«Δεν έχω λόγο να βάλω ούτε μια πινελιά,
αν δεν πρόκειται να αλλάξω τον κόσμο»
Κυριάκος Κατζουράκης
Ο Κυριάκος Κατζουράκης (1944-2021) κατατάσσεται εξ ορισμού στους εικαστικούς καλλιτέχνες που δημιούργησαν στον 20ό αιώνα με δράση στην Αθήνα και για λίγα χρόνια στο Λονδίνο. Το ώριμο και σύνθετο έργο του (εικαστική έρευνα με παράλληλη αναζήτηση στις παραστατικές τέχνες και την κινηματογραφική αφήγηση) της τελευταίας του περιόδου, τον τοποθετεί ενδεχομένως και στο ιστορικό πλαίσιο του 21ου αιώνα. Η σημαντική ιστορική διαδρομή των καλλιτεχνών του ’30 αποτελεί για τον Κυριάκο Κατζουράκη το όχημα για τη σταθερή τροχιά του στην αναζήτηση της νεωτερικότητας στη φόρμα, ενώ έχει εξαντλητικά διερευνήσει την παραδοσιακή ζωγραφική στην ιστορική της καταγραφή εντός της χώρας και στο ιστορικό πλαίσιο της ευρωπαϊκής σκηνής.
«Che», 1968
Από τα χρόνια της ΑΣΚΤ ανήσυχος με το στενό πλαίσιο των σπουδών (σπούδασε κοντά στον Γ. Μόραλη) και ασυμβίβαστος με τη μικροαστική αισθητική του κοινού της μετεμφυλιακής Αθήνας, ξεκινά την ένταξη των πολιτικών του καταθέσεων τόσο στη φόρμα όσο και στο περιεχόμενο των εικόνων του. Οι πρώτες απόπειρες πολιτικοποίησης της τέχνης στην εικαστική σκηνή στην Αθήνα με την ομάδα τέχνης Α με τους Γιάννη Χαΐνη, Δημοσθένη Κοκκινίδη, Ηλία Δεκουλάκο, Βάσω Κατράκη κ.ά., αποτελούν παράδειγμα. Αργότερα εντάσσονται σε αυτήν πολλοί νεότεροι καλλιτέχνες μεταξύ των οποίων και ο Κυριάκος Κατζουράκης.
«Σύνεδρος», 1969
Η πολιτιστική άνοιξη της δεκαετίας του ’60 τον συναρπάζει, το στερεότυπο των πολιτικοποιημένων καλλιτεχνών της περιόδου: «η τέχνη πρέπει να διαχέεται στις μάζες», τον οδηγεί στις γειτονιές μαζί και άλλους καλλιτέχνες, να μιλούν σε λαϊκές συνελεύσεις, για το θέατρο, τη μουσική και την Τέχνη.
Η ίδρυση της ομάδας των Νέων Ρεαλιστών: Γιάννης Βαλαβανίδης, Κλεοπάτρα Δίγκα, Κυριάκος Κατζουράκης, Χρόνης Μπότσογλου και Γιάννης Ψυχοπαίδης με δράση κυρίως στην περίοδο της δικτατορίας δίνουν στον Κυριάκο Κατζουράκη το υλικό αλλά και τον τρόπο για την αλλαγή παραδείγματος από το ατομικό στο συλλογικό στις δράσεις και στο έργο του.
Η εικαστική έρευνα και η πολιτική διεκδίκηση στην Αθήνα της Χούντας γίνεται συνωμοτική πράξη επιλογής, κατά συνέπεια στην περίπτωση του Κυριάκου Κατζουράκη αποτελεί πεδίο έκφρασης για λίγους εκλεκτούς μυημένους στην τέχνη της πολιτικής διεκδίκησης, με κριτήριο τη στράτευση στις προοδευτικές αντιλήψεις.
Μαζί με τους Νέους Ρεαλιστές οργανώνει έκθεση ζωγραφικής στο Ινστιτούτο Γκέτε μέσα στην επταετία (1972), όπου δημιουργήθηκε αδιαχώρητο και η επίσκεψη στην έκθεση θεωρήθηκε αντιστασιακή πράξη.
