Βόλφγκανγκ Χίλμπιχ «Ο ύπνος των δικαίων», μετάφραση: Αλεξάνδρα Παύλου, εκδόσεις Ποταμός, 2021
Η ζωή στην Ανατολική Γερμανία αποτελεί κεντρικό θέμα του έργου του Βόλφγκανγκ Χίλμπιχ, ο οποίος συχνά εμπλουτίζει τις ιστορίες του με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ο συγγραφέας κατάφερε να δημοσιεύσει ελάχιστα πράγματα στην Ανατολική Γερμανία και η αναγνώριση ήρθε κυρίως από την Δυτική Γερμανία. Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκε το έργο του και μετά την πτώση του Τείχους και την ενοποίηση της Γερμανίας.
«Ο κόσμος, ιδωμένος από εκεί όπου έζησε ο Βολφγκανγκ Χίλμπιχ, ήταν ζοφερός και αφιλόξενος», όπως γράφει ο Λάσλο Κρασναχορκάι στον (μεταφρασμένο από τον Σπύρο Γιανναρά) πρόλογο του βιβλίου, για να προσθέσει: «Ο Βόλφγκανγκ Χίμπλιχ είναι ενός τεράστιου διαμετρήματος καλλιτέχνης. Ανακάλυψε μια θεσπέσια γλώσσα για να περιγράψει έναν φρικαλέο κόσμο».
Τα περισσότερα από τα διηγήματα αυτού του τόμου γράφτηκαν την τελευταία δεκαετία του προηγούμενου αιώνα: επτά ιστορίες, εν μέρει αυτοβιογραφικές, που κινούνται σε μια μεγάλη χρονική περίοδο.
Στις πρώτες ιστορίες, ο Χίλμπιχ επιστρέφει σε στιγμές της παιδικής του ηλικίας, στον έρημο και σκοτεινό τόπο της μεταπολεμικής Ανατολικής Γερμανίας, έναν τόπο που «καρβουνόσκονη και στάχτη τον είχαν σκοτεινιάσει ως το μεδούλι», σε μια εποχή που «οι άντρες ήταν λιγοστοί, τα περισσότερα παιδιά δεν είχαν πατέρα». Σε αυτό το γκρίζο κλίμα, λίγες ρωγμές μπορεί να υπάρξουν. Ή καμία. Στο διήγημα «Τα μπουκάλια στο υπόγειο», για παράδειγμα, βλέπουμε πώς μια μεγαλεπήβολη πρωτοβουλία της μητέρας θα κατέληγε σε μια αποτυχία τραγική και θλιβερή.
Οι τελευταίες τρεις ιστορίες του βιβλίου αναφέρονται στην περίοδο μετά την επανένωση της Γερμανίας, μετά «την ανατροπή ολόκληρης της χώρας». Ο συγγραφέας επιστρέφει σε μια πόλη στην οποία «η αλλαγή του συστήματος έμοιαζε να μην επιβεβαιώνεται από τίποτα», ενώ μοιάζει να μη βολεύεται σε καμία από τις δύο κοινωνίες, από τα δύο μοντέλα («να έγραφε για τους χρόνιους ελιγμούς του μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας, που του φαίνονταν σαν μια διαρκής εναλλαγή μεταξύ χολέρας και πανούκλας;»).
Το τελευταίο διήγημα του βιβλίου («Ο σκοτεινός άντρας»), το κορυφαίο κατά τη γνώμη μου, αναφέρεται σε μια εποχή που σημαδεύεται από το άνοιγμα των αρχείων της Στάζι: «Πόσο μεγάλη ήταν η λίστα των προσώπων που λογίζονταν διασημότητες ή εκείνων που κάποτε πίστευαν για τον εαυτό τους πως ήταν διασημότητες και τώρα είχαν ξαφνικά αποκαλυφθεί ως πληροφοριοδότες εκείνης της Κρατικής Ασφάλειας ή, θέλοντας να προλάβουν τη δημοσιοποίηση, είχαν από μόνοι τους αποκαλύψει ότι υπήρξαν τέτοιοι, πράγμα που φυσικά τους έκανε ακόμη πιο διάσημους […] απ’ τη λεγεώνα των αγνώστων, οι οποίοι, καθώς δεν τους προστάτευε η διασημότητα, είχαν πραγματικά υποστεί την τυραννία της Στάζι, δεν ακουγόταν ποτέ κανείς στην τηλεόραση». Σε αυτό το ζοφερό σκηνικό, στη ζωή του αφηγητή εισβάλλει ένας άνδρας που τον ρωτάει «Και πού το ξέρετε ότι δεν σας έχω κάνει κάτι;», προτού του αποκαλύψει πως ήταν ο πράκτορας της Στάζι που ήταν επιφορτισμένος να τον παρακολουθεί, να διαβάζει τα γράμματά του κ.λπ. Οι διάλογοι ανάμεσα στους δύο άνδρες, πολυεπίπεδα αποκαλυπτικοί, βγάζουν στην επιφάνεια έναν ζόφο που πραγματικά πιάνει από τον λαιμό τον αναγνώστη, μέχρι να φτάσει στην τελεσίδικη έκβαση αυτής της επώδυνης συνάντησης.