Το τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής (Πάντειο Πανεπιστήμιο) διοργάνωσε την περασμένη Τετάρτη διαδικτυακή ημερίδα με θέμα «Μετανάστες εργάτες γης στον καιρό της πανδημίας». Οι ομιλίες επικεντρώθηκαν στις εργασιακές συνθήκες, στο σοβαρό αδίκημα της καταναγκαστικής εργασίας, στην ανάγκη θεσμικής προστασίας των εργατών γης και στη θέσπιση αποτελεσματικών ελεγκτικών μηχανισμών εργοδοτικής αυθαιρεσίας.
«Ο αριθμός των μεταναστών-εργατών γης αυξάνεται την τελευταία δεκαετία και συνεισφέρει στην ανάπτυξη και στη συντήρηση της ποιότητας ζωής στην ύπαιθρο […] Η όξυνση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων που παρατηρήθηκε στην περίοδο της οικονομικής ύφεσης στις αστικές και ημιαστικές περιοχές δεν υπήρξε το ίδιο έντονη στην ύπαιθρο […] Οι πολιτικές θα πρέπει να συνάδουν με την επέκταση της ποιότητας ζωής», σχολίασε εισαγωγικά ο Απόστολος Παπαδόπουλος, διευθυντής του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, μιλώντας για ορισμένα χαρακτηριστικά της κοινωνικής και οικονομικής ταυτότητας της υπαίθρου. «Η σχέση μεταναστών-εργοδοτών πρέπει να ρυθμίζεται από σαφείς κανόνες. Πέρα από την εργασιακή αναγνώριση και τον ρόλο των εργατών γης, θα πρέπει να δοθεί βάρος και στην ενσωμάτωσή τους […] Στην πράξη σαφείς πολιτικές για την ενσωμάτωση των μεταναστών δεν υπάρχουν», συμπλήρωσε ο Α.Παπαδόπουλος.
Γενικευμένη επισφάλεια
Η Λουκία Μαρία Φρατσέα, επιστημονική συνεργάτις στο τμήμα Γεωγραφίας (Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο), αναφέρθηκε στο «επισφαλές νομικό καθεστώς» των μεταναστών εργατών γης, το οποίο συνδέεται με μια ολόκληρη σειρά κοινωνικών δικαιωμάτων. Στην «εργασιακή επισφάλεια» των χαμηλών αμοιβών και στην απουσία κοινωνικής ασφάλισης. Στην «επισφάλεια του χώρου εργασίας», αλλά και στην «επισφάλεια διαβίωσης», την «υπαρξιακή επισφάλεια» που συνδέεται με το βιοτικό επίπεδο και την αίσθηση του ανήκειν.
«Από τη δεκαετία του 1990 η εργασία των μεταναστών αποτελεί βασικό μοχλό της αγροτικής παραγωγής και ανάπτυξης στην Ελλάδα» σχολίασε η Λ.Μ. Φρατσέα παρουσιάζοντας «μοτίβα γεωγραφικής κινητικότητας» των μεταναστών και τη συνεισφορά τους στις τοπικές οικονομίες. Τόνισε όμως πως οι δυσμενείς συνθήκες στέγασης και η χωρική απομόνωση από την κοινότητα υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή και τις προοπτικές ένταξης των μεταναστών εργατών του αγροτικού τομέα.
