Η συζήτηση που έχει αρχίσει στην «Εποχή» για τη μεσαία τάξη (με άρθρα των Παπαδόπουλου, Καλλωνιάτη, Γιατζόγλου, Παπανικολόπουλου και Παρασκευόπουλου) πρέπει να συνεχιστεί, δεδομένου ότι η ταυτότητά της και η σχέση της με την αστική και την εργατική τάξη αφορά άμεσα τη στρατηγική της Αριστεράς. Σ’ αυτό το πλαίσιο, δημοσιεύουμε σήμερα αποσπάσματα από μεγάλο άρθρο του σουηδού μαρξιστή Γκόραν Θέρμπορν, ομότιμου καθηγητή Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, που δημοσιεύτηκε στο τεύχος Ιουλίου–Αυγούστου 2020 του περιοδικού New Left Review, με τίτλο «Dreams and Nightmares of the World’s Middle Classes» [Όνειρα και εφιάλτες των μεσαίων τάξεων (όλου) του κόσμου]. Στο κείμενο, μεταξύ άλλων, περιγράφεται συνοπτικά η εξέλιξη του ορισμού της μεσαίας τάξης από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα σε όλα τα μέρη του κόσμου και αναδεικνύεται η ιδεολογική του χρήση.

Χ. Γο.         

 

 

 

Τα μηνύματα που δεχόμαστε για την ταξική δομή του σύγχρονου κόσμου είναι αντιφατικά. Σύμφωνα με μια επίσημη εκτίμηση που βασίζεται σε στοιχεία που συνέλεξε ο Χόμι Κάρας, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας, ο οποίος σήμερα εργάζεται στο Ινστιτούτο Μπρούκινγκς (Brookings), αυτή βρίσκεται σε ένα σημείο καμπής –«οι μισοί άνθρωποι σήμερα ή ανήκουν στη μεσαία τάξη ή είναι πλουσιότεροι». Με ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό, το περιοδικό Economist χαιρέτησε την «αδιάκοπη αύξηση» μιας «ραγδαία αναπτυσσόμενης αστικής τάξης» και σάλπισε τον ερχομό ενός κόσμου των μεσαίων τάξεων. Όμως, σοβαρές μελέτες μάς διαβεβαιώνουν για το αντίθετο: σύμφωνα με τον Πίτερ Τέμιν, ομότιμο καθηγητή Οικονομικών στο ΜΙΤ, αυτό που θα έπρεπε να μας ανησυχεί είναι «η εξαφάνιση της μεσαίας τάξης». Οι αναγνώστες συγχωρούνται αν τα έχουν χαμένα. Τι συμβαίνει τελικά στον κόσμο με βάση τις αναλύσεις της οικονομικής επιστήμης και της οικονομικής κοινωνιολογίας;

Σύμφωνα με τον Έρικ Χόμπσμπαουμ, ο όρος «μεσαία τάξη» (middle class) μπήκε στην αγγλική γλώσσα πριν από δύο αιώνες –κάπου μεταξύ του 1790 και του 1830– όταν η ανερχόμενη βιομηχανική κοινωνία πήρε τη θέση της «στρατιωτικής» τάξης πραγμάτων της μοναρχίας και της αριστοκρατίας. Τον 19ο αιώνα έγινε μια εκτεταμένη συζήτηση για το προς τα πού πήγαινε αυτή η νέα κοινωνία και για τη θέση που είχε μέσα σ’ αυτήν η μεσαία τάξη, το «πιο σοφό και το πιο ενάρετο τμήμα της κοινότητας», όπως έλεγε ο Τζέιμς Μιλ. Το 1855, ο Τοκβίλ έγραφε ότι η μεσαία τάξη είχε κυριαρχήσει όχι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και στη Γαλλία, όπου η Ιουλιανή Επανάσταση του 1830 σηματοδότησε τον «οριστικό» και «πλήρη» θρίαμβό της. Θα οδηγούσε η ανερχόμενη κοινωνία της μεσαίας τάξης σε μια νέα και σταθερή πολιτική τάξη πραγμάτων; Τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα αυτό αμφισβητούνταν όλο και πιο πολύ. Εμφανίστηκαν νέοι «–ισμοί» με ιδέες που κινητοποίησαν τους λαούς, πρώτα και κύρια ο σοσιαλισμός, σύμφωνα με τη θεωρία του οποίου η «κοινωνία της μεσαίας τάξης» ήταν ο καπιταλισμός, ο οποίος ήταν καταδικασμένος να ανατραπεί από τη διευρυνόμενη βιομηχανική εργατική τάξη.

