Μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, επεξεργασμένη από τον Κύκλο Οικονομικής και Κοινωνικής Ανάλυσης του Ινστιτούτου με επικεφαλής τον Γιάννη Ευσταθόπουλο αποτελεί μια πολύ περιεκτική και σε βάθος ανάλυση των «κρυμμένων» παραμέτρων των οικονομικών εξελίξεων και επομένως καθιστά ικανό τον αναγνώστη της να διακρίνει και τις μελλοντικές εξελίξεις. Ο τίτλος της «Σε σχήμα "Κ" και με ανισότητες η ανάκαμψη» και ο επεξηγηματικός της υπότιτλος «Δυνατότητες, όρια, ανισορροπίες και ανισότητες της μετά-πανδημικής εποχής για την ελληνική οικονομία» αποκαλύπτουν και την οπτική της μελέτης. Αντιπαρατίθεται, με επιχειρήματα, στην ευφορία που δημιούργησε η μεγάλη άνοδος του 2ου τριμήνου του 2021, που έθρεψε το σενάριο ότι η ανάπτυξη θα είναι σχήματος V και παραθέτει όλους τους περιορισμούς και αβεβαιότητες που αποκρύβονται. Η Εποχή αναδημοσιεύει το απόσπασμα που πραγματεύεται τον πληθωρισμό και τις επιπτώσεις του καθώς και το ζήτημα που αφορά την τύχη των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

 

Αν και οι απόψεις σε διεθνές επίπεδο για την ένταση και διάρκεια των πληθωριστικών πιέσεων διίστανται, τυχόν διατήρηση της εν λόγω δυναμικής ενέχει σημαντικούς κινδύνους. Όπως εξετάζεται στη συνέχεια, η επανεμφάνιση του πληθωρισμού κατέδειξε την αδυναμία ενός σημαντικού αριθμού νοικοκυριών να καλύψουν βασικές βιοτικές τους ανάγκες. Οι επιπτώσεις του πληθωρισμού μπορούν να διακριθούν σε επιπτώσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσης.

 

1. Οικονομικές επιπτώσεις και ο ρόλος του εγχώριου ενεργειακού μοντέλου

Σε ό,τι αφορά τις οικονομικές επιπτώσεις, οι αυξήσεις στις τιμές εισαγόμενων πρώτων υλών/ενδιάμεσων αγαθών και στα μεταφορικά κόστη μετακυλίονται στις τιμές των εγχώριων προϊόντων και υπηρεσιών πλήττοντας την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων (λόγω της υψηλής ενεργειακής έντασης και εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας σε σύγκριση με άλλες οικονομίες), την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και την οικονομική ανάκαμψη συνολικότερα. Στο πλαίσιο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό επιχειρήσεων που δηλώνει ότι αύξησε ή θα αυξήσει τις τιμές τους καταγράφει ιστορικό υψηλό σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα.

Οι αυξήσεις τιμών σε εισαγόμενα αγαθά είναι πολύ πιθανό να ενισχυθούν από δύο εγχώριους παράγοντες:

 • αφενός από την εκδήλωση των στρεβλώσεων που χαρακτηρίζουν τις εγχώριες αγορές (ολιγοπωλιακή διάρθρωση αγορών όπως της ενέργειας, εμπορευματοποίηση κλάδων ως αποτέλεσμα των ιδιωτικοποιήσεων και υποχώρηση της άμεσης ρυθμιστικής παρέμβασης του κράτους μέσω συμμετοχών σε επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας),

 • αφετέρου λόγω του ελλείμματος που καταγράφεται σε επίπεδο άσκησης πολιτικής και σε ρυθμιστικό επίπεδο για την αναχαίτιση του πληθωρισμού και την καταπολέμηση στρεβλώσεων στις αγορές (απουσία δημόσιων πολιτικών, ανεπάρκεια ρυθμιστικών αρχών και φορέων).

