Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Ποιες οι δύσκολες και κρίσιμες αποφάσεις που καλεί ο ΣΥΡΙΖΑ την κυβέρνηση να πάρει και συγχρόνως εκτιμά ότι αυτή δεν μπορεί;
Μιλώντας για την πανδημία, βρισκόμαστε, νομίζω, στην πιο δύσκολη και κρίσιμη φάση. Το χειρότερο με την κυβέρνηση δεν είναι ότι κάνει λάθη, αλλά ότι δεν μαθαίνει απ’ αυτά. Το αντίθετο. Όσο περνά ο καιρός λειτουργεί όλο και πιο αλαζονικά, όλο και πιο μακριά από το γενικό αίσθημα και αυτό οδηγεί σε νέα λάθη και τη χώρα σε έναν φαύλο κύκλο. Τα όποια μέτρα λαμβάνει, είναι αποσπασματικά και εντέλει αναποτελεσματικά. δεν πείθουν ότι βασίζονται σε επιστημονικά δεδομένα. Για να έχουμε μέτρα που θα είναι κοινωνικά αποδεκτά, χρειαζόμαστε μια επιτροπή ειδικών που θα είναι αξιόπιστη –και αυτό δεν σημαίνει ότι οι υπόλοιποι δεν είναι αξιόλογοι– και κυρίως μια κυβέρνηση που θα σέβεται τις εισηγήσεις τους. Τώρα, υπουργοί προδικάζουν στα κανάλια το τι θα πουν οι ειδικοί! Βάζουν το ζήτημα του πολιτικού κόστους μπροστά από τις ανάγκες της κοινωνίας. Οι αποφάσεις για την εκκλησία είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Η άποψη, όμως, ότι δεν μπορεί να κλείσει ξανά την οικονομία δεν πρέπει να μπει στο τραπέζι;
Εδώ που έχουμε φθάσει, είναι προφανές ότι η κοινωνία το τελευταίο που επιθυμεί είναι ένα νέο λοκντάουν, μετά από όλη αυτή την αναποτελεσματικότητα, την περιπέτεια, την ταλαιπωρία. Το οικονομικό, υγειονομικό και ψυχολογικό κόστος που έχει υποστεί είναι δυσθεώρητο. Γι’ αυτό από την πρώτη στιγμή είπαμε να υπάρξει μια διαδικασία συμβουλίου πολιτικών αρχηγών, ένας υπουργός Υγείας κοινής αποδοχής και επανήλθαμε με πρόταση να συγκροτηθεί εκ νέου Επιτροπή Ειδικών. Ως απάντηση, έχουμε τον υπουργό Υγείας να κουνά το δάκτυλο στον ΣΥΡΙΖΑ για το τι έκανε ως κυβέρνηση, αν είναι δυνατόν! Και έναν απαράδεκτο πρωθυπουργό να μιλά για σαμποτέρ!
Πού στηρίζεται η θέση ότι αν αυτή η κυβέρνηση δεν μπορεί, να φύγει;
Ο κ. Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του αντί να δεχτούν αυτές τις προτάσεις στοιχειώδους συνεννόησης για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε την κρίση που αποκτά χαρακτηριστικά καταστροφής επιτίθενται στην αντιπολίτευση. Είναι μια επιλογή που συνεπάγεται ότι αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για ό,τι συμβαίνει. Εδώ που έχουμε φθάσει, χρειάζονται, νομίζω, ριζικές παρεμβάσεις: για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης, τον εμβολιασμό, την ενίσχυση του ΕΣΥ, τη σοβαρή ιχνηλάτηση. Η ίδια η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας η κ. Γκάγκα, γιατρός στο ΕΣΥ, ομολόγησε ότι δεν μπορεί το ΕΣΥ να μετατραπεί σε σύστημα μιας νόσου. Γιατί όμως έχουμε φθάσει έως εδώ; Γιατί απουσιάζει από την αντίληψη της κυβέρνησης η σημασία που έχουν οι δημόσιες πολιτικές σε μια τέτοια στιγμή κρίσης! Αυτό είναι το υπόβαθρο. Όπως και για την ακρίβεια. Όταν εμείς καιρό πριν ζητούσαμε να παρθούν μέτρα μάς απαντούσε ότι θα τη ρυθμίσει η αγορά, έτσι και στο υγειονομικό κομμάτι κατά βάθος δεν πιστεύουν ότι οι δημόσιες πολιτικές μπορούν να αντιμετωπίσουν την πανδημία. Πρόκειται για μια αντίληψη βαθιά ιδεοληπτική για το πώς λειτουργεί η κοινωνία και η οικονομία: με την μικρότερη δυνατή παρέμβαση της πολιτείας. Είναι μια αντίληψη που μας οδηγεί στην καταστροφή.