 

Η μεσαία τάξη και η αστική τάξη

 

Είναι εντυπωσιακό ότι οι συζητήσεις του 19ου αιώνα είχαν μια εννοιολογική ποικιλία που απουσιάζει από τη σημερινή διερεύνηση της ταυτότητας της μεσαίας τάξης. Αυτή η ποικιλία εννοιών οφειλόταν στην άνθιση ορισμένων εθνικών γλωσσών, που η καθεμιά τους εξέφραζε με τον δικό της τρόπο μια ιδιαίτερη ιστορία της δημιουργίας και της πάλης των τάξεων. Στη Δυτική Ευρώπη υπήρχαν τρεις κύριες έννοιες που αναφέρονταν στο ίδιο περίπου κοινωνικό φαινόμενο, η κάθε μία από διαφορετική σκοπιά: η αγγλική middle class, η γερμανική Burgentum και η γαλλική bourgeoisie. Όλες προέρχονταν από το αστικό δίκαιο του Μεσαίωνα και υποδήλωναν μια κατηγορία κατοίκων αστικών περιοχών, με συγκεκριμένα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Μετά από την Γαλλική Επανάσταση, ο όρος bourgeoisie (αστική τάξη) άρχισε όλο και περισσότερο να είναι συνώνυμος του αγγλικού middle class (μεσαία τάξη) και του επίσης γαλλικού la (les) classe(s) moyenne(s) (μεσαία τάξη ή μεσαίες τάξεις) Είχε, όμως, και δύο άλλες διακριτές συνδηλώσεις. Η πρώτη ήταν πολιτισμικά απαξιωτική: σύμφωνα με τον Φλομπέρ, «Το μίσος για τον αστό είναι η αρχή κάθε αρετής». Η δεύτερη σχετίζεται με το γεγονός ότι από τη δεκαετία του 1870 υπήρξε μια διάκριση μεταξύ της αστικής τάξης και των «μεσαίων» ή «νέων» κοινωνικών στρωμάτων. Η αστική τάξη ήταν οι μεγάλοι κεφαλαιούχοι: τραπεζίτες και βιομήχανοι, η νέα κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας –δηλαδή η ανώτερη τάξη. Η μεσαία τάξη –η mittelstand στα γερμανικά, η petit bourgeoisie (μικροαστική τάξη) ή τα couches moyennes (μεσαία στρώματα) στα γαλλικά– ήταν κάτι διαφορετικό. Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ο Μαρξ και ο Ένγκελς απέτισαν ένα σημαντικό φόρο τιμής στον «επαναστατικό» ιστορικό ρόλο που έπαιξε η αστική τάξη, την οποία στη συνέχεια αντιμετώπισαν ως ενσάρκωση του κεφαλαίου και ορκισμένο εχθρό της εργατικής τάξης.

Μια άλλη αξιοσημείωτη διαφορά σε σχέση με τη σημερινή κατάσταση: η εργασία ήταν βασικό χαρακτηριστικό και αξία της μεσαίας τάξης του 19ου αιώνα, αυτό που την διαχώριζε από την αριστοκρατία, η οποία στηριζόταν στην έγγεια πρόσοδο. «Η εργασία είναι το στολίδι του αστού», έγραφε ο Φρίντριχ Σίλερ σε μια διάσημη μπαλάντα. «Ευτυχισμένος είναι αυτός που έχει μια δουλειά. Ας μην αναζητήσει άλλη ευλογία», πρόσθετε ο Τόμας Καρλάιλ στο βιβλίο του Past and Present (Παρελθόν και Παρόν). Στις σημερινές συζητήσεις, η μεσαία τάξη ορίζεται κατά κύριο λόγο με βάση την κατανάλωση, ή μάλλον τη δυνατότητα κατανάλωσης, που μετράται σε δολάρια (με τη χρήση της ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης): κατά καιρούς ορίζεται από τη μεσαία θέση στην εθνική κλίμακα κατανομής εισοδήματος –αλλά ποτέ με γνώμονα την εργασία. Αυτό είναι αξιοπερίεργο, αν λάβουμε υπόψη ότι στην Αμερική η εργατική τάξη αποκαλείται συνήθως κατ’ ευφημισμόν μεσαία τάξη.

