«Κατανοώ πως στην Ολλανδία έχετε την κουλτούρα να θέτετε ευθέως ερωτήματα προς τους πολιτικούς…», απάντησε οργισμένα ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης στη δημοσιογράφο Ίνγκεμποργκ Μπέγκελ κατά την κοινή συνέντευξη Τύπου με τον ολλανδό πρωθυπουργό Μαρκ Ρούτε, την Τρίτη, εννοώντας πως στην Ελλάδα, αντίθετα, η κυρίαρχη δημοσιογραφική κουλτούρα είναι οι εύκολες ερωτήσεις και το χάιδεμα της πολιτικής εξουσίας.
Σκοπός της δημοσιογραφίας, βέβαια, όπως καταγράφει και μία από τις 9 βασικές αρχές της δημοσιογραφίας, στις οποίες είχε καταλήξει, μετά από πολλές μελέτες και διαβουλεύσεις του κλάδου, η αμερικανική Επιτροπή Ανησυχούντων Δημοσιογράφων, είναι ότι «η δημοσιογραφία πρέπει να λειτουργεί ως ανεξάρτητος ελεγκτής της εξουσίας». Και αυτό ακριβώς έπραξε η δημοσιογράφος όταν ρώτησε τον πρωθυπουργό γιατί λέει ψέματα για τις επαναπροωθήσεις, παρά τα συνεχόμενα στοιχεία που προκύπτουν γι’ αυτές (οδηγώντας, μάλιστα, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ζητήσει από την κυβέρνηση να τις διερευνήσει, δημιουργώντας ειδικό μηχανισμό ελέγχου).
Ο Κ. Μητσοτάκης, όμως, αντί να απαντήσει ουσιαστικά στο ερώτημα ως όφειλε, βγήκε εκτός εαυτού, θεωρώντας προσβολή όχι το όντως δηκτικό σχόλιο της δημοσιογράφου περί ναρκισσισμού, αλλά το γεγονός ότι τόλμησε κάποιος να του κάνει ερώτηση για αυτό το θέμα, δικαιώνοντας ουσιαστικά έτσι και τον χαρακτηρισμό που του αποδόθηκε: «Δεν θα δεχτώ να εκτοξεύετε κατηγορίες και εκφράσεις που δεν βασίζονται σε στοιχεία…». Με την απάντησή του στη συνέχεια, άλλωστε, έδειξε πως όντως ψεύδεται τόσο καιρό, αφού παραδέχτηκε πως «αναχαιτίζουμε τα σκάφη που έρχονται από την Τουρκία, όπως είναι δικαίωμά μας βάσει των ευρωπαϊκών κανονισμών». Μόνο που δεν υφίσταται κανένα τέτοιο δικαίωμα από το Διεθνές Δίκαιο (βλ. σχόλιο Β. Παπαδόπουλου στο τέλος του κειμένου).
Η απάντηση του Κ. Μητσοτάκη όσο συνεχιζόταν, γινόταν όλο και χειρότερη για τον ίδιο, αλλά και για την εικόνα της χώρας όσον αφορά την ελευθερία του Τύπου, αφού όταν η Ίνγκεμποργκ Μπέγκελ του απάντησε πως έχει επισκεφθεί την κλειστή δομή της Σάμου, άρχισε να φωνάζει παιδιάστικα «όχι δεν έχετε πάει», ακολουθώντας τη λογική «αν δεν μας συμφέρει η αλήθεια, τόσο το χειρότερο γι’ αυτήν».
Παραβίαση ελευθερίας του Τύπου
«Με τον τρόπο που τοποθετήθηκε ο πρωθυπουργός διαφαίνεται ότι οι δημοσιογράφοι στην Ελλάδα δεν είναι ελεύθεροι να θέσουν επικριτικές ερωτήσεις στους πολιτικούς και την κυβέρνηση, αλλά ότι οι ερωτήσεις φλιτράρονται, ελέγχονται και προελέγχονται. Ταυτόχρονα, αυτό το επεισόδιο μπορεί να λειτουργήσει εκφοβιστικά προς τους δημοσιογράφους που θέλουν να ασκήσουν κριτική προς την κυβέρνηση, ακόμα και αν αυτό δεν συμβαίνει συχνά. Αυτή είναι μια πολύ σοβαρή συνέπεια που θα πρέπει να προσέξουμε», τονίζει στην «Εποχή» ο Γιώργος Πλειός, καθηγητής στο τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ και επισκέπτης καθηγητής στο τμήμα Κοινωνιολογίας του ΕΚΠΑ.
