Το Σχέδιο Δράσης για το πανεπιστήμιο του 2030 παρουσιάστηκε, την Τρίτη, στο Μέγαρο Μουσικής, με τους φοιτητικούς συλλόγους να το υποδέχονται με διαμαρτυρία, καθώς πρόκειται να αποτελέσει τον επόμενο νόμο-πλαίσιο που θα φέρει το υπουργείο Παιδείας για την περαιτέρω υποβάθμιση της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης.
Το σχέδιο έχει καταρτιστεί από επιστημονική επιτροπή του ιδρύματος Μποδοσάκη και ήρθε για συζήτηση στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής την επόμενη μέρα της παρουσίασης, χωρίς το υπουργείο να έχει καταθέσει επίσημα κάποιο κείμενο. «Ακόμα και ο τρόπος επιλογής κατάρτισης του επικείμενου νομοσχεδίου είναι καινοφανής, δεν συμβαίνουν έτσι αυτές οι διαδικασίες. Ούτε γίνεται η Επιτροπή να συζητά για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα βασιζόμενη στις διαρροές από τον Τύπο», σχολιάζει στην «Εποχή» η Μερόπη Τζούφη, αναπληρώτρια τομεάρχισσα Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ.
Δογματική απαξίωση
Οι προτάσεις του σχεδίου φαίνεται να είναι δομημένες πάνω στο δόγμα ότι τα δημόσια πανεπιστήμια είναι χαμηλής ποιότητας και δεν ακολουθούν τις εξελίξεις, χωρίς βέβαια να προσφέρεται καμία σχετική τεκμηρίωση. «Είναι άξιο μεγάλου ερωτήματος κατά πόσο γνωρίζει το ίδρυμα Μποδοσάκη πως –παρόλες τις υποχρηματοδοτήσεις και την υποστελέχωση– τα ελληνικά πανεπιστήμια διακρίνονται συνεχώς για τα επιτεύγματά τους, με βραβεία και υψηλές θέσεις σε διεθνείς κατατάξεις. Πρόσφατο παράδειγμα το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο, που δημιούργησε ένα εύχρηστο και φθηνό τεστ για εξέταση πνευμονολογικών προβλημάτων, και έλαβε το δεύτερο βραβείο καινοτομίας στην Αμερική, μετά το Πανεπιστήμιο Τζον Χόπκινς. Η υπουργός Παιδείας, Ν. Κεραμέως, βέβαια, ούτε που το συνεχάρη», υπογραμμίζει η Λίλιαν Αντωνίου, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο τμήμα Μαιευτικής, στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΠΟΣΔΕΠ).
Κεντρικές αλλαγές που προωθεί το σχέδιο, είναι η επαναφορά των Συμβουλίων Ιδρύματος, η κατάργηση των τμημάτων και των εξειδικευμένων πτυχίων με επαγγελματικά δικαιώματα (με εξαίρεση την Ιατρική και τη Νομική), ο νέος τρόπος εκλογής καθηγητών, η επαναφορά των ΤΕΙ και η σύνδεση/εξάρτηση των πανεπιστημίων με την αγορά.
Εξάρτηση από την αγορά
«Ουσιαστικά πρόκειται για επαναφορά του νόμου Διαμαντοπούλου, που είχε απαξιωθεί από την ακαδημαϊκή κοινότητα, θέτοντας ακόμα πιο έντονα το σκέλος εισόδου των επιχειρήσεων μέσα στα πανεπιστήμια, προφασιζόμενοι τη σύνδεση της με τις νέες τεχνολογίες και τις ανάγκες της αγοράς. Το ζήτημα είναι, όμως, με ποιους όρους γίνεται αυτή η σύνδεση και τι ορίζουμε ως αγορά εργασίας. Αυτή τη στιγμή τα πανεπιστήμιά μας παράγουν υψηλού επιπέδου απόφοιτους, που δεν βρίσκουν θέση εργασίας στην Ελλάδα γιατί οι επιχειρήσεις υπολείπονται σε θέσεις υψηλού επιπέδου, καλά αμειβόμενες. Επίσης είναι τουλάχιστον οξύμωρο να μιλά η κυβέρνηση για το ζήτημα της έρευνας στα πανεπιστήμια, τη στιγμή που η ίδια την αφαίρεσε από τις αρμοδιότητες του υπουργείου Παιδείας», τονίζει η Μερόπη Τζούφη.
Η σύνδεση με την αγορά που προσπαθεί να επιτύχει η κυβέρνηση φαίνεται να βασίζεται στην αντίληψη της ανώτατης παιδείας σαν εμπορευματικό αγαθό και εργαλείο επίτευξης κέρδους, αντί ως δικαιώματος και μέσου προόδου της επιστήμης και της κοινωνίας. Έτσι, μέρος της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων θα εξαρτάται από πρότζεκτς που θα αναλαμβάνουν να εκτελούν τα πανεπιστήμια για τον βιομηχανικό και επιχειρηματικό κλάδο, οι οποίοι, μάλιστα, θα μπορούν να ορίζουν και ολόκληρα θέματα διατριβών (τα λεγόμενα βιομηχανικά διδακτορικά), αλλά και προσλήψεις/μισθοδοσίες καθηγητών.
Γίνεται φανερό έτσι ότι η γνώση και η επιστήμη δεν θα μπορούν να έχουν την απαραίτητη ανεξαρτησία για την ανάπτυξή τους, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για την κοινωνία. Για παράδειγμα, πόσο μπορεί να ενδιαφέρεται μια βιομηχανία να χρηματοδοτήσει έρευνες και διατριβές για την κλιματική αλλαγή; Ενώ η μέχρι τώρα εμπειρία από το εξωτερικό δείχνει ότι τέτοιες «μεταρρυθμίσεις» οδηγούν σε μαρασμό τις ανθρωπιστικές επιστήμες, που δύσκολα μπορούν να παράξουν άμεσο κέρδος για το κεφάλαιο.
Πτυχία-κουρελόχαρτα
Δεύτερη βασική αλλαγή που προωθείται, είναι η κατάργηση των τμημάτων και των πτυχίων τους, με τους φοιτητές και τις φοιτήτριες να εισάγονται σε σχολές (πχ θετικές σχολές, σχολές ανθρωπιστικών επιστημών κ.ο.κ), όπου θα παρακολουθούν ό,τι μαθήματα επιθυμούν, λαμβάνοντας στο τέλος ένα χαρτί που δεν θα αντιστοιχεί σε καμία εξειδίκευση και επαγγελματικό δικαίωμα. Σκοπός της πρότασης δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε η διεπιστημονικότητα, ούτε ένα πρότυπο «homo universalis» (αν ήταν έτσι, το υπουργείο Παιδείας θα προωθούσε τη γενική παιδεία στο σχολείο), αλλά η δημιουργία «ευέλικτων», όπως το ίδιο το ίδρυμα Μποδοσάκη παραδέχεται, εργαζόμενων. Υψηλού επιπέδου, δηλαδή, ανειδίκευτοι εργαζόμενοι, πιο φθηνοί, χωρίς εμβάθυνση στο επιστημονικό αντικείμενό τους (ούτε που θα έχουν αντικείμενο) και άρα χωρίς κανένα κύρος και λόγο στην εργασία τους, την οποία δεν θα έχουν και καμία δυνατότητα να την προάγουν, πέραν από να την εκτελέσουν απλά όπως τους ζητηθεί.
«Η διεπιστημονικότητα των πτυχίων δεν είναι κάτι κακό προφανώς, αλλά σίγουρα δεν υπηρετείται με αυτόν τον τρόπο. Είναι άλλο ζήτημα οι συνεργασίες μεταξύ τμημάτων, που γίνονται και είναι επιθυμητές, όπως και μέσα στο πρόγραμμα σπουδών κάθε τμήματος να διδάσκονται και μαθήματα από άλλες συγγενείς επιστήμες, και άλλο να μην υφίσταται ουσιαστικά η έννοια του προγράμματος σπουδών και του πτυχίου πια. Αν συμβεί αυτό θα έχει πολλές επιπτώσεις σε βάρος των απόφοιτων, και επαγγελματικές και μισθολογικές», επισημαίνει η Μερόπη Τζούφη.
Γνωστά, χρεοκοπημένα μέτρα
Όσον αφορά δε τις διοικητικές αλλαγές και τα Συμβούλια Ιδρύματος, η ίδια η εμπειρία έχει δείξει την αποτυχία τους. «Το ίδρυμα Μποδοσάκη απαξιώνει τους καθηγητές, λέγοντας πως χρειάζονται άνθρωποι από την αγορά για τη διοίκηση των πανεπιστημίων, επαναφέροντας τα χρεοκοπημένα Συμβούλια Ιδρύματος, που βάλλουν το αυτοδιοίκητο. Μιλά επίσης για λογοδοσία των πανεπιστημίων, σαν αυτή να μην υφίσταται ήδη. Να θυμίσουμε πως όλα τα πανεπιστήμια, και τα τμήματά τους και τα προγράμματά τους, κρίθηκαν και από την πρώην Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ) και την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ). Λογοδοσία δεν υπάρχει στα ιδιωτικά κολέγια», τονίζει η Λίλιαν Αντωνίου.
Καταλήγει δε πως για όποια αλλαγή προωθείται για τη σύνδεση των πανεπιστημίων με την 4η βιομηχανική επανάσταση, «είναι απαραίτητο πριν να σκεφτούμε και να αποφασίσουμε με ποιους όρους θέλουμε να γίνει για την ποιότητα της ζωής, την ένταση εργασίας κ.ο.κ. Σίγουρα δεν μπορούμε να διαλέξουμε βάσει του τι ζητάει απλά η αγορά εργασίας, αλλά με γνώμονα του τι οικονομία και τι κοινωνία θέλουμε να δημιουργήσουμε για το μέλλον».