Την περασμένη Κυριακή πραγματοποιήθηκαν οι εκλογές συνέδρων ενόψει του 14ου συνεδρίου της στα μέσα Δεκεμβρίου. Στο ΚΙΝΑΛ έχει προγραμματιστεί για τις 5 και 12 Δεκεμβρίου οι αναμετρήσεις για την εκλογή νέου προέδρου, χωρίς να γνωρίζουμε πώς θα επηρεαστούν οι ημερομηνίες μετά τον αιφνίδιο θάνατο της προέδρου του ΚΙΝΑΛ Φώφης Γεννηματά. Στον ΣΥΡΙΖΑ κηρύχθηκε η έναρξη του προσυνεδριακού διαλόγου, με το τρίτο του συνέδριο να προγραμματίζεται για τις 24-27 Φεβρουαρίου. Συζητάμε με τον Κώστα Ελευθερίου, με αφορμή τις εσωκομματικές διαδικασίες των τριών κοινοβουλευτικών κομμάτων. Όπως ο ίδιος σημειώνει «είναι αναγκαίο τα κόμματα να αναζωογονήσουν τις εσωκομματικές τους διαδικασίες και να προκαλέσουν τη συμμετοχή της κοινωνίας, η οποία δεν πρέπει να περιορίζεται απλά στην εκλογή ή τη νομιμοποίηση της ηγεσίας. Το έλλειμμα ουσιώδους εσωκομματικής λειτουργίας είναι κάτι το οποίο έχει επιπτώσεις στο πώς λειτουργεί η δημοκρατία εν γένει».
Η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ βρίσκονται σε εσωκομματικές διαδικασίες. Πώς σχολιάζεις τον τρόπο που αυτές διεξάγονται;
Στις προσυνεδριακές διαδικασίες της ΝΔ προσήλθαν αρκετά μέλη του κόμματος για να αναδείξουν σύνεδρους. Άλλωστε, η ΝΔ από τη δεκαετία του 1980 μέχρι και σήμερα εξακολουθεί να είναι το μαζικότερο κόμμα στο ελληνικό κομματικό σύστημα. Παρότι η διαδικασία αυτή δεν έχει την ίδια βαρύτητα που είχε παλιότερα, το ότι το κόμμα εξακολουθεί να μπορεί να κινητοποιεί κόσμο σε εσωτερικές διαδικασίες είναι από μόνο του ένα αξιοπρόσεκτο στοιχείο. Κατ’ αντιστοιχία, στο ΚΙΝΑΛ το γεγονός ότι 60.000 άνθρωποι δέχτηκαν να στηρίξουν με την υπογραφή τους κάποιον από τους υποψήφιους για την ηγεσία δείχνει ότι και εκεί υπάρχει σφυγμός. Ο ΣΥΡΙΖΑ προγραμματίζοντας το συνέδριό του θα επιδιώξει να ενεργοποιήσει τη βάση του. Η χαμηλή μαζικότητα του ΣΥΡΙΖΑ, πέραν του ότι δεν είναι κολακευτική για ένα κόμμα της Αριστεράς, δηλώνει μία οργανωτική αδυναμία, την οποία πρέπει να υπερβεί. Σε κάθε περίπτωση, είναι αναγκαίο τα κόμματα να αναζωογονήσουν τις εσωκομματικές τους διαδικασίες και να προκαλέσουν τη συμμετοχή της κοινωνίας, η οποία δεν πρέπει να περιορίζεται απλά στην εκλογή ή τη νομιμοποίηση της ηγεσίας. Το έλλειμμα ουσιώδους εσωκομματικής λειτουργίας είναι κάτι το οποίο έχει επιπτώσεις στο πώς λειτουργεί η δημοκρατία εν γένει.
