Είναι πραγματικά εντυπωσιακή η διαχρονική ανταπόκριση σημαντικών ελληνικών εκδοτικών οίκων στο έργο του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου (γ. 1930). Σχεδόν κάθε δεκαετία, ο συγγραφέας και τα βιβλία του επανασυστήνονται στο πλαίσιο ενός διαφορετικού κάθε φορά, αλλά αρκετά συνεκτικού, εκδοτικού προγράμματος που δίνει σημασία και στην τυπογραφική επιμέλεια. Με σημείο εκκίνησης τις πρωτοποριακές εκδόσεις «Τραμ» και αργότερα την «Εγνατία», και οι δύο στην Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’70, ο συγγραφέας πέρασε στα θρυλικά «Κείμενα» του Φίλιππου Βλάχου στη δεκαετία του ’80 και ύστερα, στην ακμαιότατη τη δεκαετία του ’90 «Νεφέλη», για να βρεθεί μετά το 2009 στον «Γαβριηλίδη», με τη γνωστή πρόσφατη ατυχή εκδοτική κατάληξη.
Το έργο ενός λεπτουργού συγγραφέα όπως ο Παπαδημητρακόπουλος δεν θα μπορούσε να βρει πιο φιλόξενο περιβάλλον για να ξανασυστηθεί στο αναγνωστικό κοινό από το επιλεκτικό καταφύγιο λεπταίσθητων κειμένων που έχουν δημιουργήσει οι εκδόσεις «Κίχλη». Δεν μπορώ να μην επισημάνω το σπάνιο για Έλληνα εκδότη φιλολογικό ένστικτο και την επάρκεια της Γιώτας Κριτσέλη που τα τελευταία χρόνια, με το βλέμμα σε εκείνο το λογοτεχνικό παρελθόν που μπορεί να γίνει Κανόνας, δημιουργεί εν προόδω και προτείνει τον δικό της εκδοτικό «Κανόνα» με κείμενα και συγγραφείς παλαιότερων γενεών που ανταποκρίνονται άνετα και αδιαμεσολάβητα στο σύγχρονο αναγνωστικό αισθητήριο. Μετά τον Νίκο Καχτίτση και τον Αργύρη Χιόνη, ο Παπαδημητρακόπουλος είναι ο τρίτος, αξιολογικά μείζων, έκκεντρος και με ιδιότυπο ύφος, μεταπολεμικός συγγραφέας που κοσμεί τον εκδοτικό της κατάλογο.
Μικρές ήττες της ζωής
Η «Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη» είναι η συλλογή που περιλαμβάνει τα πρώτα σύντομα πεζογραφήματα του Παπαδημητρακόπουλου (διηγήματα χαρακτηρίζονται μόνο στην πρώτη έκδοση του 1973), με τα οποία κατέθεσε ευθύβολα και δυναμικά, με την πρώτη του παρουσία, το συγγραφικό του στίγμα. Γραμμένα όλα μεταξύ 1962-1968 συνομιλούν με το κλίμα άλλων συγγραφέων της Β’ Μεταπολεμικής γενιάς που απομακρύνονται από την Ιστορία (Ιωάννου, Καχτίτσης, Καζαντζής, Μηλιώνης), ξεχωρίζοντας ωστόσο στο ύφος και την ατμόσφαιρα, με τη συγκρατημένη και ελεγχόμενη δραματικότητά τους και την πυκνότητα στη διαχείριση του αφηγηματικού υλικού.
Με ολοφάνερο το αυτοβιογραφικό στοιχείο και με προτεραιότητα στη μνήμη, ο Παπαδημητρακόπουλος περιγράφει αποστασιοποιημένα μικρές ήττες της ζωής, προσφέροντας μαθήματα αισθηματικής αγωγής και διαχείρισης του πένθους. Τα θέματα γύρω από τα οποία περιστρέφεται το βιβλίο είναι μάλλον περιορισμένα. Αφενός, ανολοκλήρωτες, αλλά χωρίς τραύματα, ερωτικές περιπέτειες της νεότητας («Οι φρακασάνες», «Ερωτική ιστορία», «Το πάρτυ», «Μάθημα χορού»). Αφετέρου, περιστατικά και αναμνήσεις από αγαπημένα πρόσωπα του γενέθλιου τόπου της Ηλείας («Εις μνήμην», «Ανάσταση», «Η Γλυκερία», «Ο τελευταίος επιζών»). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο μικροϊστορικός τρόπος με τον οποίο διεισδύει στις ιστορίες του η εμπειρία της Κατοχής και του Εμφυλίου («Ο Νίκος ο Σερέτης», «Η εκτέλεση»), όπου ο συγγραφέας δεν διαχωρίζει την πολεμική από την ειρηνική ζωή ούτε το κωμικό από το τραγικό.
