Μέχρι και την δεκαετία του 1960 οι δουλειές των μεγάλων ενεργειακών εταιρειών που ασχολούνται με τα πυρηνικά, πηγαίνανε με φουσκωμένα πανιά. Η προώθηση της «πυρηνικής κιλοβατώρας» για εμπορική χρήση είχε πάντα υψηλό κόστος, που σκιαζόταν έντεχνα, κάτω από πέπλο αδιαφάνειας και σκοπιμοτήτων της επιθετικής πολεμικής βιομηχανίας, η όποια χρειαζόταν κοινωνική αποδοχή και νομιμοποίηση, απαραίτητες προϋποθέσεις για να συνεχίζει να αντλεί δωρεάν το προϊόν της δημοσίας έρευνας στον ενεργειακό τομέα. Με αυτό τον τρόπο κατάφερε να εκσυγχρονίζει διαρκώς και τα οπλοστάσια.
Μετά το ατύχημα στο Three Mile Island (1979) και στο Chernobyl το (1976) και την πλατιά αντίδραση των κοινωνιών, ξαναβρήκαν την ευκαιρία να ανακάμψουν και να επανεμφανιστούν με αφορμή την συμφωνία του Παρισιού το 2015 για τον περιορισμό των εκπομπών CO2. Αυτή ήταν μια απρόσμενη ευκαιρία για την πυρηνική βιομηχανία, μια και η κιλοβατώρα που παράγει, είχε ένα πολύ επιθυμητό χαρακτηριστικό πλεονέκτημα: δεν αφήνει ούτε ένα γραμμάριο CO2 και, επιπλέον, μπορεί να παράξει προσθετικά και πράσινο υδρογόνο. Ένα ακόμα ισχυρό επιχείρημα είναι ότι η απαραίτητη τεχνολογία ήδη διατίθεται και ότι μπορεί να συνυπάρχει με τις ΑΠΕ και να καλύψει την αδυναμία τους, που είναι η ασυνέχεια παραγωγής. Ο πυρηνικός αντιδραστήρας, αν και με δυσκολία (μέσω συσσωρευτών), μπορεί να ρυθμίζει και εξισορροπεί την ενεργειακή ροή των ΑΠΕ.
Ένας αντιδραστήρας είναι οικονομικά πιο αποδοτικός σε καθεστώς συνεχούς και μέγιστης ισχύος, μιας και το κύριο μέρος του κόστους παραγωγής δεν είναι η πρώτη ύλη, αλλά το πολύ υψηλό κόστος σταθερών εξόδων, δηλαδή το αρχικό κόστος επένδυσης.
Αποτέλεσμα είναι ότι μια πυρηνική κιλοβατώρα «συμπληρωματική και βοηθητική» της αντίστοιχης πράσινης, μπορεί να έχει υψηλότερο κόστος από την ορυκτή κιλοβατώρα (πχ φυσικό αέριο), σε συνδυασμό με την αποθήκευση του εκλυόμενου CO2 (CCS Carbon Capture Storage). Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι μια μονάδα ισχύος της ορυκτής κιλοβατώρας κατασκευάζεται σχετικά γρήγορα, ενώ η αντίστοιχη πυρηνική χρειάζεται τουλάχιστον μια δεκαετία.
Αυτό φαίνεται να είναι μια σοβαρή ασυμβατότητα με τους πιεστικούς χρόνους που επιβάλει η οικολογική μετάβαση 2030… Οι δεινόσαυροι των πυρηνικών, όμως, δεν το βάζουν κάτω. Και γι’ αυτό έχουν μια λύση.
Οι μικροί αρθρωτοί αντιδραστήρες SMR
Εδώ εμφανίζεται Τerrapower (Βill Gates) και GE Hitachi, που και λεφτά και τεχνολογία έχουν, για να προτείνουν κάτι πολύ εντυπωσιακό: ένα μικρό αντιδραστήρα μέχρι 300 MW, συναρμολογούμενο και μεταφερόμενο, σαν ένα έπιπλο της ΙΚΕΑ.
Ο SMR (small modular reactor) χρησιμοποιεί υγρό νάτριο τόσο σαν ψυκτικό μέσο, όσο και συμπληρωματικά, σαν θερμικό συσσωρευτή, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εξισορρόπηση της παραγωγής ενέργειας σαν συμπλήρωμα της ασταθούς παραγωγής των ΑΠΕ. Με αυτή τη λύση ο αντιδραστήρας μπορεί να περιορίζει το κόστος παραγωγής, μπορώντας να δουλεύει συνεχώς στη μέγιστη ισχύ.
Ο στόχος μιας τέτοιες πρότασης είναι διπλός: να ανταγωνιστεί τόσο μια μονάδα turbogas+CCS, όσο μια μεγάλη μονάδα μπαταριών.
