Στο Θέατρο Μικρό Χορν, η σκηνοθεσία του Γιώργου Παλούμπη στα Αξύριστα πηγούνια του Γιάννη Τσίρου καθιστά σαφείς τις προθέσεις του συγγραφέα να αντιμετωπίσει τη νοσηρότητα του σύγχρονου άνδρα, σε σχέση με τη γυναίκα, σήμερα. Ο τίτλος μοιάζει να υπονοεί ένα είδος απέχθειας προς το Ταυτό, του τύπου «φτου σας, ρε», ενώ –ένα βήμα παρακάτω– συνηγορεί υπέρ της γυναικείας χειραφέτησης, σωματικής και ψυχικής, γραμμή που επαληθεύεται διά του αφηγηματικού προσώπου, της κυρίας προϊσταμένης, στην πυραμίδα της εξουσίας.
Μέσα από τον κυκεώνα της θεατρικής γλώσσας που φαίνεται ότι ελέγχει άψογα, ο Γιάννης Τσίρος κατορθώνει να αναστρέψει τα δεδομένα ή πρότυπα του καλού συζύγου, επαγγελματία, συναδέλφου, για να εστιάσει στο ίδιο το πρόβλημα. Στο πώς λειτουργεί ένας άνδρας, όταν αποκτήσει ισχύ, όταν προσπαθεί να την αποκτήσει αλλά και όταν απλά αρνείται μεν αυτήν τη δόξα ισχύος, αναγκάζεται δε να συνυπάρξει με συμβιβασμένους ή διεφθαρμένους στο εργασιακό περιβάλλον.
Το έργο είναι δομημένο σε τρεις χαρακτήρες, υπαλλήλους νεκροτομείου. Ο Σάββας, που υποδύεται ο Γιώργος Πυρπασόπουλος, είναι ο επιτυχημένος, ο περισσότερο έμπειρος αλλά και ο πιο αδύναμος τελικά. Χρησιμοποιεί το χρήμα για να επιβληθεί, να νιώσει και να φανεί κυρίαρχος. Ο Κυριάκος, του Ηλία Βαλάση, είναι ο εξαρτημένος ανήμπορος, το αιωνίως θύμα, τύπου «δεν είχα άλλη επιλογή» και «πιέζομαι». Ο υγιής χαρακτήρας είναι ο Μαρινάκης, του Στέλιου Δημόπουλου, που είναι ο απλός και νεότερος υπάλληλος για τα προς το ζην.
Αναλύοντας τους χαρακτήρες, αρκεί να σημειωθεί ότι και οι δύο, Σάββας και Κυριάκος, εκμεταλλεύονται τη γυναίκα. Ο Σάββας - Πυρπασόπουλος το πράττει από θέση ισχύος και έξοχα στο παίξιμο, με φωνητικές διακυμάνσεις καθώς και με πηγαία ψυχικές εναλλαγές, φτάνοντας από την αδιαφορία στο θυμό και στο σύμπλεγμα ενοχής-ντροπής, επειδή μπορεί και θέλει, σύμφωνα με αυτό που υπαγορεύει το κείμενο. Ενώ ο Κυριάκος - Βαλάσης δρα από θέση αδυναμίας, επειδή πρέπει να γλιτώσει από τα βάρη. Σε μερικά σημεία, στην παράσταση της 7ης Οκτωβρίου 2021, αισθάνθηκα κάποιο ερμηνευτικό άγχος, αλλά συνολικά και αυτή η ερμηνεία είχε δυνατές στιγμές και συγκινησιακή φόρτιση. Ο ένας ήταν πιο δωρικός, ο άλλος πιο εξπρεσιονιστής.
Από την άλλη, ο χαρακτήρας του Μαρινάκη - Δημόπουλου είναι ο πιο ισορροπημένος κειμενικά. Συμβολίζει τον άντρα που έχει σπουδάσει, έχει συμφιλιωθεί με τα θηλυκά χαρακτηριστικά της φύσης του και δεν έχει ανάγκη από επιβολή στον εργασιακό χώρο. Είναι πραγματικός χαρακτήρας, φυσικά και θέλει να είναι αρεστός από το γυναικείο φύλο, στο μέτρο του ηθικού. Στην πορεία του έργου, ο δικός του λόγος αρχίζει να φέρνει τις ανατροπές σε σχέση με την ιδέα που είχαμε σχηματίσει για τους άλλους χαρακτήρες. Αν και συκοφαντημένος, προκύπτει ότι αυτός διασώζει ηθικά το πρότυπο του άντρα και ερμηνεύεται με σωστό έλεγχο, έκφραση και ένταση από τον Στέλιο Δημόπουλο.
