αυτού που φροντίζει, που νοιάζεται.»
«Από την αρχή, πριν ακόμα έρθουν τα εμβόλια, η κυβέρνηση είχε επενδύσει σε αυτά κατά αποκλειστικότητα. Αυτό συνεχίζει να είναι η προσέγγιση τους, δεν δίνουν έμφαση σε άλλα μέτρα προστασίας. Ενώ μεταθέτουν την ευθύνη, ακόμα και τη στιγμή της έκκλησης, για εμβολιασμό στους πολίτες. Από τα τόσα χρήματα της λίστας Πέτσα, πόσα δαπανήθηκαν για μια δομημένη ενημερωτική καμπάνια υπέρ του εμβολίου;» αναρωτιέται ο Αλέξης Μπένος.
.jpg)
Αλλαγή ανοσολογικού χάρτη,
αύξηση υπερβάλλουσας θνησιμότητας
Τρία τραύματα που θα αποκαλύπτουν σταδιακά το βάθος και τη σοβαρότητα τους τα επόμενα χρόνια είναι: το αποτύπωμα που αφήνει η δυσκολία στην πρόσβαση των πολιτών στο δημόσια σύστημα υγείας, η μετάθεση ακόμα και απλών χειρουργικών επεμβάσεων και η ελλιπής αντιμετώπιση θεραπευτικά χρονίως πασχόντων ασθενών. Όλα έχουν από πίσω τους τη μετατροπή του δημόσιου συστήματος υγείας σε ασφυκτικά γεμάτο πεδίο αντιμετώπισης της μίας νόσου, του κορονοϊού. Τα στοιχεία μιλάνε για: μείωση κατά 35% των επισκέψεων στα εξωτερικά και απογευματινά ιατρεία των δημοσίων νοσοκομείων για το 2020. Έγιναν δηλαδή 3,5 εκατομμύρια λιγότερες επισκέψεις σε σύγκριση με το 2019. Επίσης, το 2020, έγιναν 108.000 λιγότερες χειρουργικές επεμβάσεις στα δημόσια νοσοκομεία. Αυτή τη χρονιά καταγράφηκαν 8.405 περισσότεροι θάνατοι από το μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας. Οι θάνατοι αυτοί δεν ήταν αποτέλεσμα του κορονοϊού αλλά προήλθαν από άλλες αιτίες. Η κύρια αιτία όμως ήταν η αδυναμία του ΕΣΥ να τους παράσχει επαρκή ιατρική φροντίδα.
«Ήδη από το τέλος του 2020 υπήρχαν στοιχεία για την υπερβάλλουσα θνητότητα», επισημαίνει η Χριστίνα Κυδώνα. Αυτό επιδεινώθηκε δραματικά. Οφείλεται σε μια σειρά από λόγους. Ο πρώτος είναι η διστακτικότητα των ανθρώπων για πολύ καιρό να προσεγγίσουν το σύστημα υγείας διότι φοβόνταν ότι θα κολλούσαν κορονοϊό. Αυτό έχει εξασθενήσει πλέον, αλλά έχει αφήσει ήδη βαθύ αποτύπωμα. Πλάι σε αυτό υπάρχει αδυναμία οικονομική να προσεγγίσουν οι πολίτες ιδιώτες γιατρούς. Οι χρόνια πάσχοντες ασθενείς εκτελούν επαναλαμβανόμενες συνταγές ενώ αλλάζει η νοσολογία τους. Απλά χειρουργικά περιστατικά δεν αντιμετωπίζονται. Πολλά περιστατικά δεν παρακολουθούνται με αποτέλεσμα να γίνονται αντιληπτά όταν φτάνουν σε βαριά συμπτωματολογία που είναι πολύ δυσκολότερη η θεραπεία. Ο αριθμός παραμελημένων καρκίνων που φτάνουν στα χέρια μας είναι ήδη πολύ αυξημένος, συνέπεια και της έλλειψης προληπτικής ιατρικής και της δυσκολίας στην πρόσβαση των πολιτών στο δημόσιο σύστημα υγείας. Πρόκειται για ένα λειτουργικό αποκλεισμό των ανθρώπων από το σύστημα υγείας. Επόμενο είναι να υπάρχουν βαθιά, σημαντικά και διαρκή αποτελέσματα στην υγεία των πολιτών.»