Πέραν των ανωτέρω παραγόντων, είναι γεγονός ότι ο πυρήνας των προβλημάτων που ανακύπτουν από την ανατίμηση των διεθνών τιμών της ενέργειας έγκειται στην υψηλή ενεργειακή ένταση και εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας, συνθήκες οι οποίες την εκθέτουν δυσανάλογα στις επιπτώσεις συγκυριακών φαινομένων και κρίσεων. Ενδεικτικά, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει σημαντική υστέρηση σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-28 και της ευρωζώνης σε ό,τι αφορά:

α) την εξάρτηση από εισαγωγές ενεργειακών προϊόντων (+28,1% έναντι της ΕΕ-28 το 201928),

β) την ενεργειακή παραγωγικότητα (χαμηλότερη παραγωγικότητα κατά 16,6% έναντι της ΕΕ-28 το 201929),

γ) την ενεργειακή ένταση της οικονομίας (+38,1% έναντι της ΕΕ-28 το 201730). Το ενεργειακό μοντέλο της χώρας διέπεται, συνεπώς, από υψηλή εξάρτηση από εισαγωγές και ενεργειακή σπατάλη, χαρακτηριστικά που μεταφράζονται σε υψηλότερο κόστος παραγωγής. Οι εισαγωγές καυσίμων επιβαρύνουν επίσης σημαντικά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας, αντιπροσωπεύοντας, το 2019, το 22% του εμπορικού ελλείμματος. Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και από τα αποτελέσματα του δείκτη Energy Trilemma 2021 του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ενέργειας σύμφωνα με τα οποία η υψηλή ενεργειακή εξάρτηση της χώρας επιβαρύνει, ταυτόχρονα, την ενεργειακή της ασφάλεια και τα επίπεδα ενεργειακής ισότητας.

 

 

2. Κοινωνικές επιπτώσεις: κατώτατος μισθός - εργαζόμενοι φτωχοί - υλική αποστέρηση

Από κοινωνική άποψη, η μη σύνδεση των μισθών με την εξέλιξη του πληθωρισμού αναμένεται να πλήξει πρωτίστως τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, εξανεμίζοντας την πολύ μικρή αύξηση του κατώτατου μισθού (2%) που αποφασίστηκε για το 2022. Σημειώνεται ότι το 2021, 11 κράτη-μέλη της Ε.Ε προχώρησαν σε αυξήσεις του κατώτατου μισθού μεγαλύτερες του 3%, 6 κράτη μέλη σε αυξήσεις που κυμαίνονται μεταξύ 1% και 3% ενώ 4 χώρες δεν προχώρησαν σε καμία αύξηση (Ελλάδα, Ισπανία, Βέλγιο, Εσθονία).

Αξίζει να τονιστεί ότι ο πληθωρισμός αναμένεται να έχει δυσανάλογη επίπτωση σε σύγκριση με το πραγματικό της μέγεθος, γεγονός που πρέπει να αποδοθεί στις συνθήκες υλικής αποστέρησης και επισφάλειας που βιώνει ήδη ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού. Συγκεκριμένα, βάσει πρόσφατης ανάλυσης σχετικά με την επάρκεια των εισοδημάτων νοικοκυριών και εργαζομένων ως προς την κάλυψη βασικών τους αναγκών: α) η μέση μηνιαία δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών αντιστοιχεί στο 88% του μισθού διαβίωσης χωρίς να συνυπολογίζονται ενοίκιο ή τόκοι ενυπόθηκου δανείου, β) ο συνυπολογισμός της επιβάρυνσης από το ενοίκιο, τους τόκους ενυπόθηκου δανείου ή το κόστος συντήρησης της οικίας, ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα η μέση δαπάνη του νοικοκυριού να υπερβαίνει το επίπεδο του μισθού διαβίωσης, γ) η Ελλάδα παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό σοβαρής υλικής υστέρησης μεταξύ εργαζομένων στην Ε.Ε (11,7% το 2020), γεγονός που καταδεικνύει την έκταση του φαινομένου των «εργαζόμενων φτωχών» και των επιπτώσεων των πολιτικών απορρύθμισης της αγοράς εργασίας συνολικότερα.