Να έλθουμε στην Οικονομία. Ακούγοντας τους υπουργούς, νομίζουμε ότι βαδίζουμε επί της επιφανείας των υδάτων. Μπορεί το θαύμα να επαναληφθεί;
Και στην οικονομία, νομίζω, βρισκόμαστε μπροστά σε μια συνειδητή επιλογή της κυβέρνησης, να εξωραΐζει διαρκώς την πραγματικότητα. Επιχειρούν να πείσουν τους πολίτες ότι δεν ισχύει αυτό που βιώνουν, ισχύει κάτι άλλο. Ο πολίτης, πχ, ακούει για δισεκατομμύρια από το Ταμείο Ανάκαμψης και τα άλλα χρηματοδοτικά προγράμματα και την ίδια στιγμή βιώνει τεράστιο πρόβλημα ρευστότητας για τις μεσαίες – μικρές επιχειρήσεις, λόγω πλήρους απουσίας στήριξης από το τραπεζικό σύστημα, τεράστια νέα υπερχρέωση και εκρηκτικές ανατιμήσεις. Όλο αυτό το αφήγημα επιτυχίας καταρρέει από την ίδια την πραγματικότητα.
Για την ακρίβεια τι θα μπορούσε να γίνει;
Έχουμε προτείνει εδώ και μήνες ένα πακέτο μέτρων αναχαίτισης της ακρίβειας. Πρώτον, μια σοβαρή προσπάθεια ρύθμισης και ελέγχου των αγορών που λειτουργούν με όρους αισχροκέρδειας, κυρίως στην ενέργεια και το εμπόριο. Υπήρχαν προτάσεις ακόμη και από τη ΡΑΕ (Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας) για έλεγχο της χονδρεμπορικής αγοράς ενέργειας. Η κυβέρνηση τις αγνόησε. Δεύτερον, στοχευμένη ελάφρυνση φορολογικών υποχρεώσεων, όπως ο ειδικός φόρος κατανάλωσης σε ενεργειακά προϊόντα. Τρίτον, να αναπτυχθούν/να εφαρμοστούν ειδικά προγράμματα, όπως προτείνει η ΕΕ, στήριξης αυτών που θίγονται περισσότερο, (ευάλωτα νοικοκυριά, μεσαίες – μικρές επιχειρήσεις, ενεργοβόρες βιομηχανίες). Τέταρτον, η αύξηση του κατώτατου μισθού θα προστατεύσει τους πιο ευάλωτους και θα ενισχύσει το διαθέσιμο εισόδημά τους. Επιπλέον, η συζήτηση για το Ταμείο Ανάκαμψης και κυρίως για τον αναγκαίο αναπροσανατολισμό των κονδυλίων του, δεν μπορεί να γίνεται εν κενώ. Ζούμε πολλαπλές κρίσεις που απαιτούν συνολικό σχέδιο, πολιτική αντίληψη και ριζοσπαστικά μέτρα δημόσιας παρέμβασης
Το Ταμείο Ανάπτυξης επικρίνεται, ότι είναι σχεδιασμένο σαν να μην υπάρχει κρίση.
Θα έλεγα ότι είναι σχεδιασμένο από την κυβέρνηση για μια Ελλάδα προ δεκαπενταετίας, πριν το 2008, πριν δηλαδή τη μακρά και πολλαπλή κρίση που έχουμε περάσει. Για αυτό αποπνέει μια λογική business as usual. Προβλέπει υποδομές που θα γίνουν με τον παλαιό τρόπο εργολαβιών, στοχευμένα σε μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, ενώ τα δάνεια που θα πάρει η χώρα θα κατευθυνθούν από τις συστημικές τράπεζες στους αξιόχρεους, δηλαδή όσους δεν έχουν έτσι κι αλλιώς πρόβλημα χρηματοδότησης. Δεν θα ενισχύσει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τα δυναμικά νέα εγχειρήματα, τις νεανικές πρωτοβουλίες που αυτή τη στιγμή είναι αποκλεισμένα από τον τραπεζικό δανεισμό. Άλλες χώρες κινούνται αλλιώς. Η Γαλλία, πχ, σχεδιάζει το πρόγραμμά της με περιφερειακή διάσταση, ενώ εδώ, που έχουμε έντονες περιφερειακές ανισότητές, απουσιάζει πλήρως αυτή η διάσταση. Η Πορτογαλία ενοποίησε τρία δημόσια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και έφτιαξε μια αναπτυξιακή τράπεζα για να κατευθύνει τους πόρους του Ταμείου Ανάπτυξης, σχεδιασμένα. Εδώ, για την Αναπτυξιακή Τράπεζα ορίστηκαν μόνο 500 εκατ. από τα 12,7 δισ. που θα πάρουμε ως δάνεια. Αυτές οι επιλογές υπογραμμίζουν ότι ο κυβερνητικός σχεδιασμός εξαντλείται στην ανακύκλωση ενός παρωχημένου και αναποτελεσματικού εν τέλει μοντέλου ανάπτυξης.