«Απτάλικο», 1978
Στα χρόνια της μεταπολίτευσης η ζωγραφική του απογειώνεται σε εκφραστική φόρμα που συνδέει την παραδοσιακή γραφή με τους κώδικες της νεωτερικότητας. Παράλληλα, αναπτύσσει πολιτικές δράσεις με νέους συναδέλφους από τον χώρο του θεάτρου της μουσικής και του κινηματογράφου.
Αναπτύσσει το έργο του στη σκηνογραφία, τα κοστούμια για τις θεατρικές παραστάσεις του θεάτρου Τέχνης όπου συνδέεται με την Κάτια Γέρου και αρχίζουν την κοινή τους δράση με μικρά θεατρικά δρώμενα με μουσική βαριετέ. Σκηνοθετούν παραστάσεις με αποσπάσματα από αρχαίες τραγωδίες που υπαινίσσονται τη σύγχρονη πολιτική σκηνή, αναδεικνύει την πολιτική μεταποίηση· μέσα από τα κείμενα των τραγικών αντικρίζουμε σύγχρονες κοινωνικές καταστάσεις.
«Σταθμός Λαρίσης», 1990
Μαζί με την Κάτια Γέρου ο Κυριάκος Κατζουράκης ξεκινάει ένα σύνθετο πολυδιάστατο έργο. Το αναπτύσσει και το παρουσιάζει έξω από τον κατεστημένο τρόπο, με μικρές πολιτιστικές εκδηλώσεις, σε συνέδρια, βιβλιοθήκες, κινηματογραφικές λέσχες, αυτόνομους διαχειριζόμενους χώρους σε πόλεις της περιφέρειας.
Οι εναλλακτικοί τρόποι παρουσίασης, ωστόσο, δεν έχουν αναγνωριστεί ακόμη σαν σύγχρονη εικαστική έκφραση. Οι συνδυαστικές μορφές τέχνης δεν έχουν ακόμη επιβληθεί από την ευρωπαϊκή σκηνή και κατά συνέπεια δεν είναι, ούτε αποτελούν, ενδιαφέρον για τους νέους που ασχολούνται με την ιδιωτικοποιημένη πολιτιστική διαχείριση.
«Τέμπλο», 1992
Το μικρό του ατελιέ στη οδό Βατάτζη παράγει εικόνες που συνομιλούν με τα κείμενα του Άγγελου Ελεφάντη στο περιοδικό του. Αλλά το περιοδικό «Ο Πολίτης» αφορά πολύ λίγους, είναι η άλλη αριστερά των μικρών ποσοστών και των μεγάλων προσδοκιών, της ουτοπίας και του εφικτού άλλου κόσμου. Μέσα από αυτήν τη συνθήκη ο Κυριάκος Κατζουράκης μετακινεί τη σπουδαία ζωγραφική από το κενό στον τοίχο του μικροαστικού σαλονιού, στο ενδιάμεσο των βιβλιοθηκών, στα μικρά καθιστικά των διανοουμένων της αριστεράς.
Ο Κυριάκος Κατζουράκης αναπτύσσει μικρές εξεγέρσεις ως σκηνογραφία, σε συνεδριάσεις ακτίφ στελεχών της προοδευτικής διανόησης. Οι μεγάλες εξεγέρσεις της καθημερινότητας στις δεκαετίες του τέλους του 20ού και τις πρώτες δεκαετίες του 21ου, στις οποίες πρωτοστατεί λαμβάνοντας ενεργά μέρος ως επιτροπή αγώνα για τις πολιτικές διεκδικήσεις, γίνονται βιωματική εμπειρία για τα νέα του έργα.
«Δέσποινα Τζιακομέτι», 2002
Όμως η ζωγραφική ως αποκλειστικό μέσο έκφρασης δεν του αρκεί, το τελάρο και οι χρωστικές, που τόσο πιστά είχε σπουδάσει και υπηρετήσει με έναν εξαιρετικό και ιδιαίτερο τρόπο, περιορίζουν τον χρονικό του ορίζοντα. Του μειώνουν αισθητά την απαιτούμενη παραγωγή που οραματίζεται.