Το περιστατικό αυτό, όπως επισημαίνει ο ίδιος, αλλά και το International Press Institute, «συνιστά παραβίαση της ελευθερίας του Τύπου, γεγονός που θα επηρεάσει τη θέση της χώρας στις διεθνείς κατατάξεις για την ελευθερία του Τύπου, αλλά και τις αποφάσεις και τη συμπεριφορά των διεθνών δημοσιογραφικών οργανισμών προς τη χώρα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πολιτική αξιοπιστία της χώρας. Αν εμπεδωθεί διεθνώς αυτή η εντύπωση –και κυρίως στα ευρωπαϊκά όργανα– για την κατάσταση της δημοσιογραφίας και εν τέλει της δημοκρατίας στην Ελλάδα, ενδέχεται να δημιουργήσει προβλήματα ακόμα και στην ομαλή συμμετοχή της χώρας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, όπως συμβαίνει με την Πολωνία και την Ουγγαρία αυτή τη στιγμή. Δεν είναι, δηλαδή, απλώς ένα πολιτικό θέαμα αυτό που έγινε. Έχει πολιτικές προεκτάσεις, όπως και πολιτικές αφετηρίες».
Η εξάρτηση των ελληνικών ΜΜΕ
Δυστυχώς, όμως, πολλοί έλληνες δημοσιογράφοι και Μέσα αντί να υπερασπιστούν τη συνάδελφό τους και το ίδιο τους το λειτούργημα, έσπευσαν να της επιτεθούν, συγχαίροντας ταυτόχρονα τον πρωθυπουργό. Από τον Νίκο Χατζηνικολάου που την κατηγόρησε για χυδαία ψέματα και φιλοτουρκική στάση, τα Νέα που δημοσίευσαν μόνο τα προσβλητικά τουίτς εναντίον της και όχι αυτά που ασκούν κριτική στον πρωθυπουργό, τον ΣΚΑΙ που αμφισβήτησε ακόμα και την ιδιότητά της ως δημοσιογράφο, το Πρώτο Θέμα και άλλα σάιτς που λίγο–πολύ την παρουσίαζαν σαν παράνομη διακινήτρια μεταναστών, επειδή φιλοξενούσε αιτούντα άσυλο στο σπίτι της στην Ύδρα, μέχρι σεξιστικά δημοσιεύματα που γράφουν για τη «δημοσιογράφο–γεροντοκόρη που σπιτώνει μετανάστες» και εθνικιστικά παραληρήματα περί προβοκάτσιας.
Κανείς, βέβαια, δεν μπορεί να πέσει από τα σύννεφα για τη στάση κάποιων Μέσων. «Όσοι ασχολούμαστε με τα ΜΜΕ, μέσα από ελληνικές αλλά και διεθνείς μελέτες, γνωρίζουμε ότι στην Ελλάδα είναι εξαρτημένα από την πολιτική εξουσία (κυβερνήσεις, πολιτικά κόμματα, περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση κτλ). Μια εξάρτηση που επιβαρύνθηκε πολύ κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, καθώς τα Μέσα στερήθηκαν σημαντικούς οικονομικούς πόρους και έπρεπε να βασιστούν στην δανειοδότηση, η οποία βεβαίως έγινε με πολιτικά ανταλλάγματα. Αυτή η εξάρτηση επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο τώρα με την υγειονομική κρίση, καθώς στέρησε ακόμα περισσότερα έσοδα από τα ΜΜΕ και η χρηματοδότηση με τη λίστα Πέτσα ήταν μία βοήθεια. Δεν βοήθησε, βέβαια, όλα τα Μέσα το ίδιο, αλλά όπως έχουμε δει όλοι από τα ποσά, βοήθησε περισσότερο τα φιλοκυβερνητικά, προκειμένου να διασωθούν από την κρίση και να συνεχίσουν να παίζουν ακριβώς αυτόν τον ρόλο», εξηγεί ο καθηγητής Επικοινωνίας.
Κίνδυνος φίμωσης του Τύπου
Το μέλλον δε, προδιαγράφεται ακόμα χειρότερο για τη δημοσιογραφία στην Ελλάδα, καθώς η κυβέρνηση ψήφισε την Πέμπτη άρθρο (191) στις αλλαγές στον ποινικό κώδικα, βάσει του οποίου θα διώκεται όποιος διαδίδει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις, που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες στους πολίτες για την εθνική οικονομία, την αμυντική ικανότητα της χώρας ή τη δημόσια υγεία. Στο άρθρο εναντιώθηκαν, χωρίς να εισακουστούν και πάλι από την κυβέρνηση, η ΕΣΗΕΑ, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και αρκετοί ακόμα φορείς, καθώς καταστρατηγεί την ελευθερία του Τύπου.
