Σάμιουελ Μπέκετ «Προυστ, Δοκίμιο», μετάφραση: Θωμάς Συμεωνίδης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2020

 

«Το χθες δεν είναι ορόσημο που έχει περαστεί, αλλά ένας ημεροδείκτης στο περπατημένο μονοπάτι των χρόνων και ανεπανόρθωτα δικό μας τμήμα, μέσα μας, βαρύ και επικίνδυνο. Δεν είμαστε μόνο περισσότερο κουρασμένοι εξαιτίας του χθες, είμαστε άλλοι, όχι πλέον αυτό που ήμασταν πριν από τη συμφορά του χθες (...) Οι φιλοδοξίες του χθες ήταν έγκυρες για το εγώ του χθες, όχι γι’ αυτό του σήμερα ...»

Σάμιουελ Μπέκετ

 

Ο Μπέκετ έχει δίκιο. Το ημερολόγιο των χρόνων, αυτό που σημειώνουμε, τις εκ των υστέρων εντυπώσεις, που μας προκάλεσαν τα γεγονότα συναγωνίζεται σε ταχύτητα με τα ημερολόγια της συνείδησης του αφηγητή. Ένας πληθωρισμός βιωμάτων, μνήμης, ανάμνησης, νοσταλγίας αλλά και ενεργών συναισθημάτων που άλλοτε τρέχουν κινδυνεύοντας να χαθούν στο δρόμο, κι άλλοτε φρενάρουν για να εξηγήσουν, να υπενθυμίσουν, ή να αναιρέσουν τα γεγονότα, τις γεύσεις, τις μυρωδιές, τους εκκεντρικούς και τους πιο απλούς χαρακτήρες.

Το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», είναι ένα συνονθύλευμα επιθυμιών που συναντώνται ή δεν συναντώνται ή ακόμη μια διασταύρωση πεπρωμένων. Όσο κι αν προσεγγίζεται με τρόπους και μεθόδους ψυχολογικές, φιλοσοφικές ή λογοτεχνικές παραμένει πάντα ένα μυθιστόρημα, ολοζώντανο, με παρεκβάσεις, ανοίγματα, αναδρομές αλλά πάντα ένα μυθιστόρημα ποταμός που όταν εισέλθεις εντός του θα κολυμπήσεις αλλά ταυτόχρονα θα νιώσεις ως τα κατάβαθα της αναγνωστικής σου συνήθειας αυτό που ο Ρολάν Μπαρτ αποκαλεί, «Απόλαυση του Κειμένου».

Ο Μαρσέλ Προυστ (1871-1922) πέθανε μόλις ολοκλήρωσε το μυθιστόρημά του.

Ο Σάμιουελ Μπέκετ (1906-1989) ήταν 23 ετών όταν πήγε στο Παρίσι για να καταλάβει μια θέση λέκτορα στην École Normale Supérieure, τότε που συνάντησε τον Τζέιμς Τζόις. Αυτός στάθηκε η μοίρα του. Η συνάντησή τους υπήρξε για τον νεαρό τότε υποψήφιο συγγραφέα καταλυτική. Ο Τζόις τον ξεχώρισε διαισθητικά και του ανέθεσε –μ' έναν τρόπο– να γράψει ένα δοκίμιο με τίτλο: «Ντάντε, Μπρούνο, Βίκο, Τζόυς».

Ως τότε το μόνο λογοτεχνικό κείμενο που είχε συνθέσει ήταν το «Ωροσκόπιο» ένα μακροσκελές ποίημα με το οποίο κέρδισε το Α' βραβείο σ’ ένα διαγωνισμό. Μοιραία, η δομή της σκέψης του ήταν φιλοσοφικά τεκμηριωμένη και τίποτα δεν προδίκαζε τη συνέχεια που θα ήταν λογοτεχνική, θεατρική και ποιητική. Έτσι λοιπόν, η βάση του δοκιμίου για τον Προυστ θα ήταν αναπόφευκτα φιλοσοφική, μακριά όμως από κάθε ακαδημαϊσμό. Αλλά ο Μπέκετ δεν μπορεί παρά να επιδείξει και εδώ τη λογοτεχνική ικανότητα που κουβαλούσε.

Αυτό στο οποίο αναφέρεται το έργο του Προυστ είναι αποτυπωμένο στον τίτλο του. Πρόκειται για τον Χρόνο. Το πιο βαθιά φιλοσοφικό πρόβλημα, αυτό που περιέχει τη ζωή και τον θάνατο, την ουσία και την απουσία, την οδύνη και τη χαρά. Ο Προυστ αντιλαμβάνεται πως «αυτό το τέρας της καταδίκης και της σωτηρίας», όπως αποκαλεί τον Χρόνο ο Μπέκετ, είναι αυτό με το οποίο πρέπει να συνταξιδέψει. Είναι αυτό που πρέπει να λύσει, αν και κάτι τέτοιο είναι αδύνατον να λυθεί. Εκείνο λοιπόν που έχει να κάνει είναι αναπολώντας τον Χρόνο να τον ανακτήσει –κατά κάποιον τρόπο– έτσι ώστε να τον διασώσει.

