Λίγο-πολύ τα γεγονότα είναι γνωστά. Όχι βέβαια γιατί έτυχαν της δημοσιότητας που τους άρμοζε – η συντριπτική πλειονότητα των τηλεοπτικών καναλιών, όπως αναμενόταν άλλωστε, τα αγνόησε παντελώς. Λες και τον καιρό του διαδικτύου και της ταχύτητας της πληροφορίας, μπορεί οτιδήποτε να κρυφτεί…
Η αποκάλυψη της «Εφημερίδας των Συντακτών» και του δημοσιογράφου Δημήτρη Τερζή για παρακολουθήσεις πολιτών από την ΕΥΠ, αλλά και η εξοργιστική, παρά την εν τέλει ακύρωσή της, κλήση εν ενεργεία βουλευτή –του Παύλου Πολάκη– για κατάθεση στην εισαγγελία, και μάλιστα στο τμήμα εκείνο που ασχολείται με εγκλήματα κατά του κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος(!), χωρίς να έχει διαβιβαστεί σχετικός φάκελος στη Βουλή, δημιουργούν ένα προηγούμενο που παραπέμπει σε μέρες σκοτεινές και περιόδους που όλες –υποτίθεται– οι δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου ξορκίζουν.
Χρειάστηκε να περάσουν δύο ημέρες απόλυτης σιωπής από την πλευρά της κυβέρνησης –με τον ΣΥΡΙΖΑ από την πρώτη στιγμή να ζητάει εξηγήσεις και να καλεί τον διοικητή της ΕΥΠ στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής– για να τοποθετηθεί ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επί των αποκαλύψεων της εφημερίδας. Και να λέει, τι; Να επιβεβαιώνει επί της ουσίας το δημοσίευμα, να μιλά –επιτιθέμενος στον ΣΥΡΙΖΑ– για τον εθνικό ρόλο της ΕΥΠ η οποία «δεν πρέπει να εργαλειοποιείται στην πολιτική αντιπαράθεση» και να ταυτίζει τις παρακολουθήσεις με τον «υβριδικό πόλεμο» στον Έβρο, αναδεικνύοντας έτσι το αφήγημα του εσωτερικού εχθρού!
Από την άλλη πλευρά, στην περίπτωση Πολάκη, να αποδίδεται σε λάθος εκ παραδρομής η κλήτευση και να ζητείται συγγνώμη, αλλά να μην εξηγεί κανείς πώς μια υπόθεση συκοφαντικής δυσφήμισης –και μάλιστα του… γνωστού και μη εξαιρετέου Μένιου Φουρθιώτη– καταλήγει να διερευνάται από το συγκεκριμένο τμήμα της εισαγγελίας. Αν σε αυτά συνυπολογίσει κανείς τόσο την προ ημερών τροπολογία με την οποία δίνεται η δυνατότητα σε εν ενεργεία δικαστές να αποσπώνται στην κυβέρνηση, όσο και την αναθεώρηση του άρθρου 191 περί διασποράς ψευδών ειδήσεων και την απόπειρα φίμωσης της ελεύθερης έκφρασης, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως έχουμε μπει σε πολύ επικίνδυνες ατραπούς. Αυτό που δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό είναι το γιατί, με δεδομένη αυτή τη νέα πραγματικότητα, δεν έχουν ξεσηκωθεί μέχρι και οι πέτρες. Γιατί αυτή η ωμή παραβίαση του Συντάγματος –η παρακολούθηση δηλαδή πολιτών, πολιτικών εκδηλώσεων και δραστηριοτήτων, όπως αποδεικνύεται από τα έγγραφα της ΕΥΠ που δημοσιεύονται στην ΕφΣυν– δεν δημιουργεί μείζον πολιτικό γεγονός; Γιατί η ύβρις, η οποία διαπερνά τη φράση «δεν νοσταλγούμε γερασμένα συνθήματα» –στο μήνυμα του Κυριάκου Μητσοτάκη για την επέτειο του Πολυτεχνείου– δεν εκλαμβάνεται ως αυτό που πραγματικά συνιστά: κατεξοχήν προσβολή της ιστορικής μνήμης; Και γιατί, τελικά, η αργή, αλλά σταθερή μείωση της δημοκρατίας, δεν ενεργοποιεί τα αναμενόμενα ανακλαστικά;
