Την ώρα που η ακρίβεια στα προϊόντα πρώτης ανάγκης καλπάζει και οι καταναλωτές ψάχνουν εναγωνίως για τις καλύτερες δυνατές τιμές, ειδικά στα τρόφιμα, η κυβέρνηση βάζει σειρά από προσκόμματα στους παραγωγούς των λαϊκών αγορών με το νομοσχέδιο που έφερε προς ψήφιση στην ολομέλεια της Βουλής.
Είναι πλέον τόσα πολλά τα εμπόδια που πρέπει να υπερπηδήσουν οι παραγωγοί για να βρουν πάγκο στους πάγκους των μεγάλων αστικών κέντρων, που φαντάζει σχεδόν αδύνατο οι λαϊκές να διατηρήσουν αναλλοίωτο το χαρακτήρα τους από τον Φεβρουάριο του 2022, όταν και θα αρχίσουν να εφαρμόζονται τυπικά οι διατάξεις του νομοσχεδίου.
Αντιθέτως, το νομοσχέδιο, το οποίο ευαγγελίζεται τον εκσυγχρονισμό και την εξυπηρέτηση του καταναλωτή, ευνοεί τους επαγγελματίες πωλητές και τους πάσης φύσεως μεσάζοντες των οποίων και μόνο η παρουσία μεταξύ των αγροτών-παραγωγών και των καταναλωτών ανεβάζει τις τιμές, συχνά σε πολύ μεγάλο ποσοστό.
Οι γνώστες της αγοράς αυτά τα πράγματα τα νιώθουν στο πετσί τους κάθε μέρα. Και ισχυρίζονται ότι το νομοσχέδιο Γεωργιάδη θα επιφέρει τη δημιουργία ολιγοπωλίων στις λαϊκές με ταυτόχρονη άνοδο των τιμών σε μια πολύ κρίσιμη συγκυρία για την ελληνική οικονομία και την αγοραστική δυνατότητα των νοικοκυριών.
Οι λαϊκές, με τα 92 χρόνια της ιστορίας τους ως θεσμός, λειτουργούσαν ως ανάχωμα στην ακρίβεια και ως δεύτερη ευκαιρία για τους παραγωγούς, έτσι ώστε να βρίσκουν καλύτερες τιμές για τα προϊόντα τους παρακάμπτοντας τους μεσάζοντες. Χωρίς να ισχυρίζεται κανείς ότι ο θεσμός λειτουργεί τέλεια και ότι δεν επιδέχεται βελτιώσεων, το να αλλάζεις τον χαρακτήρα του στον πυρήνα δεν αποτελεί ώριμη επιλογή και φυσικά δεν βοηθά τους πιο αδύναμους -οικονομικά- συμπολίτες μας.
Να τα πούμε διαφορετικά: Αν τελικά οι λαϊκές αγορές αποκτήσουν τιμές σούπερ μάρκετ, τότε δεν θα έχουν κανένα λόγο ύπαρξης. Σε περίπτωση που ο καταναλωτής διαπιστώσει ότι η επίσκεψή του στους πάγκους δεν τον συμφέρει οικονομικά, πολύ απλά θα πραγματοποιεί όλες τις αγορές του από το πλησιέστερο σούπερ μάρκετ. Απλά μαθηματικά που γίνονται επιτακτική ανάγκη σε εποχές όπως αυτές που διανύουμε κατά τις οποίες φρούτα, λαχανικά -κατά κύριο λόγο- αλλά και τα υπόλοιπα βασικά είδη διατροφής έχουν πάρει την ανηφόρα λόγω και της κατακόρυφης ανόδου στις τιμές της ενέργειας.
Επίσης, μια τέτοια εξέλιξη αναμένεται να μειώσει δραστικά τόσο την ποικιλία όσο και την ποιότητα των παρεχόμενων προϊόντων. Παραβιάζουμε ανοιχτές θύρες αν πούμε ότι τα φρούτα και τα λαχανικά της λαϊκής είναι, τις περισσότερες φορές τουλάχιστον, καλύτερα από τα αντίστοιχα των σούπερ μάρκετ. Αν λοιπόν θέλουμε να μιλάμε για την αλλαγή του μοντέλου διατροφής του πληθυσμού, την άνοδο της ποιότητας των τροφίμων, άρα, σε τελική ανάλυση τον σεβασμό στη βιοποικιλότητα, δεν μπορούμε να νομοθετούμε ως χώρα στην κατεύθυνση της περαιτέρω βιομηχανοποίησης, της μαζικότητας της παραγωγής και της ελαχιστοποίησης των τρόπων διάθεσής της στο κοινό.
Ηδη, η κατεύθυνση που δίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση, σε θεωρητικό επίπεδο μέχρι στιγμής, βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα του νομοσχεδίου Γεωργιάδη, κάτι που υπογράμμισε στη σχετική συζήτηση στη Βουλή η βουλεύτρια του ΣΥΡΙΖΑ Χαρά Καφαντάρη.
Από την πλευρά του, ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Σωκράτης Φάμελλος έθιξε σε λίγες γραμμές την ουσία του νομοσχεδίου εντοπίζοντας, παράλληλα, το μεγάλο του πρόβλημα: «Τι λέει το νομοσχέδιο ακριβώς; Λέει ότι οι παραγωγοί, οι αγρότες δεν θα έχετε πλέον τη δυνατότητα να έχετε πάγκο στις λαϊκές και θα πρέπει να απευθύνεστε στους μεσάζοντες. Οι δε καταναλωτές δεν θα ψωνίζετε πλέον στη λαϊκή της γειτονιάς σας απευθείας από τους παραγωγούς, αλλά από εμπόρους και αλυσίδες που θα προμηθεύονται από τους μεσάζοντες. Άρα, τα προϊόντα θα είναι σίγουρα ακριβότερα και δεν θα υπάρχει πλέον η απευθείας σχέση παραγωγού-καταναλωτή που αποτελούσε και εγγύηση ποιότητας».
Κατά του νομοσχεδίου τάχθηκαν, εκτός από τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ 25. Το ΚΙΝΑΛ και η Ελληνική Λύση επιφυλάχθηκαν να πάρουν πιο ξεκάθαρη θέση στην ολομέλεια της Βουλής.
Οι παραγωγοί αντέδρασαν με κινητοποίηση την περασμένη Δευτέρα, δημοσιοποίησαν τα αιτήματά τους, τα οποία έχουν να κάνουν κυρίως με την απλούστευση της πρόσβασής τους στις αγορές αλλά το υπουργείο Ανάπτυξης δεν προσανατολίστηκε σε αλλαγές ουσίας παρά μόνο σε επιμέρους βελτιώσεις που δεν θίγουν φυσικά τον πυρήνα του σχεδίου νόμου.
Μένει να δούμε αν τα όσα προβλέπονται στις διατάξεις, θα εφαρμοστούν και στο πραγματικό πεδίο και τι αντίκτυπο θα έχει η εφαρμογή τους στο πορτοφόλι των καταναλωτών το οποίο περνά πραγματικά πολύ δύσκολες στιγμές τους τελευταίους δύο μήνες. Και τα χειρότερα, δυστυχώς, είναι μπροστά μας…