Τα θέματα του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» είναι ο έρωτας, η ζήλεια, η φιλοδοξία, ο φθόνος, η επιθυμία, η μνήμη. Ο Προυστ ισχυρίζεται πως ο χρόνος περνά πάνω απ’ τις ζωές μας, πως μας μεταμορφώνει αλλά μπορούμε να τον συγκρατήσουμε.

Ανάμεσα στις ατέλειωτες κάμαρες όπου διαδραματίζονται οι ατελεύτητες εσπερίδες που ο αφηγητής αποτυπώνει στις σελίδες του έργου του, υπάρχει μια κάμαρα διπλοκλειδωμένη. Εκεί έχει φυλάξει ό,τι χρειάζεται να διαφυλαχθεί. Γιατί ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι αδύνατον να συγκρατήσει τα πάντα.

Ο άγρυπνος αφηγητής αναπολεί ένα παράδεισο, αυτόν της παιδικής ηλικίας και των τόπων της που κάποτε χάνεται οριστικά. Όμως καταφέρνει το ακατόρθωτο: όχι, δηλαδή, να τον ανασυστήσει αλλά να τον ανακτήσει διά της λογοτεχνίας. Στην κάμαρα της μνήμης τα έπιπλα είναι αραδιασμένα ανάκατα κι όμως ο αφηγητής μπορεί να τα ορίσει, να τα προσδιορίσει, να τα βάλει να παίξουν ένα σετ τένις στο Κομπραί. Η γραφή κατά τον Προυστ είναι υπόθεση υψηλής ραπτικής. Υπάρχει ένα πράγμα μόνο που σώζει όλα αυτά που έχουν συμβεί από τη λήθη, η λογοτεχνία. Μόνο η λογοτεχνία θα μπορέσει να απελευθερωθεί από τον Χρόνο και αυτή θα τον απελευθερώσει με τη σειρά της αψηφώντας τους νόμους της.

Γράφει ο Προυστ στον Ανακτημένο Χρόνο τελευταίο μέρος του Αναζητώντας.

«Η αληθινή ζωή, η ζωή που την έχουμε επιτέλους ανακαλύψει και φωτίσει, η μόνη ζωή επομένως που έχουμε ζήσει ολοκληρωτικά, είναι η λογοτεχνία».

Αν ο Χρόνος είναι ένα δικέφαλο τέρας καταδίκης και σωτηρίας τότε ο Ιανός, μπορεί να θεωρηθεί τρικέφαλος αποτελούμενος από το Χρόνο, τη Συνήθεια και τη Μνήμη. Αυτά τα τρία «πρόσωπα» κυριαρχούν στο Αναζητώντας, αλλά φυσικά και στην ανάλυση που επιχειρεί με τη νεανική του ορμή ο Μπέκετ.

Από τη μια μεριά, έχουμε να κάνουμε μ’ αυτό το μυθιστόρημα –ποταμό– που γράφτηκε κάτω από περιπετειώδεις συνθήκες, καθώς ο συγγραφέας του έχοντας χάσει όλη του την ακμάζουσα νεότητα ως ένας προικισμένος με λογοτεχνικό τάλαντο νεαρός στην κοσμική ζωή, έπρεπε να προλάβει να γράψει –επειδή θα πέθαινε νωρίς από την αρρώστια που τον βασάνιζε– 3.300 σελίδες, μια ανάμνηση περασμένων γεγονότων –όπως ήταν ο αρχικός τίτλος– δηλαδή μια κατεξοχήν αυτοβιογραφία. Ένα ώριμο αριστούργημα. Από την άλλη, έχουμε ένα ολιγοσέλιδο πρώιμο δοκίμιο, καθόλου όμως πρωτολειακού χαρακτήρα, το αντίθετο μάλιστα, ένα κείμενο εξαιρετικά οξυδερκές ενός νεαρού που δεν είχε προλάβει καν να ξεκινήσει το έργο που αργότερα θα του χάριζε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Πώς να αντιμετωπίσει λοιπόν κανείς ένα έργο τέτοιου μεγέθους όχι μόνο όσον αφορά την ποιότητα αλλά και την ποσότητα. Αν το βάλει κάτω από έναν μεγεθυντικό φακό, δεν θα μπορέσει να εστιάσει στο ουσιώδες, στο καίριο που πρέπει να ανακαλέσει από το παρελθόν. Αν το εκθέσει στο μικροσκόπιο θα μπλέξει ανάμεσα στις άπειρες λεπτομέρειες, τις πολλές ανακλήσεις της μνήμης του αφηγητή.

Ο Μπέκετ έχει τη δική του φωνή, παρόλη την απειρία του ή και εξαιτίας της. Την επιστρατεύει για να «διαβάσει» ένα έργο που μόλις έχει κυκλοφορήσει, πριν προλάβει να κατασταλάξει και να παγιωθεί. Αυτή είναι και η μοίρα του αναγνώστη, να αναλύσει ή να θέσει ερωτήματα που ακόμα δεν έχουν μια διαφαινόμενη απάντηση.

Ο μεταφραστής Θωμάς Συμεωνίδης κλήθηκε να μεταφράσει ένα δύσκολο κείμενο και το έφερε σε πέρας.

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος Περισσότερα Άρθρα
Πρόσφατα άρθρα ( Βιβλίο )
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet