Η ανάγκη για ασφάλεια βρισκόταν πάντα στην κορυφή των προτεραιοτήτων του ανθρώπου, πράγμα που τον οδήγησε ενστικτωδώς στον σχηματισμό των πρώτων κοινωνιών. Η ένταση της ισχύος ήταν το μέτρο επιβολής και επιβίωσης έναντι κάθε φυσικής κι εξωτερικής απειλής. Ωστόσο, η σύναψη συμμαχιών κατέδειξε από νωρίς την αναγκαιότητα δημιουργίας κανονιστικού πλαισίου, εν είδει Δικαίου, το οποίο θα ρυθμίζει την κοινωνική συμπεριφορά, ενταγμένη σε μια διαδικασία κοινωνικοποίησης αλλά και κοινωνικού ελέγχου.
Είναι εμφανές ότι στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες ο Νόμος δεν αποτελεί προϊόν κοινωνικής συναίνεσης, παρά μόνο το αποτέλεσμα μιας αέναης ταξικής σύγκρουσης όπου ο νικητής θέτει τους δικούς του κανόνες και επιβάλλει τη δική του ταξικά προσδιορισμένη ηθική. Η εξασφάλιση της κυριαρχίας αυτής της ηθικής επιβάλλεται μέσω των θεσμικών μηχανισμών του κοινωνικού ελέγχου, οι οποίοι προωθούν συγκεκριμένες συμπεριφορές και εστιάζουν, σχεδόν αποκλειστικά, στον εξωτερικό έλεγχο, στον εκφοβισμό και στον εξαναγκασμό. Έτσι, ενώ το ιδιοκτησιακό καθεστώς είναι απόλυτα εξασφαλισμένο νομικά, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, τα οποία αμφισβητούνται κατά κόρον και συχνά βρίσκονται σε περιστολή. Το φαινόμενο δε της ποινικοποίησης ολοένα και περισσότερων συμπεριφορών, δεν σχετίζεται με την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών στην απονομή δικαιοσύνης αλλά με την υπερίσχυση ορισμένων συμφερόντων έναντι άλλων. Κι ενώ ο κύκλος αναφοράς του Ποινικού Δικαίου συνεχώς διευρύνεται, το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης εξακολουθεί να στρέφεται κυρίως κατά των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων, τα πλέον δηλαδή ευάλωτα στον κρατικό έλεγχο, ενώ η εγκληματικότητα των πιο εύπορων κοινωνικών τάξεων χαρακτηρίζεται από μεγάλο σκοτεινό αριθμό.
Η δημόσια ασφάλεια θα έπρεπε να αποτελεί θεμελιώδη αξία της έννομης τάξης και βάση νομιμοποίησης της κρατικής εξουσίας. Ωστόσο, σήμερα φαίνεται να εγκαταλείπεται όλο και περισσότερο από το κράτος, ενώ η ανασφάλεια και η αμφισβήτηση εντείνονται. Σήμερα, η σφοδρότητα της ιδεολογικής επίθεσης του νεοφιλελευθερισμού στις κοινωνίες, επιχειρεί να θέσει στο περιθώριο του κοινωνικού γίγνεσθαι κάθε έννοια δημόσιου και συλλογικού και να τις οδηγήσει σε μια ανεπιθύμητη, για τους πολλούς και ανίσχυρους, δυστοπική κατάσταση! Η ατομική ευθύνη αποτελεί το «νέο» αξιακό φορτίο του πολιτικού αυτού ρεύματος κι έχει ως αποστολή την εμπορευματοποίηση της ασφάλειας, όπου αναπόφευκτα τα ατομικά δικαιώματα προσβάλλονται από ιδιωτικές εταιρείες. Το δε αγαθό της ασφάλειας μετατρέπεται σε προνόμιο των λίγων, χάνοντας το δημόσιο χαρακτήρα του.
Είναι γεγονός ότι η αστυνόμευση στις δυτικές αστικές Δημοκρατίες, υπήρξε εξαρχής άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διασφάλιση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος και των μεγάλων ιδιωτικών οικονομικών συμφερόντων. Τα πρώτα δε αστυνομικά σώματα δημιουργήθηκαν ακριβώς για την καταστολή των μεγάλων εργατικών κινητοποιήσεων στα μεγάλα βιομηχανικά αστικά κέντρα και ακολουθούν το ύφος της ανάπτυξης των παραγωγικών σχέσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των κρατών του περιφερειακού καπιταλισμού αποτυπώνεται στις ακραίες κι αυταρχικές πολιτικές που εφαρμόζουν, κατά περιόδους, απέναντι στους πολίτες τους.
Όσο οξύνονται οι κοινωνικές διαιρέσεις και οι κοινωνίες γίνονται πιο πολύπλοκες και κατακερματισμένες, τόσο περισσότερο τα Αστυνομικά Σώματα χρησιμοποιούνται ως πολιτικά όργανα για τον έλεγχο των απεργιών και διαδηλώσεων, σε βάρος του κοινωνικού έργου της προστασίας της ζωής και της περιουσίας των πολιτών στις γειτονιές. Είναι εντυπωσιακό το πόσο καλά οργανωμένες κι εξοπλισμένες είναι οι αστυνομικές δυνάμεις, οι οποίες καλούνται να ελέγξουν και να αντιπαρατεθούν με τους διαδηλωτές και διαμαρτυρόμενους πολίτες, σε σχέση με τις δυνάμεις που έχουν ως καθήκον να πατάξουν την οργανωμένη εγκληματικότητα, η οποία προσβάλλει κυρίως τις συνοικίες των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, με μεγάλη απώλεια σε ιδιωτικές περιουσίες κι ανθρώπινες ζωές. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν θα ήταν υπερβολή η σύγκριση τους με τους ιδιωτικούς - μισθοφορικούς στρατούς που λειτουργούν για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων συμφερόντων κάποιας άρχουσας ελίτ!
Από την άλλη πλευρά, αν και τα κινήματα κατά της αστυνομικής βίας που αναπτύσσονται στις χώρες της Δύσης, όπως το Black Lives Matters στις Η.Π.Α., αναδεικνύουν τα κακώς κείμενα της μεροληπτικής, βίαιης και καταχρηστικής κρατικής αντίδρασης, ωστόσο, δεν εκστομούν ένα αίτημα θεσμικής αλλαγής. Το αίτημα για λιγότερη καταστολή στις δυτικές αστικές δημοκρατίες δεν μπορεί παρά να αποτελεί αυταπάτη, καθώς ο ρόλος των κατασταλτικών σωμάτων και το σύνολο των μηχανισμών του επίσημου κοινωνικού ελέγχου προσδιορίζεται και συντηρείται από τις υφιστάμενες καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Έτσι, ακόμη κι αν τα αστυνομικά σώματα γίνουν λιγότερο βίαια, οι ανισότητες, η καταπίεση και η κοινωνική αδικία, τα οποία αναμφίβολα γεννούν εγκληματικότητα, θα εξακολουθούν να αναπαράγονται, ενώ νέα μέτρα κοινωνικού ελέγχου θα εφαρμοστούν για να εξασφαλίσουν τη διαιώνιση του υφιστάμενου κοινωνικο-οικονομικού συστήματος. Η αστυνόμευση θα ενταθεί ακόμη περισσότερο μέσω της καταστολής, η οποία θα εστιάζει πλέον στην εξουδετέρωση της πρόθεσης, προτού εκδηλωθεί οποιαδήποτε ανεπιθύμητη – προς τα κέντρα εξουσίας– συμπεριφορά. Η αποτροπή όμως δεν έχει κοινό νοηματικό περιεχόμενο με την πρόληψη. Ένα τέτοιο μέτρο είναι σίγουρα και η περιστολή των ατομικών δικαιωμάτων. Ωστόσο, η εξέλιξη αυτή καμία σχέση δεν έχει με τη δημόσια ασφάλεια που έχει ανάγκη ο πολίτης και την οποία του υπόσχεται το πολιτικό σύστημα.