Ο Κιλιτσντάρογλου στηλίτευσε έντονα τις εθνικιστικές κορώνες του γιού του Ερντογάν, Μπιλάλ, στην ομιλία του στο Ίδρυμα Τουρκικής Νεολαίας (εδώ στη μέση).
Η υπόθεση της αποφυλάκισης του ακτιβιστή Οσμάν Καβαλά φαίνεται να έχει πυροδοτήσει σημαντική πολιτική κρίση στην Τουρκία, η εσπευσμένα αποπειραθείσα εκτόνωση της οποίας –από την πλευρά του Τούρκου προέδρου– δεν σημαίνει και την ανάσχεση των διεργασιών που δρομολογήθηκαν επ’ αφορμή της. Ο Καβαλά συνελήφθη τον Οκτώβριο του 2017 για τη συμμετοχή του στις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις του 2013 στο πάρκο Γκεζί. Αθωώθηκε, αλλά μία μόλις ημέρα μετά την αποφυλάκισή του συνελήφθη εκ νέου με κατηγορίες για εμπλοκή του στο αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, για τρομοκρατία, «προδοσία της πατρίδας» κτλ. Έκτοτε παραμένει φυλακισμένος χωρίς να δικάζεται.
Οι διαδοχικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) μετά τον Δεκέμβριο του 2019 και ένα ενδιάμεσο ψήφισμα της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, που ζητούσαν την άμεση απελευθέρωσή του, δεν ελήφθησαν υπόψη από την τουρκική κυβέρνηση. Αντίστοιχη απόφαση έχει εκδώσει το ΕΔΑΔ και για τον Σελαχατίν Ντεμιρτάς, τον πρώην συμπρόεδρο του αριστερού φιλοκουρδικού κόμματος HDP, ο οποίος βρίσκεται σε φυλακή της Ανδριανούπολης από το 2016, κατηγορούμενος και αυτός για τρομοκρατία. Η δήλωση - έκκληση των δέκα χωρών την περασμένη εβδομάδα –μετά και τη σχετική προειδοποίηση του Συμβουλίου της Ευρώπης τον περασμένο μήνα ότι, αν η Τουρκία δεν επανεξετάσει τη στάση της στο ζήτημα ενδέχεται να χάσει το δικαίωμα ψήφου της στο Συμβούλιο– είχε ως αποτέλεσμα την οργισμένη αντίδραση του προέδρου Ερντογάν. Με ομιλία του δε στο Εσκίσεχιρ όπου βρέθηκε το περασμένο Σάββατο, κήρυξε τους πρέσβεις των «Δέκα» (μεταξύ αυτών και τους πρέσβεις της Γερμανίας, Γαλλίας και ΗΠΑ), ανεπιθύμητους (personae non gratae) στη χώρα.
Ο διπλωματικός πυρετός που ακολούθησε, οι αντιδράσεις μέσα από το ίδιο το κυβερνών κόμμα αλλά και την αντιπολίτευση, φαίνεται πως επιβράδυναν την υλοποίηση της απόφασης του προέδρου και την ενεργοποίηση της διπλωματικής οδού για απέλαση των πρέσβεων. Επιπλέον, παρά τις οργισμένες διαψεύσεις της τουρκικής κυβέρνησης μέσω του εκπροσώπου επικοινωνίας της τουρκικής Προεδρίας Φαχρετίν Αλτούν, ο οποίος μίλησε για «fake news» και «δηλητήριο στις σχέσεις Τουρκίας - Γερμανίας», υπάρχει δημοσίευμα της Deutsche Welle που αναφέρει ότι ο τούρκος ΥΠΕΞ Μεβλούτ Τσαβούσογλου, από τη Νότια Κορέα όπου βρισκόταν το περασμένο Σάββατο, προσπάθησε να καθυστερήσει τις «πρωτοβουλίες» του προέδρου, ενώ απείλησε με παραίτηση σε περίπτωση που ο πρώτος υλοποιούσε την απόφασή του για απέλαση των δέκα διπλωματών.
