Η απογραφή αποτελεί ένα κρίσιμο εργαλείο όλων των δημοκρατικών κρατών και δεν γίνεται κάθε μέρα, παρά μόνο στο τέλος του 1ου έτους στην αρχή κάθε δεκαετίας. Κατά συνέπεια, γίνεται κάθε 10 χρόνια και είναι απαραίτητη και υποχρεωτική η συμμετοχή όλων μας, αν θέλουμε να έχουμε την πραγματική εικόνα της Ελλάδας.
Αποτελεί δε το βασικότερο ερευνητικό εργαλείο αναλύσεων για εμάς τους κοινωνικούς επιστήμονες (στατιστικούς, κοινωνιολόγους, δημογράφους, πολιτικούς επιστήμονες, οικονομολόγους, γεωγράφους) που θα βοηθήσει στην ανάπτυξη της κοινωνικής έρευνας για μελέτες κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, που θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε ποιες από τις ασκούμενες πολιτικές απέδωσαν και ποιες όχι και το κυριότερο θα τροφοδοτήσει με πραγματικό, και όχι φαντασιακό ή ρητορικό υλικό, το σχεδιασμό των κοινωνικών πολιτικών για ολόκληρη την επόμενη δεκαετία. Δεν ασκείται άμεσα πολιτική μέσα από τις απογραφές δεκαετίας, όμως αποτελεί γνωσιακό μεθοδολογικό εργαλείο ποσοτικής καταγραφής για παραγωγή νέας γνώσης και άσκησης πολιτικών.
Η μη συμμετοχή στην απογραφή, ενδίδοντας για άλλη μια φορά, όπως με το εμβόλιο, σε σκοταδιστικές, αυταρχικές και αντιεπιστημονικές «αφηγήσεις», συνιστά σοβαρή αντικοινωνική συμπεριφορά, αφού οι αρνητές αφήνουν χώρο για αντιδημοκρατικές και αυθαίρετες πρακτικές στο άμεσο μέλλον. Με την αποχή από την καταγραφή του πληθυσμού της χώρας, αφαιρούν κάθε δυνατότητα απόκτησης γνώσης της αλήθειας και κάθε επιστημονικό επιχείρημα που θα μπορούσε να βοηθήσει αύριο στην αντίσταση σε ψευδείς ειδήσεις και στο μονοπώλιο των ΜΜΕ. Η άρνηση δημιουργεί όλες τις προϋποθέσεις για να γίνει η κοινωνία έρμαιο ενός μιντιακού, ακόμα και θεοκρατικού καθεστώτος, που αγνοεί τον πολίτη, τα δικαιώματά του και τις υποχρεώσεις του.
Οι αιτίες αυτής της άρνησης μπορούν να συνοψιστούν στα εξής σημεία:
-
Η σχέση μεταξύ πανδημίας–εμβολιασμού και απογραφής είναι μία σχέση συγκυριακή, η οποία απλά επιτείνει το αρνητικό και αντιδραστικό περιβάλλον και δεν εκτιμάται ως ο κύριος παράγοντας, αλλά ένα συγκυριακό αποτέλεσμα, που συνδέεται και καλύπτεται πίσω από το αντιεμβολιαστικό κίνημα. Είναι στην ίδια κατηγορία των αρνητικών συμπεριφορών που πριν είχαν έναν ακτιβιστικό χαρακτήρα, ενώ τώρα αποκτούν έναν χαρακτήρα κοινωνικού ή, καλύτερα, αντικοινωνικού κινήματος. Αποτελούν δε το σύμπτωμα των αιτιών που παρουσιάζονται παρακάτω.
-
Η ανεξέλεγκτη χρήση των προσωπικών δεδομένων και η πολλαπλή παραβίασή τους μέσα στην ψηφιακή εποχή, ακόμα και από θεσμικούς παράγοντες και από το κράτος, έχει δημιουργήσει έλλειψη εμπιστοσύνης και αποτελεί έναν κεντρικό παράγοντα άρνησης απέναντι στις κυβερνητικές επιταγές. Βέβαια, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι πολίτες πρέπει να γνωρίζουν ότι η απογραφή δεν έχει σχέση με κυβερνητικές πολιτικές, αλλά με συγκεκριμένο προγραμματισμό που επαναλαμβάνεται κάθε δεκαετία.
-
Με την έλλειψη εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση συνδέεται και ο επόμενος παράγοντας που σχετίζεται με την αποτυχία των κυβερνητικών πολιτικών για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας. Άρα και εδώ έχουμε έναν επιπλέον απωθητικό παράγοντα για συνεργασία και συναίνεση της κοινωνίας απέναντι στην απογράφη που, επαναλαμβάνω, κακώς συγχέεται με τις κυβερνητικές πολιτικές.
-
Ένας σημαντικότατος λόγος αυτής της αντιδραστικής στάσης απέναντι στην απογραφή είναι η διεθνής αντισυστημική στάση των ευρωπαϊκών κοινωνιών απέναντι σε κάθε τι θεσμικό, ακόμα και νόμιμο, το οποίο σε μεγάλο βαθμό συνδέεται με την αμφισβήτηση των θεσμών και της δημοκρατίας, με την ταύτιση με ακροδεξιές και φασιστικές τάσεις των κοινωνιών που θεωρούν ότι μέσα από στάσεις άρνησης και απόρριψης θα καταφέρουν να επανέλθουν σε κοινωνίες ευημερίας και πλούτου και θα διώξουν αυτό που τους απειλεί. Αυτό πολλές φορές ακόμα και θυσιάζοντας σημαντικές δημοκρατικές αξίες, όπως είναι η γνώση, η έρευνα, η συμμετοχή σε συλλογικές αξίες και πρακτικές που σαφέστατα οπισθοχωρούν.
-
Στο ίδιο πλαίσιο, τέλος, μπορούμε να δούμε ότι ο ατομικισμός και η ατομική ευθύνη οδηγεί σε ακραίες φοβικές συμπεριφορές λόγω της βαθιάς επισφάλειας που προκαλεί. Και εδώ θα πρέπει οι φιλελεύθερες κυβερνήσεις να πάρουν τις ευθύνες τους και να αντικρύσουν κατάματα τις συνέπειες που προκαλούν οι πολιτικές που οι ίδιες προκρίνουν και που, εν τέλει, γυρίζουν μπούμερανγκ σε κάθε θεσμική πρωτοβουλία.