Η συμπεριφορά της κυβέρνησης για τις μεσαίες τάξεις, είναι κυρίως ιδεολογικό ζήτημα;
Είναι βαθιά υλικό με την έννοια ότι οι μεσαίες τάξεις είναι εμπόδιο στην αναδιάρθρωση της οικονομίας που επιχειρεί η κυβέρνηση. Το έχουν πει οι υπουργοί της, το έχει γράψει στην έκθεσή του ο κ. Πισαρίδης. Η κύρια στρατηγική επιδίωξη της κυβέρνησης είναι η συγκεντροποίηση της οικονομίας, άρα η βίαιη εκκαθάριση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Η Νέα Δημοκρατία ευνοεί τις ολιγοπωλιακές δομές, των οποίων τις συνέπειες ζούμε τώρα, στην ενέργεια και στα τρόφιμα. Η δομή αυτή επιταχύνει και παροξύνει τις συνέπειες της κρίσης. Παρά λοιπόν τις ρητορικές διαβεβαιώσεις για τα δικαιώματα της μεσαίας τάξης, η κυβέρνηση στην ουσία την αντιμετωπίζει ως ένα ενοχλητικό εμπόδιο στο σχέδιό της για όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Ο πρωθυπουργός, ωστόσο, μετά τη συνάντηση με τους εκπροσώπους στην αρχή της εβδομάδας, ενώ είχαν προκηρύξει πανελλαδική απεργία για τις 11 Νοέμβρη, είπε ότι η στάση τους υπήρξε πολύ θετική…
Τα προβλήματα, που έθεσαν οι φορείς, είναι συγκεκριμένα. Πρώτον, δεν μπορεί να λαμβάνονται μέτρα που δημιουργούν, μέσω αθέμιτου ανταγωνισμού, επιχειρήσεις δύο ταχυτήτων. Θυμίζω ότι τα μέτρα που ανακοινώθηκαν δεν ισχύουν για τα σούπερ μάρκετ! Δεύτερον, έθεσαν ζητήματα στήριξης των επιχειρήσεων που εκ των πραγμάτων θα υπολειτουργούν για μια ακόμη φορά. Καταθέσαμε ήδη στη Βουλή ερώτηση γι’ αυτά τα δύο ζητήματα και ειλικρινά πιστεύω ότι το επόμενο διάστημα θα δούμε ότι ο συνδυασμός των κυβερνητικών μέτρων στην πανδημία και της κυβερνητικής αδράνειας στην ακρίβεια θα οδηγήσει επιχειρήσεις και εργαζόμενους σε πολύ δύσκολες καταστάσεις.
Εν τω μεταξύ, άρχισε ήδη η επιστροφή των συσσωρευμένων χρεών της πανδημίας ενώ μειώνεται, ξανά, η ζήτηση λόγω ακρίβειας και περιοριστικών μέτρων.
Είχαμε μιλήσει, εξαρχής, για ανάγκη επανεκκίνησης της οικονομίας με βιώσιμο και δίκαιο τρόπο. Δηλαδή, ρύθμιση των χρεών της πανδημίας, με κούρεμα της βασικής οφειλής. Χωρίς αυτό δεν μπορούμε να πάμε παρακάτω. Ρύθμιση, λοιπόν, όχι οριζόντια αλλά κατά κλάδο, μέγεθος, δυνατότητα αποπληρωμής. Είναι μέτρο στήριξης και τον επιχειρήσεων και της κοινωνίας και των δημοσίων οικονομικών. Σημειώνω το αυτονόητο: με κλειστές επιχειρήσεις δεν υπάρχουν δημόσια έσοδα.