Απουσία ελεγκτικών μηχανισμών
Η Θεοδώρα Σταθοπούλου, κοινωνική επιστήμονας, ασχολήθηκε κυρίως με το προβληματικό νομοθετικό πλαίσιο. Σημαντική ήταν και η αναφορά στο πρόβλημα στέγασης και στην έλλειψη ελεγκτικών μηχανισμών. «Ο εργοδότης-αγρότης που προσκαλεί με τη διαδικασία της μετάκλησης ένα πολίτη τρίτης χώρας να εργαστεί ως εποχικά απασχολούμενο πρέπει να του παρέχει κατάλληλο κατάλυμα. Ρωτήσαμε τις υπηρεσίες τί αποδεικτικά προσκομίζει ο εργοδότης πως παρέχει κατάλληλο κατάλυμα. Οι μισές μας απάντησαν ότι ζητούν αποδεικτικά όπως το μισθωτήριο συμβόλαιο ή παραχωρητήριο ή Ε9 […] Το άλλο ήμισυ μας απάντησε ότι δέχεται υπεύθυνη δήλωση του εργοδότη στην οποία δηλώνει ότι παρέχει κατάλληλο κατάλυμα στον εποχικά εργαζόμενο. Οι περισσότεροι απαντούν ότι δεν είναι δυνατός ο έλεγχος των στοιχείων που προσκομίζονται. Είτε γιατί δεν είναι σαφής από τη νομοθεσία τέτοια αρμοδιότητα, είτε γιατί δεν είναι σαφείς οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηριστεί ένα κατάλυμα κατάλληλο, είτε γιατί δεν επαρκεί το προσωπικό για να διεξάγει επιτόπιο έλεγχο η αρμόδια υγειονομική υπηρεσία. Αρκετές φορές η ίδια ιδιοκτησία χρησιμοποιείται σε πολυάριθμες αιτήσεις».
Τιμωρείται το θύμα και όχι ο θύτης
Ο δικηγόρος Βασίλης Κερασιώτης αναφέρθηκε στο εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα της καταναγκαστικής εργασίας και στην απουσία κρατικών μηχανισμών (ΣΕΠΕ) για την καταπολέμηση του φαινομένου. «Αν δεν έχεις έλεγχο στον αγροτικό τομέα από την πλευρά του κράτους, υπάρχει μια κατάσταση η οποία παραμένει αρρύθμιστη, στην “καλή θέληση” των εργοδοτών». Ανέδειξε μάλιστα και εξοργιστικές περιπτώσεις όπου τα θύματα βίας εργοδοτών έρχονται αντιμέτωπα με αποφάσεις απέλασης. Δηλαδή τιμωρείται ο εργαζόμενος-θύμα της εργασιακής βίας και όχι ο εργοδότης-θύτης. «Σκεφτείτε αν έχουμε ελέγχους οι οποίοι οδηγούν τελικά σε αποφάσεις απελάσης για πιθανά θύματα εμπορίας ανθρώπων, πως είναι δυνατό να έχουμε οποιοδήποτε αποτέλεσμα για την καταπολέμηση αυτού του φαινομένου;»
Αθέμιτες πρακτικές
Στη συνέχεια, ο Απόστολος Φωτιάδης, ερευνητής στα ρυθμιστικά κενά της εφοδιαστικής αλυσίδας αγροτικών τροφίμων, σημείωσε πως στη σχέση παραγωγών και μεγάλων αγοραστών-εμπόρων «υπάρχει μια κυριαρχία αθέμιτων πρακτικών. Οι μεγάλοι παίκτες στην αγορά εκμεταλλεύονται την ισχύ και τη θέση τους ώστε να επιβάλουν πολύ αρνητικούς όρους στους παραγωγούς και να ρίξουν τις τιμές. Σε πολύ μεγάλο βαθμό, η πίεση που ασκούν οι παραγωγοί στην εργατική δύναμη στον αγροτικό τομέα είναι αποτέλεσμα της δικής τους αδυναμίας [των παραγωγών] να διαπραγματευτούν ικανές τιμές με τους μεγάλους παίκτες στην αγορά. Για να μην επωμιστούν όλο το κόστος της αδύναμης θέσης που έχουν χρησιμοποιούν την ισχυρή θέση που έχουν ως εργοδότες για να μεταφέρουν τα κόστη που προκύπτουν στους εργαζόμενους. Μια τάση προς τα κάτω, στους πιο αδύναμους παίκτες στο σύνολο της εφοδιαστικής αλυσίδας», περιέγραψε χαρακτηριστικά.