Στο έργο, ο παράγων χρήμα είναι ο άλλος, ο αθέατος παρών στη σκηνή. Αν το οπτικοποιούσαμε, θα μπορούσαμε, σε ένα ρόμβο, να δούμε το Σάββα και απέναντί του, στην ευθεία, τον Κυριάκο. Στις αντικριστές κορυφές θα είχαμε τον Μαρινάκη και το χρήμα, τη νέα τάξη πραγμάτων που υπογραμμίζεται τραγικά από το έργο, σε σχέση με τη μετανάστευση και τις ευκαιρίες σταδιοδρομίας όσων χάνουν πατρίδα και τα έχουν όλα σε μία βαλίτσα.
Η δράση της παράστασης εκτυλίσσεται σε ένα νεκροτομείο. Ωστόσο, έχει προηγηθεί η γυναικοκτονία, η διαλεύκανση της οποίας εξετάζεται μέσα από την ιδιοσυγκρασιακή πλευρά των τριών χαρακτήρων και των σχέσεων μεταξύ τους. Σκηνοθετικά, η πρώτη εικόνα της παράστασης έρχεται από τη μετανάστρια - Μαρία Νεφέλη Δούκα, σε προβοκατόρικο ρόλο αισθησιακού χορού. Στη συνέχεια, μεταφερόμαστε στο νεκροτομείο, τα χρώματα του οποίου είναι συνδυασμένα ούτως ώστε ο χώρος να αποπνέει έναν αέρα μίζερου, παλιακού, κακόχρονης υγρασίας. Ο Σάββας είναι ο άνθρωπος του γραφείου και ο Κυριάκος στέκεται με την πλάτη στο κοινό. Κοιτάζει την νεκρή Ιρίνα.
Γενικότερα, το αστυνομικό κομμάτι δεν αναδιπλώνεται σε επαναλήψεις παρά μόνο για να αποκαλυφθούν οι τρωτοί χαρακτήρες, με τις ανάλογες ανατροπές που επισυμβαίνουν κλιμακωτά, στο πλαίσιο της θεατρικής έντασης, όπως ενορχηστρώνεται από το ίδιο το ρεαλιστικό ενέργημα της γλώσσας.
Ειδικότερα, στα Αξύριστα πηγούνια, ακούγονται ελληνικούρες από τον Σάββα - Πυρπασόπουλο, μόνο για να δούμε πόσο ο σύγχρονος άντρας, ο αστός, ενίοτε νομίζει ότι είναι ειδήμων και ανώτερος, πείθοντας –κατά τα φαινόμενα– για την επινοητικότητά του, την οποία επιστρατεύει ακόμη και για να προσβάλει τον συνάδελφό του χωρίς ίχνος ενσυναίσθησης. Βλέπει τον Κυριάκο - Βαλάση μετέωρο και, παρόλα αυτά, με τη στάση του, μοιάζει να του λέει «έλα, πέσε κι άλλο».
Σκηνοθετικά, το αποτέλεσμα της παράστασης απέδωσε ώστε να φωτίσει ακόμη και το μικρότερο –σε διάρκεια και λόγια ρόλο– της μετανάστριας - Ιρίνας. Ωραία η αντίθεση αρχής, πρώτης εικόνας και τελευταίας, με την Ιρίνα - Μαρία Νεφέλη Δούκα. Άρτια είναι όλη η πρόταση, το παίξιμο δεν αποσπά την προσοχή από το κείμενο, απεναντίας οι εκφράσεις πολλές φορές μάς υποδεικνύουν τη συνέχεια. Χωρίς να έχω δει την παράσταση στο θέατρο Πόρτα, βέβαια, η εκτέλεση, εδώ, μου άρεσε και εκτίμησα το κείμενο.
Το έργο έχει ξαναπαιχτεί με μεγάλη επιτυχία από το 2006 και για δύο σαιζόν στο Θέατρο «Πόρτα» σε σκηνοθεσία Θανάση Παπαγεωργίου με τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη, το Γεράσιμο Σκιαδαρέση, τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο και την Λαμπρινή Αγγελίδου.
Κείμενο: Γιάννης Τσίρος, Πρώτο Βραβείο νέου συγγραφέα, 2004, ΥΠΠΟ.
Διανομή: Γιώργος Πυρπασόπουλος, Ηλίας Βαλάσης, Στέλιος Δημόπουλος, Μαρία Νεφέλη Δούκα.
Σκηνοθεσία: Γιώργος Παλούμπης, σκηνικά/κουστούμια: Νατάσα Παπαστεργίου, σχεδιασμός φωτισμών: Βασίλης Κλωτσοτήρας, σχεδιασμός Ήχου: Αντρέας Μιχόπουλος
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη, Κυριακή, στις 8μμ, Πέμπτη, Παρασκευή, στις 9μμ, Σάββατο στις 6μμ, στο Θέατρο Μικρό Χορν (Αμερικής 10).