«Μπαίνουμε σε μια φάση που ο ανοσολογικός χάρτης έχει αλλάξει» σχολιάζει ο Γρηγόρης Γεροτζιάφας. «Γεγονός που οφείλεται και στην καθυστερημένη διάγνωση και στην ελλιπή θεραπεία λόγω της πίεσης στο σύστημα υγείας από τον κορονοϊό. Συνεπώς το ήδη υπάρχον σύστημα Υγείας δεν μπορεί να ανταποκριθεί, χρειάζεται αναδιόργανωση.»
Απαξίωση του δημόσιου
συστήματος υγείας
Όλα τα προηγούμενα μας οδηγούν με σταθερά βήματα στην απαξίωση του δημόσιου συστήματος υγείας. Η κυβέρνηση δεν στήριξε σε υποδομές και ανθρώπινο δυναμικό το ΕΣΥ και αυτή η επιλογή, εκτός από τις μακροχρόνιες συνέπειες στην υγεία των πολιτών που περιγράφηκαν παραπάνω, έρχεται από παλιά και πάει μακριά. Απλά δεν άλλαξε ούτε σε καιρό πανδημίας. «Συνεχίζει η πολιτική στην Υγεία που προωθούταν και προ πανδημίας: Δεν γίνονται προσλήψεις, έγιναν μερικές προσωρινές συμβάσεις οι οποίες λήγουν. Ακόμα και οι κλίνες ΜΕΘ που φτιάχτηκαν, οι οποίες ήταν πάλι μέσα από μια φιλανθρωπική-καπιταλιστική προσέγγιση, για παράδειγμα στο Παπανικολάου, ήταν λίγες αλλά, το κυριότερο, παραμένουν κλειστές διότι δεν υπάρχει προσωπικό. Το παλιό προσωπικό έχει κουραστεί και πλέον έχουν αρχίσει και παραιτούνται διότι δεν βλέπουν φως. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση προχωράει σε ΣΔΙΤ, βάζει τους ιδιώτες στον τομέα της Υγείας. Δηλαδή όχι απλώς συνεχίζουν ακάθεκτοι, αλλά εκμεταλλεύτηκαν την πανδημία για την άρση αντιστάσεων και την εμπέδωση του σχεδίου της για την Υγεία» υπενθυμίζει ο Αλέξης Μπένος.
«Η δημόσια υγεία κατεδαφίζεται» λέει με έμφαση και η Χριστίνα Κυδώνα, «αφού ό,τι υπήρχε σε πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας μετατράπηκε είτε σε εμβολιαστικό κέντρο είτε σε γραφείο συνταγογράφησης. Το ανθρώπινο δυναμικό είναι απολύτως εξοντωμένο και απελπισμένο, αφού μόνο στην εφημερία τους ασκούν ιατρική με κάποια έκτακτα περιστατικά. Έχει χαθεί η επαφή με τον άνθρωπο ώστε να μπορέσει στοιχειωδώς να ασκηθεί πρόληψη. Αυτό το βαριά τραυματισμένο δίκτυο από τα μνημόνια αποτελειώνεται από τη διαχείριση της πανδημίας.»
«Χρειάζεται συγκροτημένη, όχι απλώς απάντηση, αλλά επίθεση σε αυτό το κυβερνητικό σχέδιο», καταλήγει ο Αλέξης Μπένος δίνοντας την αγωνιστική προοπτική.

Υπονόμευση του ορθού λόγου
Όλοι οι συνομιλητές μας συμφώνησαν και υπογράμμισαν ότι η δυσπιστία απέναντι στον ορθό λόγο επιτάθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η αντιεμβολιαστική στάση ήρθε για να μείνει. Όχι τόσο και μόνο με τη μορφή της αντίστασης στα εμβόλια, που δεν αποκλείεται ωστόσο: «είναι πολύ πιθανό να μείνει στον κόσμο μια αντιεμβολιαστική στάση», σημειώνει ο Γρηγόρης Γεροτζιάφας, αλλά με την ένταση του ανορθολογισμού και του ελλείμματος εμπιστοσύνης στην επιστήμη, αλλά και τους θεσμούς.
