Tόμας Μέλλε «3.000 ευρώ», μετάφραση: Ιωάννα Μεϊτάνη, εκδόσεις Άγρα, 2021
Ένας κόσμος σκληρός και τρυφερός συνάμα ξετυλίγεται στο μυθιστόρημα «3.000 ευρώ» του γερμανού συγγραφέα Τόμας Μέλλε (ένα βιβλίο που έφτασε στη βραχεία λίστα για το Γερμανικό Βραβείο Βιβλίου). Μόνο που σ’ αυτόν τον κόσμο, έναν κόσμο ήττας η οποία παλεύει κάθε στιγμή να μη γίνει παραίτηση, η τρυφερότητα φοβάται διαρκώς να βγει στην επιφάνεια, φοβάται διαρκώς να πάρει τα ηνία της ζωής. Πώς να μπορέσει άλλωστε να επουλώσει τις βαθιές πληγές που κουβαλάει ο καθένας και η καθεμιά σ’ αυτόν τον κόσμο.
Δύο άνθρωποι, δύο πρωταγωνιστές, δύο μοναχικές (τι άλλη επιλογή έχουν) φιγούρες. Η Ντενίζ, ταμίας σε μεγάλο σούπερ μάρκετ. Πασχίζει να επιβιώσει και να προσφέρει ό,τι μπορεί στην Λίντα, την κόρη της, που «είναι λίγο πίσω στην ανάπτυξη», «έχει διαταραχή στην αντίληψη». Μετράει μέρες, καθώς περιμένει να κατατεθούν στον λογαριασμό της οι σωτήριες 3.000 ευρώ που κέρδισε παίζοντας σε μια πορνοταινία. Ο Άντον, ένας άνθρωπος που καλά - καλά δεν κατάλαβε πώς έφτασε να κοιμάται σε ξενώνα αστέγων («ξενώνα επανένταξης»…), σε μια πόλη όπου ο αριθμός των αστέγων αυξάνεται καθημερινά. Ο Άντον «χρειάστηκε να περάσουν περίπου έξι βδομάδες ώσπου να παραδεχτεί ότι είχε μείνει άστεγος». Και τώρα, μετράει μέρες. Επίκειται η δίκη του με την Deutsche Bank για ένα χρέος 3.000 ευρώ. Αν χάσει τη δίκη, που θα την χάσει όπως όλα δείχνουν, η καταστροφή του δεν θα έχει γυρισμό. Ο εχθρός όμως είναι δυσθεώρητος («Αλήτες. Πουλάνε τις απαιτήσεις στους εγκληματίες τους εισπράκτορες. Κι αυτοί χρεώνουν επιπλέον με την ώρα. Η λεγόμενη κύρια απαίτηση παραμένει η ίδια»). «Outsourcing των πεπρωμένων».
Ο Άντον, που απλώς «θέλει επιτέλους πίσω την αξιοπρέπειά του», συνειδητοποιεί τι σημαίνει να γίνεται αόρατος για τους ανθρώπους, όπως γίνονται συνήθως οι άστεγοι, πονάει από τα επικριτικά βλέμμα των φίλων του που διαβάζουν την αποτυχία στο πρόσωπό του, σκέφτεται να αυτοκτονήσει («έχει απλώς αναβάλει το βήμα στο κενό»). Και αναρωτιέται διαρκώς «πότε άλλαξαν τα πράγματα, πότε πήρε τον παράδρομο», νιώθοντας την οργή του αδικημένου και ίσως και μια «όρεξη για εκδίκηση απέναντι στη ζωή».
Η Ντενίζ δίνει μάχη με τον παραγωγό της πορνοταινίας για τα λεφτά της. Αγριεύει, πιέζει, εκβιάζεται, φοβάται, αλλά είναι αποφασισμένη: «ακόμη κι αν είναι τσόντα, έχω προσφέρει κανονικά τις υπηρεσίες μου και πρέπει να πληρωθώ κανονικά».
Στο ταμείο της Ντενίζ, στο σούπερ μάρκετ, εκεί που «δεν πρέπει να χαμογελάσει, δεν πρέπει να κάνει τίποτα, μόνο να δουλεύει», οι δρόμοι του Άντον και της Ντενίζ θα συναντηθούν. Και αυτοί οι δύο άνθρωποι, επιφυλακτικοί και φοβισμένοι, θα πλησιάσουν, προσπαθώντας να διαχειριστούν τα συναισθήματα αλλά και την πραγματικότητα την οποία ζουν, μια πραγματικότητα για την οποία δεν είναι εύκολο ούτε καν να μιλήσουν: η απόφαση να βγάλουν την ήττα τους στην επιφάνεια και να συζητήσουν γι’ αυτήν, είναι ένα μεγάλο βήμα που μοιάζει να αλλάζει πολλά στη σχέση τους. Όμως, σ’ αυτόν τον άγριο κόσμο που τους περιβάλλει, η σχέση ανάμεσα σε δύο ηττημένους ανθρώπους δεν μπορεί ποτέ να είναι εύκολη. Και οι αποφάσεις επίσης.