Οι εσωκομματικές διαδικασίες απασχολούν την κοινωνία ή είναι κάτι που αφορά μόνο όσους είναι οργανωμένοι;
Συνήθως η εσωκομματική πολιτική δεν προσελκύει ιδιαίτερα το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Η ΝΔ θα εκπέμψει ένα μήνυμα ισχυρής οργανωμένης παρουσίας λόγω της μαζικής συμμετοχής των μελών της στην προσυνεδριακή διαδικασία. Στο ΚΙΝΑΛ αναδεικνύεται ένα επίδικο που επιδρά στον κομματικό ανταγωνισμό: ποιος υποψήφιος θα εκλεγεί και ποια στρατηγική θα ακολουθήσει στην επόμενη μέρα. Για τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος έχει καιρό να διεξαγάγει συνεδριακές διαδικασίες, το στοίχημα είναι εάν θα μπορέσει να εμπλέξει ουσιωδώς την κοινωνία σε αυτές.
Ενόψει του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ, ανακοινώθηκε άνοιγμα στην κοινωνία το επόμενο τρίμηνο. Πώς θα διασφαλιστεί ότι δεν θα είναι συγκεντρώσεις μελών/υποστηρικτών που θα ακούσουν τον πρόεδρο και τα στελέχη του κόμματος, αλλά μια διαδικασία αλληλεπίδρασης;
Η προσυνεδριακή συζήτηση πρέπει να διεξαχθεί με έναν ανοιχτό, δημοκρατικό και συντονισμένο τρόπο. Εφόσον τίθεται ως στόχος από την πλευρά του κόμματος η συζήτηση, είναι μια ευκαιρία να ανοίξει διάλογος και γύρω από τα στρατηγικά διλήμματα που απασχολούν τον ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως για να καταλάβει και το ίδιο το κόμμα πώς προσλαμβάνει αυτά τα ζητήματα η βάση του. Καλό είναι να αποφευχθεί μια άγονη αντιπαράθεση που δεν θα έχει ως στόχο την επίτευξη κάποιας ισορροπίας δυνάμεων προοπτικά και ο εγκλωβισμός της όποιας συζήτησης εντός της κομματικής ελίτ. Ο διάλογος στη βάση είναι ένας καλός τρόπος εμπλοκής της κοινωνίας στις κομματικές διαδικασίες για να αντιληφθούν οι συμμετέχουσες και οι συμμετέχοντες ότι το περιεχόμενο αυτού του διαλόγου για τη στρατηγική είναι η αναζήτηση του βέλτιστου τρόπου αντιμετώπισης των δικών τους καθημερινών προβλημάτων. Ας δει ο ΣΥΡΙΖΑ το συνέδριο του σαν μια ευκαιρία αποκατάστασης των σχέσεων εμπιστοσύνης με την κοινωνία. Αλλά αυτό δε μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με εγκλήσεις από τα πάνω.
Πώς θα μπορούσε να διασφαλιστεί η συμμετοχή εκπροσώπων της κοινωνίας στο συνέδριο;
Ο ΣΥΡΙΖΑ ενίσχυσε την επιρροή του τα τελευταία δέκα χρόνια εμπιστευόμενος την κοινωνία. Ας το κάνει και πάλι. Ας δείξει εμπιστοσύνη ξανά στον κόσμο του. Να δώσει χώρο στο κόσμο του, να συγκροτήσει χώρους προβληματισμού, να αναζωογονήσει με οργανωμένο τρόπο τον διάλογο στη βάση, να δείξει ότι βρίσκεται κοντά στην κοινωνία. Αναγκαία συνθήκη για να ενεργοποιηθεί ο κόσμος είναι να νιώθει ότι τον αφορά η προσυνεδριακή διαδικασία και τον κινητοποιεί. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα πρόκειται για ένα «συνέδριο ρουτίνας», χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα για τις επιδιώξεις του ΣΥΡΙΖΑ.