Στη διάσταση μινιατούρας
Οι απλές ιστορίες του σε ήρεμο και διαγωνίως ειρωνικό τόνο φορτίζονται από ένα συχνά αναπάντεχο κλείσιμο, δίνοντας δραστικότητα, βάθος και προοπτική στην αφήγηση. Αυτός ο νηφάλιος, γλυκά μελαγχολικός, αντι-περιγραφικός και αποδραματοποιημένος τρόπος έκφρασης είναι η τρυφερή και συνάμα ειρωνική ματιά του συγγραφέα, που στέκει ενεός, αθώος και αποσβολωμένος μπροστά στα παράδοξα και τα ακατανόητα αυτού του κόσμου. Τα πράγματα (όπως και ο διάβολος…) κρύβονται και κρίνονται στη λεπτομέρεια. Τα σοβαρά και τα μεγάλα μπορεί και να μην είναι τόσο σοβαρά όσο φαίνονται. Αλλά και τα ασήμαντα, οι απίθανες λεπτομέρειες, όπως εκείνο το λερωμένο βαμβάκι από τη βλεννόρροια στο πέος του νεκρού ταγματασφαλίτη («Η εκτέλεση») ή η οδοντόπαστα ως αναμνηστικό δώρο των πρώην ερωτευμένων στην ιστορία που τιτλοφορεί το βιβλίο («Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη»), μπορεί να κρύβουν έναν πλούσιο συγκινησιακό πυρήνα αληθινής ζωής. Ο μινιμαλιστικές ιστορίες του Παπαδημητρακόπουλου συνθέτουν έναν κόσμο όπου ο υπερρεαλισμός καμιά φορά είναι εγγεγραμμένος εξ υπαρχής στην πραγματικότητα χωρίς παρέμβαση της φαντασίας. Έτσι πολύ συχνά παράγεται ένα κωμικοτραγικό αποτέλεσμα υψηλής συγκινησιακής έντασης όπως στο πολύ αντιπροσωπευτικό «Πάρτυ».
Ο Παπαδημητρακόπουλος γράφει μικρά αφηγήματα στη διάσταση μινιατούρας, σκαλισμένα και λεπτουργημένα με τις αντίστοιχες χειροποίητες τεχνικές. Τίποτα δεν περισσεύει στην αφήγηση και τίποτα δεν είναι μεγάλο. Ούτε η έκταση και οι περίοδοι-προτάσεις ούτε η εκροή συναισθημάτων και τα θέματα. Διαχρονικά πιστός στη μικρή φόρμα και τη γραφή ως παίγνιο υπαινιγμών, ο συγγραφέας σε κάθε του αφήγημα στήνει ένα παιχνίδι που επιδιώκει την ενεργητικότητα του αναγνώστη. Εκεί που ο Παπαδημητρακόπουλος βάζει απότομα τελεία και ένας άλλος συγγραφέας θα φόρτωνε ίσως την αφήγηση με περισσότερες περιγραφές, ο αναγνώστης αισθάνεται το κεραυνοβόλημα. Ο συγγραφέας παρασύρει, σχεδόν παγιδεύει και χειραγωγεί τον αναγνώστη, απογειώνοντάς τον. Ταχυδακτυλουργός ή ζογκλέρ του στιγμιότυπου και της μικρής κλίμακας, παραπλανά έντεχνα και κομψά τον αναγνώστη με την επιφάνεια των ιστοριών του. Άλλα του δείχνει, για να του αποκαλύψει τελικά άλλα και να τον κατευθύνει έμμεσα και από λοξούς δρόμους στον πυρήνα της συγκίνησης. Ο τρόπος που δομεί τον αφηγηματικό του λόγο αφήνει το νόημα να αιωρείται, σαν να μην ξέρεις πού πρόκειται να το πάει και αν πρέπει να σταθείς στην κυριολεξία της ιστορίας ή στη μεταφορά και τον συμβολισμό που υφέρπουν διακριτικά.
Ξαναδιαβάζοντας τις ιστορίες
Οι ιστορίες του Παπαδημητρακόπουλου σε προσκαλούν να τις διαβάσεις και να τις ξαναδιαβάσεις καθώς εντυπώνονται στην αναγνωστική μνήμη που τις κουβαλά για να στοχαστεί τις σημασιολογικές τους προεκτάσεις. Θέλει μεγάλη μαστορική τέχνη και συγγραφική αυτοπεποίθηση για να γράψει κανείς όπως ο Παπαδημητρακόπουλος. Η απλότητα και η διαύγεια της γραφής δεν υποδηλώνουν σε καμία περίπτωση απλοϊκότητα. Αυτές οι ανάλαφρες, αλλά χωρίς ελαφρότητα, πινελιές ζωής επενδύονται από μια αστραφτερά περίτεχνη και λειτουργική χρήση της γλώσσας και από ένα περικάλυμμα χιούμορ και σαρκασμού που προφυλάσσει από συναισθηματικές εκτροπές. Μόνο αν ξαναδιαβάσεις τις ιστορίες συνειδητοποιείς πόσο κυρίαρχος είναι ο θάνατος. «Έχει τέτοια η ζωή», θα πει αποφθεγματικά ο αφηγητής στον βουβό, εσωτερικό και ακριβώς γι’ αυτό συνταρακτικό θρήνο για τον πατέρα του «που πέθανε νεώτατος στην Κατοχή, έχοντας περάσει μια δύσκολη ζωή, χωρίς ευκαιρίες να πραγματοποιήσει κανένα από τα όνειρα που τον πνίγανε» («Εις μνήμην», σ. 87).
Το αναγνωστικό κοινό περιμένει με πολύ ενδιαφέρον την επανέκδοση του συνολικού έργου του Παπαδημητρακόπουλου από την Κίχλη. Τα εικαστικά κοσμήματα της Εύης Τσακνιά, εμπνευσμένα κυρίως από το πρώτο και πολύ χαρακτηριστικό πεζογράφημα, τις Φρακασάνες (1962), συμβάλλουν στο θαυμάσιο αισθητικό αποτέλεσμα ενός βιβλίου που το χαίρονται όλες οι αναγνωστικές αισθήσεις.