Όμως, ποιες είναι οι συνέπειες αυτής της ριζικής αλλαγής του λόγου για τη μεσαία τάξη, ο οποίος σήμερα την συνδέει με την κατανάλωση και όχι με την εργασία; Την απάντηση δίνει ο έξαλλος πανηγυρισμός του Economist για την πρόσθεση στον παγκόσμιο πληθυσμό άλλων «δύο δισεκατομμυρίων αστών». Κατά τον ίδιο τρόπο που ο «καπιταλισμός» μπήκε στο λεξιλόγιο των στελεχών επιχειρήσεων, εδώ έχουμε να κάνουμε με τον ενθουσιασμό για τη νίκη και για την εδραίωση μιας εξουσίας. Για όσο διάστημα ο σοσιαλισμός θεωρούνταν επικίνδυνος, κάποιοι όροι όπως «καπιταλισμός» και «αστική τάξη» είχαν μπει στο περιθώριο: οι αποδεκτοί όροι ήταν «οικονομία της αγοράς» και «επιχείρηση». Η λεξιλογική αλλαγή υποδηλώνει μια σημαντική μετατόπιση της κοινωνικής ηγεμονίας.

 

Η σταδιακή μετάβαση στον τρόπο πρόσληψης της μεσαίας τάξης τον 21ο αιώνα

 

Σε αντίθεση με όσα υποστήριζαν ο Μιλ και ο Τοκβίλ, ο 19ος αιώνας δεν σήμανε την αμετάκλητη είσοδο σε έναν κόσμο της μεσαίας τάξης, δεδομένου ότι ο 20ος φέρει τη σφραγίδα της εργατικής τάξης. Παρά το γεγονός ότι η σοσιαλδημοκρατία και ο κομμουνισμός γεννήθηκαν στην Ευρώπη, ο σοσιαλισμός της εργατικής τάξης έγινε ένα παγκόσμιο μοντέλο που έκανε την εμφάνισή του σε πολλά μέρη του κόσμου: στην Κίνα και στο Βιετνάμ, μετά τις επαναστάσεις που έγιναν εκεί και επηρέασαν όλη την Ανατολική και Νοτιοανατολική Ασία, στο επαναστατικό Μεξικό και στην Κούβα του Φιντέλ, στα μεγάλα προοδευτικά κινήματα της Λατινικής Αμερικής –στην Αργεντινή του Περόν και στη Βραζιλία του Βάργκας, για να μην αναφέρουμε το Εργατικό Κόμμα (PT) της σύγχρονης εποχής– και στους αντιαποικιακούς αγώνες –από το Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο του Νεχρού και τον αραβικό σοσιαλισμό μέχρι το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο στη Νότια Αφρική. Το εργατικό κίνημα ήταν μια μεγάλη δύναμη που συνέβαλε στη θέσπιση της αρχής της καθολικής ψηφοφορίας και στη δημιουργία του κράτους πρόνοιας. Ήταν ο κύριος –αν και σπάνια υποδειγματικός– σύμμαχος του φεμινιστικού και του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος. Σ’ αυτές τις επαναστατικές και μεταρρυθμιστικές περιόδους του 20ου οι μεσαίες τάξεις ήταν σε μεγάλο βαθμό σε χειμερία νάρκη· η παρουσία τους έγινε αισθητή στους καιρούς της ανόδου του φασισμού και του αυταρχισμού. Η κινητήρια δύναμη της εργατικής τάξης ως φορέα μεταρρυμίσεων έφτασε στο ανώτατο σημείο της γύρω στο 1980 και μετά άρχισε να μειώνεται με ταχύ ρυθμό.