Ο τομέας ευθύνης σου έχει μεγάλη σχέση, με το οξύ πρόβλημα της εποχής μας, την κλιματική κρίση. Η Γλασκώβη μάς κάνει απαισιόδοξους. Ποια η προσέγγισή σου;
Να θυμίσω αυτό που λέγαμε παλιά και εξακολουθεί να ισχύει: σκέψου παγκόσμια, δράσε τοπικά. Πολύ φοβάμαι ότι αυτή η συζήτηση στην Ελλάδα γίνεται με όρους επαρχιωτισμού: σαν η κλιματική κρίση να αφορά κάποιους άλλους, μεγάλους, κάπου μακριά, και εμείς αρκούμαστε στο να γράφομε εκθέσεις ιδεών. Όλοι πλέον ομνύουν στην ανάγκη της πράσινης μετάβασης και διεκτραγωδούν τα της κλιματικής κρίσης, αλλά πώς μεταφράζεται αυτό σε πολιτικές; Η Αριστερά, και ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμη περισσότερο, έχει μεγάλη ευθύνη στο να απαντήσει πειστικά στο ερώτημα αυτό. Πρέπει να είμαστε οργανικό κομμάτι της απάντησης και φοβάμαι ότι δεν είμαστε στον βαθμό που θα έπρεπε. Αυτό που συμβαίνει αυτές τις μέρες στη Γλασκώβη, και δυστυχώς ελάχιστα έχει απασχολήσει την εγχώρια δημόσια συζήτηση, θέτει δύσκολα ζητήματα που δεν μπορούμε, ειδικά εμείς, θα το επαναλάβω, να τα αποφεύγουμε ή να τα κρύβουμε πίσω από γενικόλογες διακηρύξεις. Εμείς, πρέπει να είμαστε οι πρώτοι που θα θέτουμε το αίτημα για μια συμπεριληπτική μετάβαση με κοινωνική συμμετοχή και δικαιοσύνη που θα αμφισβητεί και θα ανοίγει νέους δρόμους στον τρόπο που παράγουμε και καταναλώνουμε. Ο κ. Μητσοτάκης απαντά με νεοφιλελεύθερες ευκολίες για να δείξει ότι είναι “πράσινος”, πχ, ηλεκτρικά αυτοκίνητα, ποδηλατοδρόμους κ.ά. που αποκρύβουν μια σκληρή νεοφιλελεύθερη ατζέντα, όπως είδαμε στην περίπτωση της ΔΕΗ και των δικτύων ηλεκτρισμού και αερίου. Το θέμα είναι εσύ πώς απαντάς σ’ αυτό, πώς θα σταθείς αντιπαραθετικά αλλά και προωθητικά απέναντί του, να μιλήσεις για συνολικότερους μετασχηματισμούς. Το επαναλαμβάνω: το ζήτημα της μετάβασης είναι κατ’ εξοχήν πολιτικό. Και εκεί πρέπει να μιλήσουμε εξίσου πολιτικά.
Εδώ συναντάμε και τον ρόλο της αγοράς. Ποιος θα οδηγήσει τη μετάβαση;
Πρέπει να μιλήσεις για τρία πράγματα: τον ρόλο της αγοράς, τον ρόλο της κοινωνίας και τον ρόλο του κράτους. Αγορά με κανόνες και με αυστηρή ρύθμιση, κράτος που σχεδιάζει δημόσιες πολιτικές και κοινωνία που συμμετέχει σ’ όλη αυτή τη διαδικασία. Σημασία έχει το πολιτικό σχέδιο που σχεδιάζεις και υλοποιείς. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε με ένα μοντέλο που μοναδικό κριτήριο έχει το κέρδος. Δεν μπορεί το κριτήριο για την ανάπτυξη και την ποιότητά της να είναι μόνο η, καθόλου αμελητέα βεβαίως, μεγέθυνση του ΑΕΠ. Μπαίνουν όμως και άλλα ζητήματα, όπως δείκτες κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων, αποκλεισμού και φτώχειας, επιμερισμού του κόστους της μετάβασης και κοινωνικής συμμετοχής στα κέρδη. κ.ά. Όλα αυτά πρέπει να τα συμπεριλάβουμε στην ανάλυσή μας, στο πρόγραμμά μας ως εναλλακτικό σχέδιο στον νεοφιλελεύθερο δρόμο για την πράσινη μετάβαση. Γιατί μετάβαση θα γίνει. Το θέμα είναι αν θα γίνει με όρους αγοράς ή με όρους κοινωνίας.
Θα μπουν στο επικείμενο συνέδριο όλα αυτά;
Το ελπίζω και πρέπει να δουλέψουμε με βάση αυτό. Να κάνουμε ένα ανοιχτό, δυναμικό και δημοκρατικό συνέδριο που θα ασχοληθεί με αυτά τα κρίσιμα ζητήματα της εποχής μας. Που θα απευθύνεται στην κοινωνία και δεν θα αναλώνεται σε εσωστρεφείς μάχες χαρακωμάτων. Συνέδριο προγραμματικής εμβάθυνσης όπου τα κείμενα δεν θα είναι κτήμα μόνο των συντακτών τους, αλλά αντικείμενο συζήτησης και διαλόγου με το σύνολο του κόμματος και μέσω αυτού ολόκληρης της κοινωνίας. Το συνέδριο πρέπει να είναι η στιγμή αποκρυστάλλωσης της νέας αρχής: νέα αρχή για τον ΣΥΡΙΖΑ και νέα αρχή για τη χώρα με μία αριστερή προοδευτική διακυβέρνηση.