Ή τo παράπονο ενός «συνταξιούχου επαναστάτη»
Προδημοσιεύουμε ένα κεφάλαιο από το νέο βιβλίο του Κυριάκου Αθανασίου, «Από τη Ρωμιοσύνη στα Λιανοτράγουδα», μια βιωματική αναδρομή στην πορεία ζωής των ανθρώπων της μετεμφυλιακής γενιάς, δομημένη σε περιστατικά που έχουν αφορμή κάποιο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη.
Δρόμοι που χάθηκα
γωνιές που στάθηκα
δάκρυα που πίστεψα
παιχνίδια στο νερό.
Πικρό το βράδυ φτάνει.
Νύχτες που έκλαψα
γέφυρες που έκαψα
άστρα π’ αγάπησα
πού πάω και τι θα βρω.
Πικρό το βράδυ φτάνει…
Λόγια που ξέχασα
φίλοι που έχασα
καημέ μεγάλε μου
ας πάμε τώρα οι δυο.
Πικρό το βράδυ φτάνει…
Τα λόγια του τραγουδιού και τα λόγια του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη μου ήρθαν στο νου και μου έρχονται ακόμη κάθε φορά που θυμάμαι τη συνάντηση με τον κυρ Μιλτιάδη τον Πελώνη. Έναν από τους τελευταίους επιζώντες συντρόφους και συναγωνιστές του πατέρα μου.
Τον συνάντησα στις αρχές της δεκαετίας του 2000, σε μια προσπάθεια να μαζέψω όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσα για τη συγγραφή του βιβλίου μου «Υιός Συμμορίτου». Θα πρέπει να κόντευε, τότε, τα ενενήντα του χρόνια.
Ήταν ένας από τους τρεις τελευταίους επιζώντες του Εμφυλίου που αναφέρω στο βιβλίο μου. Ο ένας ήταν ο θείος μου ο Θανάσης, ο μικρότερος αδερφός του πατέρα μου, που καταδικάστηκε από το στρατοδικείο σε θάνατο αλλά δεν εκτελέστηκε η ποινή του και «τη γλίτωσε» με έντεκα χρόνια εξορία και φυλακές.
Ο δεύτερος, ο Λούκας ο Πανούσης, ήταν εκείνος που με πληροφόρησε για την τύχη του μεγαλύτερου αδερφού του πατέρα μου, του Θοδωρή. Για χρόνια κυκλοφορούσε η φήμη στο χωριό μου, εκεί κοντά στη Θήβα, πως ήταν ζωντανός και είχε διαφύγει στις χώρες του ανατολικού μπλοκ. Που το επίσημο ελληνικό κράτος τις ονόμαζε τότε με μία λέξη, το «παραπέτασμα».
«Ποιο παραπέτασμα και κουραφέξαλα. Σκοτώθηκε κάπου κοντά στο Καρπενήσι. Πήγαμε να μαζέψουμε τα πτώματα των συντρόφων μας καθώς υποχωρούσαμε προς τα Άγραφα. Αναγνώρισα το μισοφαγωμένο πτώμα από τη θήκη του όπλου. Εγώ του την είχα χαρίσει».
Τον συνάντησα κατά λάθος στην είσοδο του χωριού μου, όταν καταμεσής της χούντας πήγα να πάρω ένα πιστοποιητικό γάμου των γονέων μου για την έκδοση διαβατηρίου.
Η γιαγιά μου η Χάιδω είχε μείνει χήρα με τρία ορφανά μετά το θάνατο του κυρ Τάσου, του πρώτου της άντρα, όταν εμφανίστηκε και τη ζήτησε αυτός ο μάστορας από τη Βόρεια Ήπειρο. Ο παππούς μου ο μπαρμπα-Πέτρος. Έκαναν τρία αγόρια μαζί. Τον Θοδωρή, τον πατέρα μου τον Βασίλη και τον Νάσο. Δεν της έμεινε κανένας από τους τρεις. Ο ένας, ο πατέρας μου, δολοφονήθηκε στη φυλακή, ο άλλος «αγνοούμενος» και ο τρίτος στη φυλακή.