Από το δεύτερο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ έχουν μεσολαβήσει πέντε χρόνια. Έχουν περάσει δε 2,5 χρόνια από όταν άλλαξε η κυβέρνηση. Αυτό το γεγονός επηρεάζει τον ΣΥΡΙΖΑ;
Θεωρώ ότι οι συλλογικές διαδικασίες –και αυτό αφορά σε όλα τα κόμματα– πρέπει να χαρακτηρίζονται από περιοδικότητα και ιδιαίτερα τα συνέδρια πρέπει να αξιοποιούνται ως πεδία επίλυσης ζητημάτων αλλά και επικοινωνίας των κομματικών ελίτ με τις κομματικές βάσεις. Ενδεχομένως ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να το είχε διοργανώσει νωρίτερα, αλλά τουλάχιστον σήμερα έχει την ευκαιρία να το καταστήσει μια προωθητική και γόνιμη διαδικασία. Επαναλαμβάνω ότι όλα αυτά δεν αποτελούν εσωτερικές υποθέσεις των κομματικών σχηματισμών, αλλά έχουν σαφέστατη επίδραση στην εν γένει ποιότητα της δημοκρατίας στη χώρα.
Στόχος του ΣΥΡΙΖΑ είναι η απεύθυνση στο ριζοσπαστικό χώρο και τον κεντρώο χώρο. Πώς μπορεί να επιτύχει ένα τέτοιο άνοιγμα, όταν η εμπιστοσύνη στον ΣΥΡΙΖΑ είναι λαβωμένη μετά την εφαρμογή μνημονίου; Η στρατηγική περί προοδευτικής διακυβέρνησης που οδηγεί;
Για αυτό ο απολογισμός σαν συλλογικό καθήκον ήταν και εξακολουθεί να είναι κρίσιμος. Το έλλειμμα εμπιστοσύνης τροφοδοτείται και από τη δυσκολία του κόμματος να εμβαθύνει στις θετικές και αρνητικές πλευρές της κυβερνητικής του εμπειρίας. Ακόμα, είναι αναγκαίο να κατανοηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ ότι ο βασικός λόγος για τον οποίο ψηφίστηκε το 2012 και το 2015 ήταν ότι εμφανίστηκε ως ένα κόμμα που θα άλλαζε τους παγιωμένους πολιτικούς συσχετισμούς, που θα ανέτρεπε την κανονικότητα της λεγόμενης συστημικής πολιτικής. Δεν κατανοώ, λοιπόν, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει πλέον να εμφανίζεται πρωταρχικά ως ένας mainstream παίκτης. Αυτό είναι κάτι που έρχεται σε αντίθεση όχι μόνο με το πως πολιτεύτηκε παλαιότερα, αλλά με τους κοινωνικοπολιτικούς όρους που του επέτρεψαν να βρεθεί στην κυβέρνηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να επινοήσει εκ νέου τον εαυτό του ως αριστερή πολιτική εναλλακτική, διότι ως τέτοια ψηφίστηκε. Εάν το επιτύχει τότε θα έχει τη δυνατότητα να οργανώσει μια αμφίπλευρη διεύρυνση με ευνοϊκές προοπτικές. Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να κινηθεί ταυτόχρονα προς τα αριστερά και προς το κέντρο, έχοντας όμως μια ξεκάθαρη πολιτικοϊδεολογική αφετηρία, την οποία πρέπει να αντιλαμβάνεται και να παρουσιάζει στον πολιτικό ανταγωνισμό ως αδιαπραγμάτευτη, ακριβώς γιατί τη θεωρεί ως τη μόνη απάντηση στις κοινωνικές ανάγκες. Δεν μπορεί να επιβιώσει ως ένα κόμμα-Ιανός, όπου το ένα πρόσωπό του θα κοιτά προς το κέντρο και το άλλο προς τα αριστερά. Υπ’ αυτήν την έννοια, το θέμα στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι με ποιους θα συμπλεύσει ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά πώς θα καταφέρει ισχυροποιήσει πολιτικοϊδεολογικά και εκλογικά τη θέση του, έτσι ώστε μετά να έχει τη δυνατότητα να προσδιορίζει ο ίδιος το τι είδους συμμαχίες θέλει να οικοδομήσει. Αν λειτουργήσει αντίστροφα, τότε διατρέχει τον κίνδυνο να χάσει ψήφους προς πολιτικά όμορους χώρους.