Το τέλος του αιώνα της εργατικής τάξης είχε την οικονομική βάση του στην επιταχυνόμενη αποβιομηχάνιση και την χρηματιστικοποίηση του καπιταλιστικού πυρήνα· με έναν πιο έμμεσο τρόπο συνέβαλε και ένας κοινωνιολογικός παράγοντας: η κοινωνική διάλυση που προκάλεσε η πολιτιστική επανάσταση του 1968. Όμως αυτή η εξέλιξη δεν εξήγγειλε αμέσως μια νέα αυγή της μεσαίας τάξης. Ο δυτικός νεοφιλελευθερισμός ήταν αλλεργικός σε οποιοδήποτε είδος ταξικού λόγου και οι αντικομμουνιστές της Ανατολικής Ευρώπης προτιμούσαν να αυτοαποκαλούνται «κοινωνία των πολιτών», αν και μόλις γίνονταν κυβέρνηση υπέβαλλαν τα διαπιστευτήρια τους ως μεσαία τάξη. Αν, όπως υποστήριζε ο Χόμπσμπαουμ, η έννοια της μεσαίας τάξης γεννήθηκε στη Δύση, αυτή ξαναγεννήθηκε στην Ανατολή και στον Νότο. Στη δεκαετία του 1980 η μεσαία τάξη «ανακαλύφθηκε» στη συντηρητική Ανατολική Ασία ως προϊόν της ταχείας οικονομικής ανόδου των «τεσσάρων μικρών δράκων»: της Ταϊβάν, της Νότιας Κορέας, της Σιγκαπούρης και του Χονγκ Κονγκ. Οι μεσαίες τάξεις αναδύθηκαν ως μια σημαντική πολιτική δύναμη της περιοχής, παίζοντας έναν κεντρικό ρόλο στα πλατιά λαϊκά κινήματα που έβαλαν τέλος στις στρατιωτικές δικτατορίες της Σεούλ και της Ταϊβάν.

Στην Κίνα, η έννοια της μεσαίας τάξης βάδισε σε ένα πιο κακοτράχαλο μονοπάτι μέχρι να γίνει αποδεκτή. Στη δεκαετία του 1980 το κινεζικό ακαδημαϊκό ενδιαφέρον για τη μεσαία τάξη εμπνεύστηκε εν μέρει από τον αμερικανικό νεομαρξισμό του Έρικ Όλιν Ράιτ και των συναδέλφων του. Μετά από τη (σφαγή στην πλατεία) Τιενανμέν, το 1989, η κυβερνητική ορθοδοξία ξαναχτύπησε. Ένας διακεκριμένος κοινωνιολόγος, πιστός στην επίσημη κομματική γραμμή, το έθεσε ως εξής: η σοσιαλιστική Κίνα δεν θα μπορούσε να επιτρέψει την εμφάνιση μιας «μεσαίας τάξης», γιατί αυτό θα «ανέτρεπε το σοσιαλιστικό μας σύστημα». Ενώ η θεωρία της μεσαίας τάξης στη Δύση «υπάρχει για να καλύπτει την ταξική σύγκρουση», στις σοσιαλιστικές κοινωνίες «διαιρεί το προλεταριάτο, με τον διαχωρισμό από αυτό των επιχειρηματιών και των διανοουμένων, δημιουργώντας μιας υπονομευτική δύναμη».