Το θείο μου τον Θοδωρή, όπως και τον πατέρα μου, τον ήξερα μόνο από τη φωτογραφία. Ήταν και οι δυο τους δίπλα δίπλα, όπως τους είχε ενώσει ο φωτογράφος, μάλλον από άσχετες φωτογραφίες. Πρόσωπο κανονικό, γαλανά μάτια, μάλλον σκληρό βλέμμα, πυκνά φρύδια. Το βλέμμα του έδειχνε άνθρωπο αποφασιστικό, ηγετικό. Αργότερα έμαθα πως ήταν από τα σκληροπυρηνικά μέλη του παράνομου ΚΚΕ στην περιοχή.
Στρατολογήθηκε νωρίς στις τάξεις του κόμματος και του ΕΑΜ όταν βρέθηκε, πριν τον πόλεμο, να δουλεύει σερβιτόρος στην Αθήνα. Νομίζω ότι ήταν αυτός που μύησε τα άλλα αδέλφια στο μαρξισμό-λενινισμό. Στην πραγματικότητα, αυτός ήταν που ξεκίνησε όλη την ιστορία της οργάνωσης στο χωριό. Μια οργάνωση που στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής θα φτάσει, σύμφωνα με τον κυρ-Μιλτιάδη, να αριθμεί μέχρι και διακόσια μέλη.
Η γιαγιά η Χάιδω δεν πίστεψε ποτέ ότι ο γιος της ο Θοδωρής είχε σκοτωθεί στη διάρκεια του εμφυλίου. Είχε πάντα την ελπίδα ότι βρίσκεται κάπου στο «παραπέτασμα», όπως ψιθυριζόταν στο χωριό, και πως κάποτε θα έπαιρνε νέα του, όταν θα έστρωναν τα πράγματα. Πέθανε χωρίς να στρώσουν τα πράγματα και χωρίς να πάρει ποτέ νέα του γιου της.
Την αλήθεια την έμαθα από τον Λούκα τον Πανούση:
«Ο θείος σου ο Θοδωρής σκοτώθηκε σε μία μάχη κοντά στο Καρπενήσι. Αναγνώρισα το πτώμα του από τη θήκη του περιστρόφου που είχαν οι αξιωματικοί του Δημοκρατικού Στρατού. Το πτώμα ήταν παραμορφωμένο, αλλά η θήκη του όπλου πρόβαλλε έξω από το χιόνι».
Έχοντας μεγαλώσει μέσα σε ένα κοινωνικό περίγυρο όπου η μάνα μας, σε μια προσπάθεια επιβίωσης, προσπάθησε απελπισμένα να μας απαλλάξει από το «στίγμα» των παιδιών ενός δολοφονημένου αριστερού αντάρτη, ήξερα πολύ λίγα για τον πατέρα μου, που δεν τον θυμάμαι καθόλου, μια και όταν πέθανε ήμουν περίπου ενός έτους.
Φανταστείτε όμως τη σκηνή με τον Λούκα. Δικτατορία, μαύρη χούντα, εγώ θρησκευόμενος με συνειδητή απόρριψη της κομουνιστικής ιδεολογίας, μια ζωή να προσπαθώ να κρύψω το παρελθόν της οικογένειας, και να ακούω εκεί τον Λούκα τον Πανούση, άρτι αποφυλακισθέντα από τις φυλακές της χούντας, να μου λέει:
«Θα πρέπει να είσαι υπερήφανος για τον πατέρα σου. Ήταν ένας ήρωας».
Εγώ όμως, όπου φύγει φύγει. Τι κρίμα… Θα μπορούσα να μάθω τόσα… Όσα συγκέντρωσα αργότερα λέξη λέξη, φράση φράση, από ’δω κι από ’κει. Με το σταγονόμετρο.
Καλή ώρα, όπως αυτά τα λίγα που μου είπε ο κυρ Μιλτιάδης.
Τον συνάντησα κάπου στη Δραπετσώνα, λίγο πριν το τέλος της ζωής του.
Μια ζωή άκουγα για τον προτελευταίο σύντροφο του πατέρα μου που ήταν ακόμη στη φυλακή. Οικογένεια από τις πιο εύρωστες στο χωριό. Με πρόβατα και χωράφια. Στρατολογήθηκε στο κόμμα και έγινε ο γραμματέας της οργάνωσης του χωριού.
«Έζησα, διότι με συνέλαβαν το ’45 και με καταδίκασαν σε θάνατο. Γύρισα πολλές φυλακές, αλλά τον πιο πολύ χρόνο τον πέρασα στην Κέρκυρα. Που ήταν και η πιο βαριά φυλακή απ’ όλες. Έφτασα λίγο πριν το εκτελεστικό απόσπασμα τρεις τέσσερις φορές, αλλά τελευταία στιγμή δεν εκτελέστηκε η απόφαση».