Στο ΚΙΝΑΛ γίνεται το παράδοξο πως πρώτα εκλέγουν πρόεδρο και ύστερα θα ακολουθήσει το συνέδριο όπου θα διαμορφώσουν πρόγραμμα. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν έξι υποψήφιοι. Πώς κρίνεις τη διαδικασία, όπως εξελίσσεται;
Η επικέντρωση της εσωκομματικής πολιτικής στην εκλογή του ηγέτη και, επομένως, η πλήρης υποβάθμιση της διαδικασίας του συνεδρίου ξεκίνησε στο ΠΑΣΟΚ το 2004 όταν ο Γ. Παπανδρέου εξελέγη πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ με άμεση εκλογή, με το συνέδριο του κόμματος να λαμβάνει χώρα έναν χρόνο μετά. Τότε, βέβαια, το ΠΑΣΟΚ ήταν κόμμα κυβερνητικής ευθύνης και επομένως τέτοιου είδους οργανωτικές αλλαγές είχαν έναν μεγάλο αντίκτυπο στον κομματικό ανταγωνισμό. Σήμερα, το ΚΙΝΑΛ είναι ένα μικρό κόμμα και η εσωκομματική του λειτουργία, ιδίως μετά το 2015, έχει σχεδόν εκμηδενιστεί. Η αποχώρηση της Φ. Γεννηματά από τη διαδικασία της εκλογής απελευθέρωσε ουσιαστικά μια πληθώρα υποψηφιοτήτων, η οποία δημιούργησε και μια αίσθηση εκφυλισμού της διαδικασίας. Η επανεμφάνιση του Γ. Παπανδρέου φαίνεται πως διαμορφώνει πλέον νέους συσχετισμούς εσωτερικά και επανενεργοποιεί τη βάση του κόμματος. Ο στόχος του Γ. Παπανδρέου είναι να διασφαλίσει την εκλογή του μέσα από την ευρύτερη δυνατή κινητοποίηση μελών και φίλων. Δε θα πρέπει, ωστόσο, να υποτιμηθούν οι υποψηφιότητες Α. Λοβέρδου και Ν. Ανδρουλάκη, καθώς αμφότεροι έχουν ισχυρά ερείσματα στη βάση του ΚΙΝΑΛ. Ο μεν Ν. Ανδρουλάκης θα προτάξει την ανανέωση του κόμματος, η οποία σε ένα κόμμα γερασμένο τόσο σε στελεχιακό δυναμικό όσο και σε ψηφοφόρους, είναι στην πραγματικότητα και μια έκκληση για την μακροπρόθεσμη επιβίωσή του. Ο δε Α. Λοβέρδος είναι σαφές ότι χτίζει τις παρεμβάσεις του πάνω σε μια πραγματικότητα, ότι δηλαδή η πλειοψηφία της υπάρχουσας βάσης του ΚΙΝΑΛ δεν επιθυμεί καμία επαφή ή σύμπλευση με τον ΣΥΡΙΖΑ και προσλαμβάνει με μια σχετική ευμένεια πολιτικές της κυβέρνησης και κυρίως τον ίδιο τον Κ. Μητσοτάκη.