Ζούμε σε μια «ελαττωματική δημοκρατία», σύμφωνα με τις διεθνείς προδιαγραφές. Η ετήσια έκθεση του Economist Ιntelligence Unit, που δίνει μια σφαιρική εικόνα των δημοκρατικών επιδόσεων ανά τον κόσμο, κατατάσσει την Ελλάδα 39η στον κόσμο και 20η στην Ευρώπη, δίνοντάς της συνολικό σκορ 7,43 (κλίμακα 0–10) και καταδεικνύοντας ως μεγαλύτερο «αγκάθι» τη λειτουργία της γενικής κυβέρνησης, με 4,86. Χρειάζονταν τα στατιστικά στοιχεία για να το αντιληφθούμε; Προφανώς και όχι. Σε όλους τους τόνους και με όλους τους τρόπους γίνεται καθημερινά εμφανές ότι η κυβέρνηση της ΝΔ, για λόγους που έχουν να κάνουν τόσο με το ιδεολογικό της υπόβαθρο όσο και με την εκλογική της απήχηση, δεν διστάζει να προχωρά σε κινήσεις και αποφάσεις που παραπέμπουν σε άλλου είδους εποχές και καθεστώτα. Νέες μέθοδοι, αλλά παλιές πρακτικές –το παρελθόν της ΕΡΕ, καραδοκεί άλλωστε– σχεδόν απόλυτος έλεγχος της πληροφορίας, ξεκάθαρη η διαχείρισή της μέσα σε ένα ενιαίο μπλοκ με την εξουσία, συρρίκνωση δημοκρατικών λειτουργιών υπό τον μανδύα ψηγμάτων φιλελευθερισμού.
Είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης ο Βίκτορ Όρμπαν του ευρωπαϊκού Νότου, όπως συχνά ακούγεται;
Ας θυμηθούμε την άποψη ενός ζάπλουτου ανθρωπιστή, δωρητή της διεθνούς κοινωνίας των πολιτών, έτσι όπως τη μετέφερε, γράφοντας στην «Εποχή» (7/3/21), ο Δημήτρης Χριστόπουλος. Σε μια μεταξύ τους συνομιλία, όταν αυτός αναρωτήθηκε «έχει νόημα η βοήθεια της κοινωνίας των πολιτών στην Ελλάδα, η οποία φαίνεται πως θα καταλήξει σαν την Ουγγαρία;», και στις αιτιάσεις του Χριστόπουλου –πρόεδρου, τότε, της Διεθνούς Ομοσπονδίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου– ότι η ΝΔ υπήρξε ανέκαθεν μια σύνθεση παραδοσιακής λαϊκής δεξιάς παράταξης και φιλελεύθερου ευρωπαϊκού κεντροδεξιού κατεστημένου, ο συνομιλητής του του απάντησε: «και ο Όρμπαν κάπως έτσι ξεκίνησε: ως μια ουγγρική παραλλαγή μετάβασης στη φιλελεύθερη δημοκρατία του μεταπολιτευτικού “ανήκομεν εις τη Δύση” και στο τέλος κατέληξε σε αυτό που είναι σήμερα. Ο εκφασισμός μιας κοινωνίας δεν γίνεται με πορεία προς την πρωτεύουσα. Αυτό έγινε άπαξ. Εκφασισμός είναι η βαθμιαία μετάλλαξη των υποκειμένων προς θέσεις που κάποτε και τα ίδια θα αποστρέφονταν. Ο Όρμπαν δεν είναι Μουσολίνι. Θυμώνει αν τον πεις φασίστα».
Ο διάλογος αυτός έγινε τον Οκτώβρη του 2019. Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Η κυβέρνηση της ΝΔ έχει δώσει απτά δείγματα γραφής. Από την πανδημία μέχρι τα εργασιακά, και από την παιδεία μέχρι το προσφυγικό/μεταναστευτικό, τον αυταρχισμό και την καταστολή, δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών ως προς τις επιλογές της.
Η δεξιά παράταξη, όμως, είναι αυτή που είναι. Δεν έκρυψε ποτέ τις προτεραιότητες και τους στόχους της. Δεν ξεγέλασε κανέναν. Αυτή είναι η ατζέντα της, αυτήν προωθεί. Χρέος της Αριστεράς, σύσσωμων των δημοκρατικών δυνάμεων του τόπου, είναι να προωθήσουν τη δική τους. Να ιεραρχήσουν τα θέματα αιχμής, να διαμορφώσουν ατζέντα πάνω τους και να αποτελέσουν την αντιπρόταση. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει ξεκάθαρο στίγμα, σχέδιο και μέθοδο. Μακριά από επαμφοτερίζουσες συμπεριφορές που κινδυνεύουν να θολώσουν το αφήγημα.