Από την άλλη πλευρά, με την εξαίρεση του προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Νταβίντ Σασόλι που μίλησε για «αυταρχική διολίσθηση» της τουρκικής κυβέρνησης, φάνηκε μια διάθεση να αποκλιμακωθεί η ένταση και, στις 25 του μήνα, η πρεσβεία των ΗΠΑ διακήρυξε μέσω Twitter ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες επισημαίνουν ότι τηρούν το Άρθρο 41 της Συνθήκης της Βιέννης για τις διπλωματικές σχέσεις», για να ακολουθήσουν με παρόμοιο μήνυμα ο Καναδάς, η Ολλανδία και η Νέα Ζηλανδία, ενώ η Νορβηγία και η Φιλανδία ανήρτησαν αυτούσιο το μήνυμα των ΗΠΑ. Γαλλία και Γερμανία επέλεξαν να μην αντιδράσουν σε αυτό το πλαίσιο αλλά και να μην κλιμακώσουν την αντιπαράθεση κατά κάποιο άλλο τρόπο. Ο τούρκος πρόεδρος και τα τουρκικά ΜΜΕ που πρόσκεινται στην κυβέρνηση ερμήνευσαν τη δήλωση ως υπαναχώρηση των «δυτικών χωρών» εν γένει, και σημείωσαν πως –στο εξής– αυτές θα τηρούν τη διπλωματική συνθήκη και δεν θα παρεμβαίνουν στις εσωτερικές υποθέσεις της Τουρκίας. Ωστόσο, το αμερικανικό ΥΠΕΞ αργότερα επανήλθε επεξηγώντας πως η δήλωση της 25ης Οκτωβρίου απλώς διευκρίνιζε ότι «η δήλωση της 18ης Οκτωβρίου ήταν σύμφωνη με το άρθρο 41», δηλώνοντας μάλιστα ότι θα συνεχίσει τον διάλογο με την Τουρκία.
Κατά πάσα πιθανότητα λοιπόν, η εκτόνωση –με ταυτόχρονη διατήρηση των– ήταν επιθυμητή και από τις δύο πλευρές αλλά μάλλον περισσότερο από τον τούρκο πρόεδρο. Και αυτό γιατί οι συνέπειες της επίδειξης δύναμης για επικοινωνιακούς λόγους που έκανε μέσα στο περασμένο σαββατοκύριακο, είχαν –εκτός από τα μικρά και αβέβαια επικοινωνιακά οφέλη– πολύ σοβαρές –και αδιαμφισβήτητες– οικονομικές συνέπειες: η λίρα υποχώρησε κι άλλο, στις 10 λίρες ανά δολάριο, για να ανακάμψει –εν μέρει– μετά την αποκλιμάκωση της κρίσης. Η ουσία όμως παραμένει ότι το εθνικό νόμισμα υποχωρεί σταθερά εδώ και πολύ καιρό, η τουρκική οικονομία βουλιάζει και μαζί με αυτή –και σε μεγάλο βαθμό και εξαιτίας αυτής– υποχωρούν και τα ποσοστά δημοφιλίας του κυβερνώντος κόμματος και του προέδρου του (σε χαμηλό 19ετίας όπως αναφέρουν δημοσιογραφικές πηγές), καθώς το AKP με τον κυβερνητικό εταίρο MHP δεν ξεπερνούν αθροιστικά το 42%, με τα τρία μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης να συγκεντρώνουν άνετα το 51%.
Μεγάλο ποσοστό των μισθών βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας και η εντεινόμενη οικονομική κρίση κάνει πλέον ορατή μια ήττα του κυβερνώντος κόμματος –και προσωπικά του προέδρου του– στις επόμενες εκλογές. Η πιθανότητα μιας «επόμενης μέρας» για την Τουρκία χωρίς τον Ερντογάν επικεφαλής, έχει συσπειρώσει και ενισχύσει την αντιπολίτευση. Ενδεικτικά είναι τα λόγια του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου (προέδρου του κεμαλικού Δημοκρατικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) ο οποίος, αφού μίλησε για «ρεζιλίκι» που «έκανε την οικονομία άνω κάτω», στράφηκε στο λαό και τόνισε ότι η εξωτερική πολιτική πρέπει να είναι «εθνική», να έχει «κοινή γραμμή». Τώρα λοιπόν, που η νομιμοποίηση του Ερντογάν στον πολύ κόσμο φθίνει και οι λεονταρισμοί με τον «ξένο παράγοντα» δεν του δίνουν άλλοθι και πίστωση χρόνου όπως άλλοτε, έρχεται η αντιπολίτευση με αντιπρόταση για το τι είναι «εθνικό», καθώς ο τούρκος πρόεδρος δεν το αντιπροσωπεύει πια και τα νούμερα το επιβεβαιώνουν. Έχει σημασία, λοιπόν, πώς θα προσεγγίσουν και θα ορίσουν το «εθνικό» οι μεν και οι δε στο άμεσο μέλλον. Έχει σημασία ότι ο Κιλιτσντάρογλου στηλίτευσε έντονα τις εθνικιστικές κορώνες του γιού του Ερντογάν, Μπιλάλ, στην ομιλία του στο Ίδρυμα Τουρκικής Νεολαίας (TUGVA), στο οποίο ο Μπιλάλ Ερντογάν είναι πρόεδρος. Έχει σημασία, τέλος, αν στο νέο «εθνικό» αφήγημα, θα υπάρχει «χώρος» για σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, στους δημοκρατικούς θεσμούς, τις ελευθερίες και τον εθνικό «άλλο».