Αναρωτήθηκα αν υπήρχαν στ’ αλήθεια τέτοιες αποφάσεις ή ήταν μέρος του συνεχούς βασανιστηρίου των φυλακών. Ποιος ξέρει. Να σε πηγαίνουν όμως στο εκτελεστικό απόσπασμα ξανά και ξανά!... Να έρχεσαι ξανά και ξανά πρόσωπο με πρόσωπο με το θάνατο! Πώς να είναι αυτές οι ώρες; Τουλάχιστον να πίστευες στην αιώνια ζωή!...
Έχοντας μια ζωή υπηρετήσει το κόμμα, το ΚΚΕ φυσικά, μέσα σε συνθήκες παρανομίας, έβλεπε με άπειρη επιφύλαξη οποιονδήποτε δεν ερχόταν με περγαμηνές από τον κομματικό μηχανισμό. Ήταν μάλλον πληροφορημένος πως εγώ ήμουν από τους «άλλους». Τους ρεβιζιονιστές, όπως αποκαλούσαν οι «από ’κει» τους ανανεωτικούς. Του έπαιρνα τα λόγια με το τσιγκέλι.
Μου διηγήθηκε κάποια λίγα πράγματα, σαν να έκανε αγγαρεία. Για το πώς έφτασε η οργάνωση του ΕΑΜ να αριθμεί κάπου διακόσια μέλη μέσα στην Κατοχή. Για το πώς σκόρπισαν από ’δω κι από ’κει, άλλοι σκοτωμένοι, άλλοι στην εξορία. Άλλοι τρελαμένοι. Και άλλοι ανανήψαντες.
Μου διηγήθηκε πώς έμεινε αρκετές φορές σπίτι μας, πριν τον πιάσουν. Πώς έμεινε η περιουσία στα αδέλφια του. Κάποια λίγα για τον πατέρα μου.
Η μάνα μας μας είχε διηγηθεί για την εποχή μετά τη Βάρκιζα, που, όπως είναι γνωστό, πολλοί αριστεροί άφηναν τα χωριά και μαζευόντουσαν στις πόλεις. Που έπρεπε κι αυτή με τον πατέρα μας να εγκαταλείψουν το χωριό και να εγκατασταθούν στην Κοκκινιά. Για το σπίτι που νοίκιαζαν τότε, μία κάμαρη και μία κουζίνα, που είχε γίνει κέντρο διερχομένων. Που φιλοξενούσαν δύο και τρεις καμιά φορά «συνταξιούχους αντάρτες» που δεν είχαν πού την κεφαλήν κλίναι. Που έπρεπε να τους μαγειρεύουν, να τους πλένουν και να τους ξεψειρίζουν. Και να έχει γεννηθεί μόλις και ο αδερφός μου ο Πέτρος.
«Έμεινα κι εγώ κάποιες φορές στο σπίτι σας, στην Κοκκινιά».
Τον μελετούσα και προσπαθούσα να δω πίσω από το ανθρώπινο ερείπιο τα σημάδια ενός ηρωικού παρελθόντος. Κομμάτι δύσκολο. Κι εκεί που νόμισα πως τελειώσαμε, τον άκουσα να ξεστομίζει:
«Τι καταλάβαμε, Κυριάκο; Δεν νιώσαμε το γυναικείο χάδι. Δεν κάναμε οικογένεια. Όλο με τους δεσμοφύλακες. Στα σίδερα. Στη μούχλα και την υγρασία. Δεν ζήσαμε…»
Ψέλλισα κάτι για «ήρωες της Ιστορίας» για «ιδανικά» και κάτι τέτοια.
Έφυγα και δεν τον ξαναείδα. Και κάθε φορά που ακούω το τραγούδι, το μυαλό μου κολλάει στο στίχο «Πικρό το βράδυ φτάνει». Και μέσα μου νιώθω να κυλάει ένα δάκρυ. Και δεν ξέρω, είναι τάχα για τον κυρ Μιλτιάδη; Είναι τάχα για τον πατέρα μου ή είναι για όλη αυτή τη χαμένη γενιά των ηττημένων που δεν πρόλαβαν να ζήσουν;