Αυτή τη στιγμή ουσιαστικά διαμορφώνονται τρία ρεύματα στο ΚΙΝΑΛ. Μετά την εκλογή προέδρου μπορεί να διασφαλιστεί η ενότητα, η οποία είναι και η παρακαταθήκη της Φ. Γεννηματά;
Το μεγαλύτερο επίτευγμα της Φ. Γεννηματά ήταν ότι μπόρεσε να διατηρήσει μια εύθραυστη συνοχή ανάμεσα σε ένα ετερόκλητο πλήθος ομάδων και μηχανισμών του παλαιού ΠΑΣΟΚ. Και οι τρεις επικρατέστεροι υποψήφιοι εκφράζουν τρία διαφορετικά σχέδια ενότητας. Ο Γ. Παπανδρέου εκφράζει την ενότητα στη βάση της δικής του ιστορικής δικαίωσης –την οποία πλήρως κατοχύρωσε το ΚΙΝΑΛ με τη μετέπειτα στάση του. Ο Α. Λοβέρδος επιδιώκει ενότητα σε μια αντιΣΥΡΙΖΑ βάση, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται ως βασικό σημείο αναφοράς της συμπεριφοράς στελεχών και ψηφοφόρων του κόμματος. Ο Ν. Ανδρουλάκης εκφράζει την ενότητα εμφανιζόμενος ως εγγυητής του μέλλοντος του κόμματος, ενστερνιζόμενος μια λογική ισχυρού τρίτου πόλου. Ο Γ. Παπανδρέου προτάσσει το θέμα της προοδευτικής διακυβέρνησης επιχειρώντας να προσελκύσει ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ που ήταν παλιά κοντά στο ΠΑΣΟΚ. Στο ίδιο στοχεύει και ο Ν. Ανδρουλάκης, ο οποίος έχει βέβαια και δυνατότητες ενός αμφίπλευρου επαναπατρισμού ψηφοφόρων, ενώ αντίθετα ο Α. Λοβέρδος πιθανότατα θα προσελκύσει παλαιούς ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ που κινήθηκαν δεξιότερα του κόμματος.
Αναφερόμαστε στα κόμματα τόση ώρα ως προσωποπαγείς οργανισμούς. Μπορεί να αναδειχθεί ένα κόμμα που δεν θα είναι τέτοιο στον κομματικό ανταγωνισμό;
Η γενική τάση τις τελευταίες δεκαετίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι ότι τα κόμματα προεδροποιούνται και προσωποποιούνται. Αυτό σημαίνει ότι ο αρχηγός αυτονομείται από το οργανωμένο κόμμα και ουσιαστικά η στρατηγική του κόμματος ταυτίζεται με την προσωπική στρατηγική του εκάστοτε ηγέτη, κάτι που εκφράζεται και με συγκεκριμένους οργανωτικού μετασχηματισμούς (λ.χ. η άμεση εκλογή ηγέτη). Η κυβερνητική συμπερίληψη, μας έχει δείξει η εμπειρία, ενισχύει αυτή την τάση, γιατί οι δομές της εκτελεστικής εξουσίας έχουν καταστεί και αυτές ιδιαίτερα προεδροποιημένες. Στην ελληνική περίπτωση, βέβαια, παίζει ρόλο και η πολιτική κουλτούρα που ευνοεί αρχηγοκεντρικές αναπαραστάσεις.
Ένα αντιπαράδειγμα δηλαδή μιας συλλογικής ηγεσίας ή ενός κόμματος που θα λειτουργούσε συλλογικά δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τα άλλα κόμματα;
Αυτό ακόμα βρίσκεται στο επίπεδο μιας υπόθεσης εργασίας. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο αυτό καθαυτό το ενδοοργανωτικό πρωτείο της ηγεσίας, αλλά το πώς αυτή πλαισιώνεται από ένα κόμμα και το κατά πόσο αλληλεπιδρά με αυτήν την οργανωμένη συλλογικότητα. Είναι κρίσιμο, λοιπόν, να θεσπίζονται ουσιαστικές αλληλεπιδράσεις στην εσωκομματική διαδικασία λήψης αποφάσεων, καθώς αυτές δεν προωθούν μόνο την εσωκομματική δημοκρατία αλλά προφυλάσσουν και τις κομματικές ηγεσίες. Το σίγουρο είναι ότι οι πολιτικές οργανώσεις πάντοτε ωφελούνται από την κινητοποίηση της συλλογικής διάνοιας των μελών τους.