Να μπαίνεις στην άλλη επικράτεια
Με την πρώτη καταιγίδα της χρονιάς
Αυτή που εξαγριώνει ισόποσα
ανθρώπους και θηρία
Εχθρός ανάμεσα σε εχθρούς
Και να συνεχίζεις φυλαγμένος.
Όψη τόσο ανώνυμη που γίνεται οικεία,
ανάμεσα σε βλέμματα που ναρκοθετούν
και μάτια που εποπτεύουν.
Το μήνυμα στο στήθος σφραγισμένο.
Άγνωστο σε σένα και άγνωστο σ’ αυτούς,
με έναν μονάχα παραλήπτη.
Τώρα προσπερνάς,
Τάφρους ανερμήνευτες και χάσματα μεγάλα σαν το τίποτα.
Αγκάθια ιερογλυφικά στο δέρμα σου,
Σημάδια από σαγόνια στους μηρούς σου.
Να κατεβαίνεις.
Μπαίνοντας όλο και πιο βαθιά στην επικράτεια
Λάμες γυμνές, μπηγμένα κέρατα
Να μετρούνε τα πλευρά σου.
Και συ να ψάχνεις τους δικούς σου
αυτούς που παρεισφρήσανε
με ένα μήνυμα στο στήθος σφραγισμένο.
Να συνεχίζεις.
Σε μια αποστολή
Καταδικασμένη να αποτύχει.
Αν και το ήξερες.
Επέλεξες.
Να λυτρωθείς από το αδύνατο προσπαθώντας το αδύνατο.
Και να που τώρα προχωράς
Όλο και πιο βαθειά στη διαταγή
Πέρα απ το σημείο που όλοι πιστεύαν πως θα φτάσεις.
Μα ο τόπος εδώ πριν κοιμηθεί σε απεύχεται
Και ο υδράργυρος ζητά πίσω τον πυρετό του.
Η επικράτεια κουρδίζει τις παγίδες της, εκτελεί τους μισθοφόρους
Φέρνει τη λίμα στον μηρό.
Διαρκώς σε πολιορκεί
Όπως ο καιρός το μνήμα.
Σπέρνουν με αλάτι την καμένη γη.
Σπέρνουν με δόντια οδούς και διαβάσεις
Γιατί γνωρίζουν για ένα μήνυμα σφραγισμένο
Και ένα στήθος που διέρχεται.
Φραγμένος.
Σπασμένος.
Λειψός.
Χρόνια μετά στην άλλη επικράτεια.
Γύρω σου ένα κίτρινο στραμπουλιγμένο
Και από το στόμα να φτύνει αντίχειρες .
Μα εσύ έφτασες.
Φραγμένος.
Σπασμένος.
Όρθιος.
Με την ανάσα σκόρπια εδώ.
Μόνο όση χρειάζεται για να απλώσεις το χέρι
Μόνο όση χρειάζεται τον φάκελο για να δόσεις
στους δικού σου.
Να μάθεις επιτέλους ποια εντολή εκτέλεσες
Να μάθεις ποιες λέξεις κατάφερες να παραδώσεις:
«Όποιος καταφέρει να φτάσει ως εδώ είναι επικίνδυνος.
Όμοια για φίλους ή εχθρούς.
Σκοτώστε τον.»
Και το αδύνατο να σε λυτρώνει απ το αδύνατο.