«Είναι αναπόφευκτο πως θα χρησιμοποιηθεί για τη φίμωση του Τύπου, καθώς στον νόμο δεν ορίζεται τι ακριβώς θεωρείται ψευδής είδηση και άρα το δικαστήριο στο μέλλον θα αποφασίσει τι συνιστά αυτή βάσει των κοινών πεποιθήσεων. Για παράδειγμα, αν η κοινή γνώμη θεωρεί ότι το πέταγμα των φέιγ βολάν τρομοκρατούν εκείνον στον οποίο απευθύνονται και κάποιος γράψει το αντίθετο, αυτό θα μπορεί να θεωρηθεί ψευδής είδηση. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι η διάταξη του νόμου μιλά για ψευδείς ειδήσεις που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες κτλ. Το ερώτημα που εγείρεται εδώ είναι ποιος θα κρίνει, με ποια κριτήρια και με ποια τεκμηρίωση τι είναι ικανές να προκαλέσουν ειδήσεις που ασαφώς χαρακτηρίζονται ως ψευδείς; Καθίσταται σαφές ότι θα πρόκειται για κρίση και συνεπώς για απόφαση η οποία θα είναι αυθαίρετη και κατά το δοκούν. Πέραν αυτού εισάγεται μια επικίνδυνη πρακτική, να τιμωρείται όχι μια πράξη που έγινε αλλά μια πιθανολογούμενη, κι αυτό ακριβώς είναι το αυθαίρετο και αυταρχικό στοιχείο», εξηγεί ο Γιώργος Πλειός για τον κίνδυνο που θα αντιμετωπίσει και δια νόμου πια η ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα.
* * *
Επαναπροωθήσεις γίνονται
και είναι παράνομες
Η στάση του πρωθυπουργού πέραν του προβληματικού της χαρακτήρα όσον αφορά στην αντιμετώπιση του Τύπου, ανέδειξε για ακόμα μια φορά και το σοβαρό ζήτημα των συστηματικών παραβιάσεων των ελληνικών αρχών εις βάρος των προσφύγων. Παρά τις φωνασκίες του Κ. Μητσοτάκη για κατηγορίες χωρίς στοιχεία, υπενθυμίζεται πως έχουν υπάρξει πλείστες έρευνες και μαρτυρίες για επαναπροωθήσεις τα τελευταία χρόνια. Ενδεικτικά να αναφέρουμε δύο περιστατικά τον Νοέμβριο, το ένα στη Σάμο, το οποίου έλαβε γνώση και η γερμανίδα ευρωβουλεύτρια Κορνίλια Ερνστ που ήταν εκεί, και το άλλο στον Έβρο, όπου μάλιστα ο άνθρωπος βρέθηκε νεκρός στη νησίδα. Τον Οκτώβριο κάτοικοι της Σάμου και της Ικαρίας κατέγραψαν ακόμα δύο περιστατικά επαναπροώθησης προσφύγων που είχαν φτάσει στα νησιά. Την ίδια περίοδο στη δημοσιότητα είχε έρθει και η οχτάμηνη δημοσιογραφική έρευνα του Spiegel με αποδεικτικό υλικό διαφόρων επαναπροωθήσεων στην Ελλάδα. Σχετική έρευνα έχει δημοσιεύσει και η Διεθνής Αμνηστία για 21 καταγεγραμμένα περιστατικά μεταξύ Ιουνίου και Δεκεμβρίου 2020, όπως και το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες (ΕΣΠ) για 39 περιστατικά στον Έβρο, αλλά και πλείστες άλλες ανθρωπιστικές οργανώσεις.
«Η αρχή της μη επαναπροώθησης είναι θεμελιώδης αρχή του διεθνούς δικαίου. Η ανωτέρω αρχή δεν κάμπτεται ούτε σε περίπτωση μαζικών αφίξεων, αλλά ούτε και στην περίπτωση που κάποιος εμφανίζεται στα σύνορα μιας χώρας, και ζητά την προστασία αυτής της χώρας. Η ελληνική κυβέρνηση, όπως και οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επικαλούνται το δικαίωμά τους προστασίας συνόρων και άρνησης των παράνομων εισόδων στην επικράτειά τους. Αναχαίτιση (interception) το ονόμασε πρόσφατα ο έλληνας πρωθυπουργός και οι αρμόδιοι υπουργοί. Αυτό, όμως, που επιτάσσει το διεθνές δίκαιο είναι ότι εφόσον κρατικές αρχές συλλάβουν, ελέγξουν ή ασκήσουν γενικά κάθε πράξη που ανήκει στα κυριαρχικά τους δικαιώματα, οφείλουν να εξετάσουν αίτημα παροχής διεθνούς προστασίας που θα τους υποβληθεί καθ΄ οιονδήποτε (ακόμη και άτυπο) τρόπο. Έτσι, εφόσον ελληνικές αρχές αφαιρέσουν μηχανή από βάρκα, σπρώξουν ή σύρουν αυτή προς τα τουρκικά σύνορα, για να μην αναφέρουμε τη σειρά καταγγελιών περί απαγωγών και εξαφανίσεων ανθρώπων που έχουν ήδη αποβιβαστεί στη στεριά, ή σειρά άλλων που αναφέρουν εγκατάλειψη ανθρώπων στη θάλασσα σε σχεδίες, διαπράττουν παράνομη επαναπροώθηση, πέραν των λοιπών ποινικών αδικημάτων. Τα παραπάνω αποτελούν κατάκτηση του νομικού μας πολιτισμού από τη Σύμβαση της Γενεύης για τους πρόσφυγες και εξής, έτσι ώστε κάθε αμφισβήτησή τους να είναι επικίνδυνη για το κράτος δικαίου», τονίζει στην «Εποχή» ο Βασίλης Παπαδόπουλος, πρόεδρος του ΔΣ του ΕΣΠ.