Όμως, μετά από μια περίοδο σιωπής, άνοιξε πάλι η συζήτηση για τη μεσαία τάξη, και από το 2001 στον διάλογο επικράτησε το επιχείρημα ότι «σε κάθε κοινωνία η μεσαία τάξη είναι η πιο σημαντική δύναμη για τη διατήρηση της κοινωνικής σταθερότητας» –ένα μαξιλάρι μεταξύ των ανώτερων και των κατώτερων τάξεων, ο φορέας μετριοπαθών και συντηρητικών ιδεολογιών, και το επίκεντρο μιας ευρείας και σταθερής καταναλωτικής αγοράς. Για πολλούς κινέζους ερευνητές της δεκαετίας του 2000 η μεσαία τάξη έγινε επίσης ένα εξισωτικό ιδανικό, το κλειδί μιας κοινωνικής δομής που έχει το σχήμα του «καρπού της ελιάς» (ΣτΜ: δηλαδή, μιας δομής αντίθετης με την «πυραμιδική», με μια μεγάλη μεσαία τάξη και δύο μικρά άκρα που αντιστοιχούν το ένα στην ελίτ και το άλλο στις κατώτερες τάξεις). Η μετακομμουνιστική εννοιολογική αλλαγή που έγινε στο Βιετνάμ συμπυκνώνεται σ’ αυτό που είπε ο αναπληρωτής πρωθυπουργός, Χουάνγκ Τρουνγκ Χάι. Αναφερόμενος στο γεγονός ότι «έρχεται άλλο ένα δισεκατομμύριο καταναλωτών της μεσαίας τάξης», δήλωσε ότι «η κινητήρια δύναμη (της ανάπτυξης) στην Ασία θα είναι ο νεανικός πληθυσμός της μεσαίας τάξης». Τριάντα χρόνια πριν, ο προκάτοχός του θα θεωρούσε ως «κινητήρια δύναμη» την εργατική τάξη.

 

Το μέλλον της μεσαίας τάξης

 

Ο (σημερινός) λόγος για τη μεσαία τάξη πρέπει να αντιμετωπίζεται ως σύμπτωμα, δηλαδή ως έκφραση ευρύτερων διαδικασιών ανάπτυξης. Στον Βορρά, η επικρατούσα βιβλιογραφία για τη μεσαία τάξη είναι στην ουσία μια κριτική, αν και συχνά ανειλικρινής, της συνεχιζόμενης αύξησης της ανισότητας. Δεν είναι το αφήγημα μιας μεσαίας τάξης που κινδυνεύει από τα κάτω, από τα συνδικάτα ή από τα κρατικά βοηθήματα στους φτωχούς. Η συζήτηση αναφέρεται σε μια τάξη που έχει εγκαταλειφθεί, δεν είναι πια το ηγετικό πρότυπο και ο τρόπος ζωής που όλοι θαύμαζαν κάποτε. Με άλλα λόγια, ο λόγος για τη μεσαία τάξη είναι αντικειμενικά προοδευτικός, παρά την περιστασιακή αποκαλυπτική του αυτολύπηση. Θα μπορούσε και να υποδεικνύει την ανάγκη εφαρμογής μιας προοδευτικής φορολογίας. Όπως δείχνει η μελέτη του ΟΟΣΑ Under Pressure (Υπό πίεση), το «στρίμωγμα» της μεσαίας τάξης στο Βορρά επηρεάζει κυρίως τη γενιά των νέων και των ανθρώπων μέσης ηλικίας, όσους/ες γεννήθηκαν μετά το 1975–1980. Αυτή είναι η γενιά που στήριξε τις απρόσμενα επιτυχείς εκστρατείες του Κόρμπιν και του Σάντερς.

Το πεδίο της εργασίας είναι ένας άλλος χώρος συνάντησης της Αριστεράς, του εργατικού κινήματος και της μισθωτής μεσαίας τάξης. Υπάρχει μια έντονη αντίφαση μεταξύ αφ’ ενός της μισθωτής μεσαίας τάξης των καθηγητών, των εργαζόμενων στην υγεία, των υπαλλήλων των δημόσιων υπηρεσιών και των δημοσίων υπαλλήλων, και αφ’ ετέρου της καπιταλιστικής–διευθυντικής αντίληψης για την εργασία ως μέσο απόκτησης κέρδους, που έχει εισβάλει με αυξανόμενο δυναμισμό στον δημόσιο διάλογο. Αυτή η δεύτερη πρόσληψη της εργασίας είναι, και πρέπει να θεωρείται, προσβλητική για κάθε ελεύθερο επαγγελματία που υπερηφανεύεται για την τεχνογνωσία του και την ευχαρίστηση που παίρνει από την εγγενή αξία της εργασίας του. Η επερχόμενη ψηφιακή επανάσταση είναι πιθανόν να επιφέρει ένα πολύ σκληρό πλήγμα στα ελεύθερα επαγγέλματα, καθώς και στη μάζα των υπαλλήλων με τα άσπρα κολάρα. Ο ευρέως διαδεδομένος περιβαλλοντισμός της μεσαίας τάξης συγκρούεται ήδη με τους κτηματομεσίτες, τις αδίσταχτες εξορυκτικές εταιρείες και όλους όσους ευθύνονται για την ατμοσφαιρική ρύπανση.