«Όταν μια κυβέρνηση δεν λέει με σαφήνεια στους πολίτες πώς έχουν τα πράγματα, όταν δεν εξηγεί γιατί παίρνονται τα μέτρα α αντί των μέτρων β, όταν δεν κάνει μια εκτίμηση για το πότε αναμένει να αποδώσουν τα μέτρα και πολλά ακόμα, τότε όλο το εγχείρημα είναι εξ αρχής υπονομευμένο. Ο όλος κυβερνητικός σχεδιασμός είχε χαρακτηριστικά τυχοδιωκτικά. Ο επιστημονικός λόγος υπονομεύτηκε συστηματικά και διά της αποσύνδεσής του από τη δημοσιότητα και τη διαφάνεια. Δεν υπάρχει γνώση, από την αρχαιότητα έως σήμερα, που να μην συνδέεται με το δημόσιο λόγο. Διαφορετικά καθίσταται ένα είδος μυστικισμού, ένα είδος αυθεντίας στα χέρια κάποιων. Η ιδιωτική γνώση, σε αντίθεση με τη δημόσια, είναι σχεδόν εξ αποκαλύψεως αλήθεια», επισημαίνει ο Στέφανος Δημητρίου. «Η λειτουργία των θεσμών, η οποία συνδέεται με τη διαφάνεια των αποφάσεων αλλά και τη μη απαξίωση των ειδικών επιστημόνων παρουσιάζοντάς τους σαν μια κλειστή κάστα, συντείνει στην εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντί τους», συμπληρώνει.
Μάλιστα όλοι οι συνομιλητές μας πήγαν και –καθόλου αυθαίρετο– ένα βήμα παραπέρα: «Ο ανορθολογισμός αποκτά μεγάλες διαστάσεις και σχετίζεται και με την άνοδο του φασισμού», διαπιστώνει ο Αλέξης Μπένος. «Η επανεμφάνιση του φασισμού φύτρωσε στο έδαφος του αντιεμβολιασμού» λέει ο Γρηγόρης Γεροτζιάφας. «Σε αυτό έπαιξε ρόλο και η αποδοχή από πλευράς επιστημόνων του ρόλου των φερέφωνων της κυβέρνησης»
«Το αντιεμβολιαστικό ρεύμα ενισχύθηκε από την ακροδεξιά, ώστε να αμφισβητηθεί συνεπακόλουθα και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, που αποτελεί και το μείζονα στόχο της ακροδεξιάς» αναλύει ο Στέφανος Δημητρίου. «Η ανασύνταξη της ακροδεξιάς έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά: τον ανορθολογισμό, συνεκτικό παράγοντα και στο αντιεμβολιαστικό ρεύμα, και την αμφισβήτηση της διάκρισης μεταξύ Αριστερά και Δεξιάς. Χωρίς αυτή τη διάκριση δεν μπορεί να λειτουργήσει ορθολογικά η κατανόηση και εξήγηση του πολιτικού συστήματος, εκλείπει ένα ουσιαστικός όρος νοηματοδότησης της ίδιας της πολιτικής και των πολιτικών συστημάτων. Το αντιεμβολιαστικό ρεύμα αίρει αυτή τη διάκριση χρησιμοποιώντας ως συγκολλητική ουσία την αποδοχή ότι η υποχρέωση για εμβολιασμό χειραγωγεί τους πολίτες και επαναφέροντας τον νεοφανή δικαιωματισμό που αποκόπτει την έννοια του δικαιώματος από την απολύτως συναφή και προϋποτιθέμενη έννοια της υποχρέωσης. Χωρίς την έννοια της υποχρέωσης δεν υπάρχει αλληλεγγύη και κινδυνεύουμε να μας καταπιεί ο ατομικισμός μας, ο οποίος είναι πολύ διαφορετικό πράγμα από την καλλιεργημένη ελεύθερη ατομικότητα. Η δεύτερη είναι ευρύχωρη και χωράει κι άλλους.»