Η ζωγραφική γλώσσα μεταφράζεται αμέσως και του δίνει το λεξιλόγιο που απαιτείται για να «λερώσει» με σέπια το σελιλόιντ. Η ψηφιακή εποχή τον βρίσκει σε σχετικά μεγάλη ηλικία, αλλά πολύ ώριμο για να μείνει ψηφιακά αναλφάβητος. Σε εντυπωσιακά μικρό χρονικό διάστημα μετατρέπει το μισό του ατελιέ στη οδό Βατάτζη σε «ποστ- προντάξιον στούντιο», αναπτύσσοντας την εικαστική του έρευνα σε έρευνα παραγωγής ψηφιακού λογισμικού, ώστε να διευκολύνεται στην επεξεργασία της νέας του αγάπης, της διαδοχικής εικόνας.
Η συγγραφή των σεναρίων με την Κάτια Γέρου τον ξαγρυπνούν. Οι λήψεις των συναρπάζουν. Οι σκηνοθετικές του απόπειρες επεκτείνονται στην κινηματογραφική παραγωγή με τρεις ταινίες μεγάλου μήκους και πολλά ντοκιμαντέρ και ταινίες μικρού μήκους. Οι χαμηλού κόστους παραγωγές αναδεικνύουν αναγκαία το συλλογικό, καθώς οι συντελεστές που συμμετέχουν δεν αμείβονται απαραίτητα.
«Φυλακή 3», 2010
Συνδημιουργός και συνοδοιπόρος με τους μαθητές του από την Σχολή Καλών Τεχνών του ΑΠΘ εισάγει τις συνδυαστικές μορφές τόσο στην εκπαιδευτική διαδικασία της ζωγραφικής όσο και στην ανάπτυξη του τμήματος Κινηματογράφου και την κατεύθυνση των Νέων Μέσων στη Σχολή του ΑΠΘ.
Στα έξι χρόνια της ακαδημαϊκής του προσφοράς ως καθηγητής θεμελίωσε όλες τις εξελίξεις του τμήματος και της Σχολής Καλών Τεχνών. Η ζωγραφική των μαθητριών και των μαθητών του αποκτά αυστηρή φόρμα με προεκτάσεις στην κινηματογραφική αφήγηση και τις θεατρικές επιτελέσεις. Κατά τη διάρκεια των μαθημάτων, σπέρνει εντέχνως την αμφιβολία, χαρακτηρίζει ύποπτη τη σιγουριά και την ασφάλεια της συναλλαγής στον εικαστικό χώρο.
«Ο Διόνυσος Πακιστάν», 2013
Τα αποτελέσματα όλης αυτής της περιόδου δεν τον κουράζουν, αντίθετα ξεκινά μια νέα παραγωγή εικαστικών έργων και οργανώνει την αναδρομική του έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη. Το ζωγραφικό έργο του Κυριάκου Κατζουράκη μέχρι τότε δεν ήταν αναγνωρισμένο, διότι δεν το είχε δηλώσει. Ήταν σαν απόρρητα πρακτικά επαναστατικής οργάνωσης. Το έργο του Κυριάκου Κατζουράκη αφορούσε αυτούς που ήταν μυημένοι σ’ αυτό. Έμοιαζε σαν να μην ήταν αναγνωρισμένο, ήταν και είναι όμως αναγνωρίσιμο. Ποιος άλλωστε ενδιαφέρεται, όταν έχει αυτή τη διαδρομή για την κατασκευασμένη αναγνώριση;
Το έργο του Κυριάκου Κατζουράκη έχει το χαρακτηριστικό γνώρισμα της Τέχνης που δεν αφορά την τρέχουσα αισθητική, αλλά αφορά την ιστορική καταγραφή.
Η ζωγραφική της καταγραφής όμως ενδιαφέρει όλους εκείνους που μεθοδικά, χωρίς φειδώ χρόνου και με την ηρεμία του ερευνητικού τους έργου ασχολούνται με τους τεθνεώτες που δεν λένε να γίνουν παρελθόν. Συνεχίζουν στο διεσταλμένο τους παρόν ως εικόνα, αφήγηση ή έκθεση ζωγραφικής, σημειώνοντας διαρκώς το ζητούμενο.
«Δεν έχω λόγο να βάλω ούτε μια πινελιά αν δεν πρόκειται να αλλάξω τον κόσμο».
29 Πορτρέτα, 2021
Περισσότερα έργα του Κυριάκου Κατσουράκη στον ιστότοπο: simatakapnou.art