Η αύξηση της «μεσαίας τάξης» στον Νότο, όπως και αν την ορίσουμε εκεί, είναι μέρος μιας γρήγορης και μεγάλης κλίμακας κοινωνικής αλλαγής που ουδέποτε θα δημιουργήσει μια κοινωνία με επίκεντρο τη βιομηχανία –και συνεπώς μια βιομηχανική, από κοινωνικοπολιτική σκοπιά, εργατική τάξη– δηλαδή μια κοινωνία παρόμοια με αυτήν που υπήρχε παλιά στον Βορρά. Η απασχόληση στη βιομηχανία και τη μεταποίηση έχει ήδη αρχίσει να μειώνεται στην Ασία και τη Λατινική Αμερική, και είναι εντελώς αδύνατο να αυξηθεί πέρα από τα σημερινά ασιατικά επίπεδα στην Αφρική. Η κοινωνική διάρθρωση των δυνάμεων που αγωνίζονται για την ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη θα είναι διαφορετική αυτή τη φορά.

H μεσαία τάξη έχει μια κεντρική θέση στον δημόσιο διάλογο στις αρχές του 21ου αιώνα, αντίστοιχη με αυτήν που είχε η εργατική τάξη έναν αιώνα πριν. Αυτό πρέπει να το κατανοήσουμε τόσο ως σύμπτωμα, δηλαδή ως δείκτη μιας βαθιάς κοινωνικής αλλαγής, αλλά και κριτικά ως ιδεολογία του καταναλωτικού καπιταλισμού. O κυρίαρχος λόγος για τη μεσαία τάξη είναι βαθιά –αν και όχι πάντα σκόπιμα– ιδεολογικός, αυξάνοντας υπερβολικά το μέγεθος μιας νεφελώδους οντότητας με ισχυρές πολιτικές συνδηλώσεις –τη μεσαία τάξη– και απεικονίζοντας έναν κόσμο καταναλωτών χωρίς παραγωγούς. Αυτός ο λόγος είναι επίσης παραπλανητικός, απλοποιώντας τις έννοιες τόσο της μεσαίας τάξης όσο και της φτώχειας. Η φτώχεια είναι πάντα σχετική, αφορά τους μεγάλους χαμένους της σημερινής άνισης κατανομής των πόρων, με τη μεσαία τάξη να βρίσκεται κάπου στο μέσο αυτής της κατανομής. Παραφράζοντας αυτό που ο Όσκαρ Γουάιλντ είχε πει για την Αγγλία και την Αμερική (ΣτΜ: Σε ένα σημείο του χιουμοριστικού διηγήματός του Το φάντασμα του Κάντερβιλ, ο Γουάιλντ γράφει με παιγνιώδη, σαρκαστική διάθεση: «Στις μέρες μας μοιραζόμαστε τα ίδια χαρακτηριστικά με την Αμερική, εκτός, φυσικά, από τη γλώσσα»), θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Παγκόσμιος Νότος και ο Παγκόσμιος Βορράς χωρίζονται από μια κοινή τάξη. Όμως, τα στοιχεία δείχνουν ότι αυτές οι δύο «μεσαίες τάξεις» συγκλίνουν στη λεωφόρο της ανισότητας του 21ου αιώνα. Οι μεσαίες τάξεις του Νότου προσέρχονται σ’ αυτήν από τη φτώχεια και αυτές του Βορρά από μια σχετική άνεση, αλλά φαίνεται πως σύντομα θα συναντηθούν, παλεύοντας και μοχθώντας, εγκαταλελειμμένες από μια αστική τάξη που γίνεται όλο και πιο πλούσια, και σε αβέβαιες σχέσεις με τις λαϊκές τάξεις των εργατών, του πρεκαριάτου και των ανέργων.

 

Μετάφραση: Χάρης Γολέμης

Γκόραν Θέρμπορν Ο Γκόραν Θέρμπορν είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet