Παράταση θα λάβει τελικά η διαδικασία της απογραφής του πληθυσμού στη χώρα μέχρι και τις αρχές Δεκέμβρη, λόγω προβλημάτων στην οργάνωση αυτής, αλλά και αναπάντεχων/παράλογων δυσκολιών που συνάντησε, όπως τη μόδα των αρνητών απογραφής.
Μέχρι στιγμής αρκετοί κάτοικοι σε διάφορες περιοχές της χώρας (από το Χαϊδάρι Αττικής, μέχρι το μεγαλύτερο μέρος του νομού της Αχαΐας) δεν έχουν λάβει το φυλλάδιο με τον προσωπικό ηλεκτρονικό κλειδάριθμο για να αυτοαπογραφούν, καθώς σημειώθηκε κύμα παραιτήσεων απογραφέων. Ο κυριότερος λόγος γι’ αυτό φαίνεται να είναι ο οικονομικός. Η σύμβαση που υπέγραψαν δεν όριζε ξεκάθαρα το ποσό αμοιβής που θα λάμβαναν, καθώς δεν πληρώνονται βάσει των ωρών που απασχολούνται, αλλά βάσει τα σπίτια και των άτομα που καταγράφουν. Παρότι, λοιπόν υπήρξαν προφορικές διαβεβαιώσεις για μεγαλύτερα ποσά αμοιβής, αρκετοί απογραφείς είδαν πως πρόκειται να λάβουν πολύ λιγότερα χρήματα, δεδομένου και της άρνησης απογραφής μερίδας πολιτών, με αποτέλεσμα την παραίτησή τους. Άρνηση που τις περισσότερες φορές συνδυάζεται και με άγρια λεκτική επίθεση κατά των εργαζομένων της απογραφής, στοιχείο που συντέλεσε κι αυτό στην απόφασή τους για αποχώρηση.
Πέραν της έλλειψης των απαραίτητων εργαζομένων (έχει αρχίσει πρόσληψη και εκπαίδευση νέων από την ΕΛΣΤΑΤ), η διαδικασία αντιμετωπίζει κι άλλα προβλήματα. Όπως περιγράφει στην «Εποχή», ο Χ., απογραφέας στην περιοχή της Αθήνας, η εκπαίδευση που λαμβάνουν δεν είναι επαρκής, ούτε ενιαία, καθώς εξαρτάται σε ποιο τμήμα θα υπάγεται ο κάθε εργαζόμενος. Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να είναι ένα τρίωρο δια ζώσης και σε άλλες μία ώρα μόνο ηλεκτρονικά. Ταυτόχρονα, δεν υπήρξε από το κράτος καμπάνια ενημέρωσης των πολιτών ότι γίνεται απογραφή, οπότε, ειδικά στις αρχές, πολλοί, όταν τους χτυπούσαν την πόρτα, δεν πίστευαν ότι πρόκειται όντως για απογραφείς και δεν άνοιγαν από φόβο.
Τα σημαντικότερα, όμως, προβλήματα που εντοπίζει ο Χ. αφορούν την απογραφή αυτή καθεαυτή. Πρώτον, ούτε τα χαρτιά με τον κλειδάριθμο, ούτε η ηλεκτρονική πλατφόρμα δεν προσφέρονται σε καμία άλλη γλώσσα πέραν της ελληνικής (ούτε έστω στην αγγλική), τη στιγμή που ζητούμενο είναι να καταγραφούν όσοι κατοικούν πάνω από 12 μήνες στην Ελλάδα. Γεγονός, δηλαδή, που σημαίνει ότι πλήθος προσφύγων και μεταναστών δεν μπορούν να καταγραφούν. Δεύτερον, οι ερωτήσεις φαίνεται ότι δεν έχουν ανανεωθεί σε σχέση με το παρελθόν, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζεται η όλη διαδικασία απαξιωτικά από αρκετούς πολίτες. «Στην Ελλάδα του 2021 ελάχιστα είναι τα σπίτια που έχουν τουαλέτα σε εξωτερικό χώρο, ακόμα και στην επαρχία. Παρόλ’ αυτά, για αυτή την περίπτωση υπάρχει σχετική ερώτηση στην απογραφή, αλλά δεν υπάρχει, για παράδειγμα, για το αν υπάρχει πρόσβαση στο διαδίκτυο ή κάποια ερώτηση που να κατέγραφε το πώς επηρεάστηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια οι άνθρωποι από την οικονομική κρίση», σχολιάζει ο Χ. για τα ζητήματα που αγνοεί η απογραφή, αλλά που θα κατέγραφαν σαφώς πιο αντιπροσωπευτικά την ποιότητα ζωής μιας σύγχρονης κοινωνίας, όπως είναι ο στόχος της διαδικασίας.
Ο ίδιος στα 130 σπίτια που έχει καταγράψει μέχρι τώρα, ήρθε δύο φορές αντιμέτωπος με άρνηση καταγραφής. Το φαινόμενο αυτό συναντάται άλλοτε πιο συχνά και άλλοτε λιγότερο, παρουσιάζοντας σε κάθε περίπτωση ιδιαίτερο κοινωνικό ενδιαφέρον, καθώς πρόκειται για μια γνωστή διαδικασία που γίνεται ανά δεκαετία περίπου και που ποτέ δεν είχε ξανασυναντήσει τέτοια οργανωμένη άρνηση και μάλιστα υπό όρους όχι απλά ωχαδερφισμού για τη συμμετοχή των κατοίκων σ’ αυτή, αλλά με συνωμοσιολογικό και ανορθολογικό υπόβαθρο.
Αν και δεν υπάρχουν ασφαλή στοιχεία ακόμα όσον αφορά την ηλικία, τις περιοχές, το οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο, τις εκλογικές προτιμήσεις κ.ο.κ των αρνητών, μια πρώτη παρατήρηση από τις αναρτήσεις στα social media δείχνει να πρόκειται για πιο μεγάλες ηλικίες –που δηλαδή έχουν ξαναπογραφεί κάμποσες φορές κατά το παρελθόν– συχνά, αν όχι πάντα, είναι αρνητές και του εμβολιασμού κατά της COVID-19, με θρησκευτικά, συνωμοσιολογικά και αντι-συστημικά επιχειρήματα. Η άρνηση, δηλαδή, έγκειται συνήθως στον φόβο ότι αν απογραφούν, θα τους εμβολιάσουν με το ζόρι (δεν υπάρχει καν σχετική ερώτηση στη διαδικασία) ή/και θα τους πάρουν τα παιδιά, όπως και στο ότι κάποια μυστική οικονομική ελίτ θα χρησιμοποιήσει αυτά τα δεδομένα στο μέλλον για την καταπίεσή τους. Φαίνεται να πρόκειται για μια άνοδο του ανορθολογισμού, της έλλειψης εμπιστοσύνης στους θεσμούς και του ατομικισμού, που φθάνει πια στο σημείο της γελοιότητας και γραφικότητας, αλλά που πρέπει να απαντηθεί σοβαρά, καθώς ο αντίκτυπός του στην κοινωνία μπορεί να είναι πολύ μεγάλος και επικίνδυνος (πιο αναλυτικά για τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της άρνησης απογραφής, βλ. στη συνέχεια το άρθρο της καθηγήτριας Δέσποινας Παπαδοπούλου).