Αστυνόμευση στο εσωτερικό
Ο μεταδιδακτορικός ερευνητής Απόστολος Καψάλης εστίασε στις συνθήκες αγροτικής εργασίας στη Μανωλάδα και στην τελείως διαφορετική πολιτική που εφαρμόζει η Ιταλία. «Σε ό,τι αφορά την κινητικότητα, έχουμε δύο αντίρροπες δυνάμεις. Από τη μία έχουμε, για πρώτη φορά, μια μαζική τάση για μετακίνηση των ανθρώπων αυτών προς το εξωτερικό. Ίσως και δύο-δυόμιση χιλιάδες από τους οκτώ-δέκα χιλιάδες που διέμεναν από τον Γενάρη μέχρι τον Μάιο στην περιοχή της Μανωλάδας έχουν καταφέρει να φύγουν στην Ιταλία και κάποιοι λιγότεροι στη Γαλλία. Αυτό συνέβη για δύο λόγους: Πρώτον, λόγω της αύξησης των διώξεων από την αστυνομία που έχουν ενταθεί από το 2020 και μετά για την μετακίνηση εκτός Μανωλάδας. Και κυρίως λόγω της είδησης ότι η Ιταλία το 2020, με αφορμή την αντιμετώπιση των συνεπειών λόγω της πανδημίας, προχώρησε σε μια περιορισμένη κλαδική νομιμοποίηση μεταναστών για να ικανοποιήσει τις ανάγκες στον αγροτικό τομέα και στον τομέα των υπηρεσιών υγείας. Σε αυτή την κλαδική νομιμοποίηση μπόρεσαν να ενταχθούν 200.000 από τους περίπου 700.000 χωρίς άδεια διαμονής», τόνισε ο Α. Καψάλης και επέστρεψε στο ζήτημα των αστυνομικών διώξεων. «Φέτος υπήρξαν πρωτοφανή σε έκταση και ένταση μέτρα αστυνόμευσης και ελέγχου των μεταναστών-εργατών γης που επιθυμούσαν –όπως κάνουν κάθε χρόνο– να μετακινηθούν μετά τη φράουλα, στην πιπεριά, στο κρεμμύδι στη Θήβα, στα καπνά στη περιοχή της Θεσσαλίας και σε άλλες καλλιέργειες. Οι φραουλοπαραγωγοί φέτος για πρώτη φορά είχαν μεγάλη έλλειψη σε εργατικά χέρια. Θα δούμε μεγαλύτερη έλλειψη σε 2-3 μήνες. Πάρα πολύ μεγάλες ελλείψεις σε εργατικά χέρια παρουσιάστηκαν στη Θεσσαλία, με όρους καταστροφής επιχειρήσεων […] Χρειάζεται έγκαιρα να προχωρήσουμε και εμείς σε μια συζήτηση για πρώτη φορά στην Ελλάδα για νομιμοποίηση μεταναστών-εργατών γης με κλαδικό πρόσημο. Αυτό δηλαδή που είναι συνηθισμένο σε γειτονικές χώρες. Είναι άμεση ανάγκη».
Ο Ηρακλής Μοσκώφ, εθνικός εισηγητής για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων συμφώνησε πως «υπάρχει προφανώς πρόβλημα και έλλειμμα εφαρμογής του νόμου και της προστασίας αυτών των ανθρώπων. Το θέμα της Μανωλάδας στο Συμβούλιο της Ευρώπης είναι εμβληματικό παράδειγμα καταστρατήγησης του πνεύματος και τους γράμματος της Σύμβασης του Συμβουλίου».
Στην ημερίδα παρουσιάστηκε και η start-up εταιρεία «Agro-U», η οποία προσπαθεί να φέρει σε επαφή των εργάτη με τον εργοδότη, προσπαθώντας να καλύψει την ανάγκη των παραγωγών για εύρεση εργατικών χεριών.
Η εκδήλωση συντονίστηκε από τη διευθύντρια του Εργαστηρίου Κοινωνικής Πολιτικής Θεοδοσία Ανθοπούλου και την υπεύθυνη συνηγορίας και νομικής συμβουλευτικής «Generation 2.0 RED», Σωτηρία Χήρα. Κατά την ολοκλήρωση της ημερίδας, η εξαγωγή συμπερασμάτων έγινε από τον κοινωνικό ανθρωπολόγο Μιχάλη Πέτρου ενώ στο ξεκίνημα απηύθυνε χαιρετισμό η πρόεδρος του τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής, Δέσποινα Παπαδοπούλου.