Στον δρόμο αυτό μπήκε μια ακόμα πιο πρωτοπόρα εταιρεία, η NuScale, που προτείνει μικρούς αντιδραστήρες (μόνο 60ΜW), αρθρωτούς μέχρι 12, στη σειρά. Η τεχνολογία στην περίπτωση αυτή είναι πιο συμβατική (αντίστοιχη των πυρηνικών υποβρυχίων). Στον χώρο έτρεξαν να μπουν και άλλοι: η Μεγάλη Βρετανία (Rolls Royce), η Ρωσία και ακολούθησε, ως αναμενόταν, η Κίνα που προγραμματίζει μια μονάδα SMR των 200 MW.
Κανένας όμως, μέχρι τώρα, δεν έχει λύσει ικανοποιητικά, ούτε το πρόβλημα ασφαλείας στη λειτουργία, ούτε, πολύ περισσότερο, της διάθεσης των πυρηνικών αποβλήτων, που προορίζονται όπως πάντα να χωθούν βαθιά στη γη!
Ο πόλεμος των δεινοσαύρων: πετρελαιάδες vs πυρηνικάδες
Στο κέντρο της αντιπαράθεσης είναι ο πυρήνας της οικολογικής μετάβασης, δηλαδή η συμβίωση της τεχνόσφαιρας της ανθρώπινης δραστηριότητας και της βιόσφαιρας. Συμβίωση μπορεί επιτευχθεί μόνο αν η τεχνόσφαιρα μάθει να αναπαράγει τον μηχανισμό της ολιστικής λειτουργίας της βιόσφαιρας, που συντίθεται από πολλά επιμέρους οικοσυστήματα της γης και της θάλασσας.
Το κύριο χαρακτηριστικό των οικοσυστημάτων είναι η ανακυκλωσιμότητά τους. Τίποτα δεν είναι για πέταμα και όλα ανακυκλώνονται με την ενέργεια του ηλίου, με την προϋπόθεση η ταχύτητα εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων να μην ξεπερνά την ταχύτητα ανακύκλωσης. (G.B. Zorzoli)
Εξορύσσοντας και την τελευταία σταγόνα υδρογονανθράκων και ξαναθάβοντας το CO2 από την καύση του, είναι μια διαδικασία σε πλήρη αντίφαση με την οργάνωση των οικοσυστημάτων και τη συγκρότηση της βιόσφαιρας, όπως εξελίχθηκε μέχρι τώρα. Είναι σε πλήρη αντίθεση με το περιεχόμενο της οικολογικής μετάβασης. Οι χώροι αποθήκευσης CO2 είναι και περιορισμένοι και ανεπαρκείς. Συνεχίζοντας τις εξορύξεις υπολογίζεται ότι, μετά από 100, ίσως 400 χρόνια, δεν θα υπάρχει άλλος για αποθήκευση.
Εάν οι ΑΠΕ δεν αντικαταστήσουν ταχύτατα τα ορυκτά καύσιμα και δεν υιοθετηθεί η κυκλική οικονομία σε όλος το εύρος, θα έρθει η στιγμή που η έλλειψη ενέργειας θα διαρρήξει όποια κοινωνική και οικονομική ισορροπία, με ανυπολόγιστες επιπτώσεις. Αυτό θα είναι το αποτέλεσμα της αποτυχίας της οικολογικής μετάβασης: δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τους φυσικούς νόμους, που τελικά είναι οι νόμοι της φυσικής.
Οι ενεργειακοί δεινόσαυροι στηρίζονται από το χρηματοδοτικό μεγάλο κεφάλαιο που αγαπά τα μεγάλα «πρότζεκτ», εκείνα που είναι τόσο μεγάλα, όσο να μην μπορούν να αποτύχουν. Τις επιπτώσεις και τις συνέπιες, όμως, των καταστροφών που επιφέρουν, θα κληθούμε να τις αντιμετωπίσουμε «εμείς οι άλλοι». Αυτό, άλλωστε, γίνεται πολλά χρόνια τώρα.
Η ισχύουσα συνθήκη περί μη διάδοσης των πυρηνικών οπλών θα πρέπει να διευρυνθεί περιλαμβάνοντας και τα πυρηνικά εμπορικής χρήσης, που πέρα από τους κίνδυνους που αναφέρθηκαν, είναι και η πηγή πρώτης ύλης για την κατασκευή των πυρηνικών οπλών. Η ενδεχομένη διάδοση των «μικρών πυρηνικών τσέπης» αυξάνει το ενδεχόμενο να πέσουν σε χεριά τόσο κρατικών, όσο και ιδιωτών τρομοκρατών. (Tasneem Essop/Lili Fuhr, Project Syndicate, 16 Σεπτ. 2021).