Η μη σύνδεση των μισθών με την εξέλιξη του πληθωρισμού (και την κερδοφορία συνολικότερα) αναμένεται να πλήξει πρωτίστως τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, εξανεμίζοντας την πολύ μικρή αύξηση του κατώτατου μισθού που αποφασίστηκε για το 2022. Οι επιπτώσεις της ακρίβειας στην αγοραστική δύναμη και στο βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών θέτουν συνολικότερα εν αμφιβόλω τη διατηρησιμότητα της τρέχουσας αναπτυξιακής δυναμικής. Η αύξηση του πληθωρισμού αναμένεται να έχει δυσανάλογη επίπτωση σε σύγκριση με το πραγματικό της μέγεθος, γεγονός που πρέπει να αποδοθεί στις συνθήκες υλικής αποστέρησης και επισφάλειας που βιώνει ήδη ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού. Σημειώνεται ότι η εξέλιξη των συνολικών αμοιβών εξαρτημένης εργασίας υπολείπεται αισθητά της δυναμικής που παρουσιάζει η εταιρική κερδοφορία.

Εν ολίγοις, τυχόν παγίωση των πληθωριστικών πιέσεων αναμένεται να εξελιχθεί σε παράγοντα όξυνσης των ανισοτήτων στη βάση μιας διακριτής διαχωριστικής γραμμής που αφορά την ικανότητα των νοικοκυριών να ικανοποιήσουν –ή όχι– βασικές βιοτικές ανάγκες. Πέραν αυτού του δίπολου, είναι δεδομένο ότι η μείωση της οικονομικής προσιτότητας βασικών αγαθών θα προκαλέσει μετατοπίσεις τμημάτων του πληθυσμού, με νοικοκυριά να εισέρχονται στη ζώνη της «υλικής αποστέρησης» και, ταυτόχρονα, να αυξάνεται ο αριθμός ατόμων που διολισθαίνουν σε καταστάσεις «σοβαρής υλικής αποστέρησης».

 

Μείωση μη εξυπηρετούμενων δανείων αλλά διατήρηση της πίεσης

 

Η οικονομική επικαιρότητα στο πεδίο του ιδιωτικού χρέους και της υπερχρέωσης εστιάζει στη μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ) των τραπεζών. Κεντρικό ρόλο στη μείωση των ΜΕΔ διαδραματίζει η τιτλοποίηση των δανείων και η μεταβίβασή τους στις Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ), ενώ θετικό ρόλο εκτιμάται ότι είχε και η υιοθέτηση του προγράμματος ΓΈΦΥΡΑ, σε συνδυασμό με τις αναστολές και ρυθμίσεις δανείων λόγω πανδημίας. Το συνολικό χαρτοφυλάκιο των δανείων που διαχειρίζονται οι ΕΔΑΔΠ ανέρχεται πλέον σε 61,8 δισ. τον Ιούνιο του 2021, γεγονός που αναδεικνύει τις εν λόγω εταιρίες ως βασικούς «παίκτες» στον τομέα της διαχείρισης της υπερχρέωσης. Όπως υπογραμμίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, αν και η διαδικασία αυτή απαλλάσσει τις τράπεζες από τα προβληματικά στοιχεία του ενεργητικού τους, δεν συμβαίνει εντούτοις το ίδιο με τους δανειολήπτες, που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν την υποχρέωση εξυπηρέτησης των δανειακών τους υποχρεώσεων.

Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις φέρεται να προχωρούν σε επιθετική και μαξιμαλιστική επαναδιαπραγμάτευση των όρων και ρυθμίσεων αποπληρωμής των δανείων που έχουν αποκτήσει, ευνοούμενες από τις πρόνοιες του νέου πτωχευτικού πλαισίου.

Πρόσφατα άρθρα ( Οικονομία )
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2023 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet