Στις «Ιδέες» είμαστε ιδιαίτερα ευτυχείς όταν τα κείμενα που δημοσιεύουμε δίνουν την ευκαιρία για να ανοίξει ένας διάλογος σε θέματα που αφορούν την στρατηγική της Αριστεράς. Μια τέτοια περίπτωση είναι και το σημερινό άρθρο του Δημήτρη Γιατζόγλου που αναφέρεται στη συνέντευξη του Έντσο Τραβέρσο στην ισπανική έκδοση του περιοδικού Jacobin, την οποία μεταφρασμένη από τον Δημήτρη Γκιβίση δημοσιεύσαμε σε δύο συνέχειες πριν ένα περίπου μήνα. Από τα θέματα με τα οποία ασχολείται ο Γιατζόγλου ξεχωρίζουμε την κεντρική θέση που θεωρεί ότι πρέπει να έχει η ταξικότητα σε μια ανανεωμένη, αντικαπιταλιστική αριστερή στρατηγική, τη σημασία που υποστηρίζει ότι έχουν τα κόμματα στη διαδικασία ενός σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, σε αντίθεση με την αναγόρευση από τον Τραβέρσο των κινημάτων ως αποκλειστικών φορέων της αλλαγής, αλλά και την κοινή τους αμηχανία στο ζήτημα του πεδίου εφαρμογής ενός μετασχηματιστικού σχεδίου (εθνικό ή υπερεθνικό-π.χ. η Ευρώπη). Η ανταλλαγή απόψεων γι’ αυτά τα θέματα είναι πολύ χρήσιμη για την ελληνική Αριστερά.
Χ.Γο.
Η συνέντευξη του ιστορικού Έντσο Τραβέρσο στο περιοδικό Jacobin, που φιλοξενήθηκε στο δισέλιδο «Ιδέες» της Εποχής σε δύο συνέχειες (23 και 30 Οκτώβρη) μεταφρασμένη από τον Δημήτρη Γκιβίση, δεν χαρακτηρίζεται από επιστημονικό ακαδημαϊσμό. Όπως και σε όλο του το έργο, η θεωρητική βάση, ο ιδεολογικός και πολιτικός προσανατολισμός και η επιλογή της κύριας απεύθυνσης είναι σαφείς: Ο Τραβέρσο θέλει να συνομιλήσει με τα πολιτικά και κοινωνικά υποκείμενα της Αριστεράς. Εκείνης που δεν θεωρεί ότι η μεταδημοκρατία, η παντοδυναμία της αγοράς, η έκπτωση της πολιτικής σε διαχειριστική και γραφειοκρατική διεκπεραίωση αποτελούν τον αμετάθετο πια ορίζοντα της ανθρωπότητας.
Αυτή η Αριστερά, για να μη χαθεί, είναι υποχρεωμένη να καθιστά πάντα επίκαιρη την ιστορικότητά της. Να ανανεώνει διαρκώς το ταυτοτικό της πρόταγμα της ισότητας, όχι απλώς ως στοιχείο της ρητορικής της αλλά ως επίδικο του θεωρητικού της σχεδίου και των πολιτικών της αγώνων στο σήμερα και στο μέλλον. Είναι υποχρεωμένη να επεξεργάζεται κριτικά το παρελθόν της διαρκώς.
Η συνέντευξη είναι μια παρέμβαση υπέρ της Πολιτικής. Η Πολιτική, (με την γκραμσιανή έννοια των «μεγάλων» στρατηγικών επιλογών και της κινητοποίησης των μαζών), και όχι ο αυτοματισμός των οικονομικών μετασχηματισμών, είναι αυτή που θα κρίνει, αν η καμπύλη της ιστορικής κίνησης για την ανθρώπινη χειραφέτηση θα πάψει να κινείται προς το «αρνητικό άπειρο» μετά την καμπή της στρατηγικής ήττας του 1989.
Το παρελθόν είναι πάντα εδώ
Κρατώντας το νήμα που τον συνδέει με τον Μπένγιαμιν και τον Χομπσμπάουμ (της Εποχής των Άκρων κατά κύριο λόγο), αλλά σε απόσταση από τον μεσσιανισμό του πρώτου, τον ευρωκεντρισμό και μια ορισμένη απολογητική του δεύτερου ως προς τον ιστορικό κομμουνισμό, ο Τραβέρσο μάς προτείνει μια βασική θέση που διαπερνά τη συνέντευξη και τη γενικότερη θεώρησή του για το ιστορικό παρελθόν της Αριστεράς και των υποτελών τάξεων: Είναι διαφορετικό πράγμα η παθητική γνώση του παρελθόντος από την επεξεργασία του. Δεν αρκεί, όπως επισημαίνει στη συνέντευξη, να «γνωρίσουμε» το παρελθόν [ως ένα μουσειακό υλικό, μια τελειωμένη, αρχειοθετημένη διαδικασία, μια υπόθεση που έχει τελεσιδικήσει]. Το ζήτημα είναι να το επεξεργαστούμε και αυτό δεν είναι ίδιο με το να το γνωρίζουμε. Η εννοιολογική πυκνότητα της διατύπωσης απαιτεί διευκρινήσεις:
• Η αγοραία χρησιμοθηρία των αποσιωπήσεων, του εξωραϊσμού, του ξαναγραψίματος της ιστορίας δεν συνιστούν επεξεργασία. Δεν μπορούμε να επεξεργαστούμε το παρελθόν επιστρατεύοντας αντιλήψεις και πρακτικές επιλεκτικής μνήμης, αυτοδικαίωσης και – ακόμα χειρότερο – αυτοεξαπάτησης, λογοκρίνοντας τις αβεβαιότητές μας.
• Ο δεσμός παρελθόντος – παρόντος δεν είναι μονής κατεύθυνσης, από το χθές στο σήμερα και μετά στο αύριο. Το παρελθόν δεν είναι «εκεί», είναι πάντα «εδώ», τουλάχιστον για όσους δεν συμμερίζονται τη θετικιστική ανάγνωση της ιστορίας ως γραμμικής εξέλιξης, με την έννοια της «προόδου» να αποτελεί το εγγενές της «νόημα». Είναι η ανθρώπινη πράξη αυτή που καθιστά τον δεσμό μια σύνθετη διαλεκτική σχέση. Δηλαδή οι πολιτικοί αγώνες της ριζοσπαστικής αντιπαράθεσης με την ιδεολογία της ιστορικής δικαίωσης του καπιταλισμού αυτοί που επικαιροποιούν διαρκώς τη διαλεκτική του δεσμού. Παραφράζοντας τον Τραβέρσο: «η επεξεργασία του παρελθόντος είναι η διανοητική διάσταση μιας πολιτικής δράσης στο παρόν».
• Από μια τέτοια σκοπιά, επεξεργασία του παρελθόντος σημαίνει να εξετάσουμε τη συνάφεια αυτού που έχει συντελεστεί με αυτό που θα μπορούσε να έχει συντελεστεί (ως δυνατότητα που διαψεύστηκε) και με αυτό που ως Αριστερά πράττουμε στο παρόν για να συντελεστεί. Σημαίνει ότι φωτίζουμε κρυφές συνδέσεις και αναλογίες του παρελθόντος με το παρόν, ότι εντοπίζουμε προβλήματα που παραμένουν ανοιχτά, αν και υποφωτισμένα. Αν, για παράδειγμα, θεωρούμε ότι η προγραμματική επικαιροποίηση του προτάγματος της ισότητας είναι για την Αριστερά αναγκαίο στοιχείο της αντιπαράθεσης για την ιδεολογική ηγεμονία, τότε είμαστε υποχρεωμένοι να επανεξετάσουμε όλες εκείνες τις «μετατοπίσεις» που οδήγησαν στην υπαγωγή του προτάγματος στο ιδεολόγημα του φιλελευθερισμού περί της «ισότητας των ευκαιριών».
Η ανανέωση της αντικαπιταλιστικής στρατηγικής
Απαντώντας στα ερωτήματα των συνομιλητών του, ο Τραβέρσο σκιαγραφεί ένα πανόραμα των μεγάλων προβλημάτων που καθορίζουν τη μετάβαση από τον 20ο στον 21ο αιώνα και μέσα από τα οποία το παρελθόν «εισβάλλει» στο παρόν : Η λαϊκή κυριαρχία – Η Ακροδεξιά και ο «μεταφασισμός» - Η κρίση των ιστορικών ταυτοτήτων της Αριστεράς – Τα νέα κινήματα αμφισβήτησης του καπιταλισμού και οι νέες μορφές πολιτικής τους οργάνωσης – Η δυνατότητα νέων επαναστάσεων στον αιώνα μας – Η διέξοδος από τη σημερινή παγκόσμια κρίση, ως πολιτικό εγχείρημα για μια ριζοσπαστική εναλλακτική στον νεοφιλελευθερισμό.
Το ζήτημα δεν είναι αν ταυτιζόμαστε με τις απαντήσεις του Τραβέρσο. Το ερώτημα είναι αν θέλουμε, και αν θα επιχειρήσουμε, να συγκροτήσουμε ως Αριστερά μια αντικαπιταλιστική στρατηγική στις σημερινές συνθήκες. Και αν αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί παρακάμπτοντας τα παραπάνω προβλήματα και την επεξεργασία τους· χωρίς τη μνήμη του παρελθόντος και την ανασύσταση του δεσμού του με το παρόν· χωρίς, δηλαδή, την αποκατάσταση μιας νέας ενότητας πολιτικής-ιδεολογίας-θεωρίας, που η απουσία της μας εγκλωβίζει σε πειράματα τακτικισμού.
Ενδεικτικές επισημάνσεις και ερωτήματα
Τα προβλήματα που αναδεικνύονται από τη συνέντευξη θα μπορούσαν να υποκινήσουν μια συζήτηση και να ενσωματωθούν ως πρώτη ύλη σε μια συλλογική αναζήτηση απαντήσεων από τη σκοπιά του αριστερού ριζοσπαστισμού:
• Πώς τίθεται για την Αριστερά, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, το ζήτημα της λαϊκής κυριαρχίας ως πυρήνα της υπεράσπισης της δημοκρατίας από τις τάσεις συρρίκνωσής της; Ποια στρατηγική προγραμματική ατζέντα, ποιες μορφές οργάνωσης και ποιο «τόπο» θα επιλέξει για να το αντιμετωπίσει;
Ο Τραβέρσο ξεκινάει από μια διπλή άρνηση: Απορρίπτει την άποψη του Χάμπερμας για ένα αναγκαίο προγραμματικό αναπροσανατολισμό στα αιτήματα της υπεράσπισης των ανθρώπινων ατομικών και μειονοτικών δικαιωμάτων, αφού το στοιχείο της ταξικότητας έχει απωλέσει σήμερα την κεντρική σημασία του. Την απορρίπτει διότι αυτή η επιλογή θα οδηγούσε την Αριστερά, αναπόφευκτα, σε μια ταυτοτική μετάλλαξη – την ιδεολογική υπαγωγή της στον φιλελευθερισμό. Και έχει δίκιο. (Θα μπορούσαμε επίσης να προσθέσουμε, ως συνηγορία, την ευελιξία του καπιταλισμού να ενσωματώνει έναν ατομικιστικό δικαιωματισμό στα καταναλωτικά και πολιτισμικά του πρότυπα). Την απορρίπτει, τέλος, διότι αυτή η άποψη παρακάμπτει το δημοκρατικό πρόταγμα της λαϊκής κυριαρχίας.
Απορρίπτει ταυτόχρονα την ταύτιση λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας. Είναι σήμερα περισσότερο από αυτονόητο ότι η Αριστερά πρέπει ανυποχώρητα, όχι μόνο ως οφειλή στις ιδρυτικές της αρχές αλλά ως στρατηγική επιλογή, να υπερασπιστεί το κοινωνικό κράτος και τις εργαζόμενες τάξεις απέναντι σ’ έναν άγριο καπιταλισμό που σχετικοποιεί και υπονομεύει τους θεμελιώδεις όρους της ύπαρξής τους. Αλλά δεν είναι η οριοθέτηση των αγώνων στο κράτος-έθνος η απάντηση στο πρόβλημα. Η περιχαράκωση σε μια «κοινότητα» που ορίζεται με φυλετικούς, θρησκευτικούς, πολιτισμικούς όρους, αναπαράγει στη συνείδηση των ανθρώπων την αντίληψη της «καθαρότητας», των κλειστών συνόρων, την εχθρότητα απέναντι στον πρόσφυγα-εισβολέα. Αναπαράγει τον εθνικισμό. Κάνει δυσδιάκριτα τα όρια με την ακροδεξιά ιδεολογία. Αγνοεί αυθαίρετα την ισχυρή σύμπλεξη εθνικού και παγκόσμιου.
Αν όμως η λύση στο πρόβλημα δεν είναι ούτε η εθνική αναδίπλωση, ούτε ο «μεταεθνικός κοσμοπολιτισμός», τα επόμενα ερωτήματα ακούγονται εύλογα: Είναι σήμερα η υπεράσπιση της δημοκρατικής λαϊκής κυριαρχίας μια χαμένη υπόθεση; Η μόνη ελπίδα για τους υποτελείς είναι να στηρίξει η Αριστερά την σταθεροποίηση ενός «φιλελεύθερου κεϊνσιανισμού» που αναδύεται ως εναλλακτική μέσα από την ένταση των αδιεξόδων που προκάλεσε η παγκόσμια πανδημική κρίση του Covid; Ο Τραβέρσο διαπραγματεύεται τα ερωτήματα με κριτική αισιοδοξία:
Η συνείδηση, σε παγκόσμια κλίμακα, ότι ο καπιταλισμός είναι ασύμβατος με την επιβίωση του ανθρώπινου είδους ισχυροποιείται, τροφοδοτώντας –έστω και αντιφατικά– τη δυναμική νέων κινημάτων αμφισβήτησης της ηγεμονίας του. Η αντικαπιταλιστική χειραφέτηση εγγράφεται στην ιστορική ενδεχομενικότητα ως δυνατότητα. Και αυτό ωθεί την Αριστερά, (α) να συναρθρώσει σε Πολιτικό Πρόγραμμα τα ιστορικά της αιτήματα με τα νέα αιτήματα και την οικολογική προβληματική, και (β) να «επινοήσει» όχι μόνο μια συνεκτική διανοητική σφαίρα αλλά και τον «τόπο» για να τεθούν ως επίδικα των πρακτικών της, έξω από τους περιορισμούς της εθνικής περιχαράκωσης. Ποιός μπορεί να είναι ο τόπος; Η Ευρώπη ίσως. Αλλά με ποιο κοινωνικό σώμα νομιμοποίησης των επιλογών και των αποφάσεων; Ποιός «ευρωπαϊκός λαός» θα ενσαρκώσει τη δημοκρατική λαϊκή κυριαρχία; Με ποιους πολιτικούς μηχανισμούς και θεσμούς θα ενεργοποιηθεί ως πολιτικό υποκείμενο;
Στο σημείο αυτό, ο Τραβέρσο αναπαράγει την αμηχανία και την ασάφεια των απαντήσεων που μας συνοδεύουν από την εποχή του ευρωκομουνισμού. Και που έχουν ενταθεί από τον τρόπο που συντελείται η ευρωπαϊκή ενοποίηση. Η προσέγγιση εξακολουθεί να παραμένει αμετάφραστη στο επίπεδο της συγκεκριμένης πολιτικής πρακτικής. Το ερώτημα για τον τόπο παραμένει ένα ερώτημα ανοιχτό, με την απάντηση να μη προκύπτει δια της απαγωγής στο άτοπο, αλλά να χρειάζεται μια επεξεργασία – μαζί και του παρελθόντος.
• Σε συνάφεια με όλα τα παραπάνω, ο Τραβέρσο θέτει το ζήτημα της ανανέωσης των πολιτικών υποκειμένων, των νέων πολιτικών μορφών έκφρασης και δράσης των κινημάτων αμφισβήτησης. Χωρίς μια «συστατική δύναμη» που αποτυπώνεται σε σταθερά κεκτημένα (και θεσμικά), ο κινηματικός ριζοσπαστισμός έχει μια βραχύβια επίδραση.
Ο Τραβέρσο επισημαίνει την κρίση των συστημάτων πολιτικής αντιπροσώπευσης, την εξάντληση παλιών «πολιτικών μηχανισμών» (;), την απαξίωση μορφών οργάνωσης και συλλογικής δράσης του 20ου αιώνα. Τα νέα κοινωνικά κινήματα, ως προνομιακός φορέας μιας νέας αντικαπιταλιστικής δυναμικής, είναι υποχρεωμένα να ανακαλέσουν και να επεξεργαστούν για όλα αυτά την ιστορική μνήμη. Όχι επειδή η πολιτική διάσταση της δράσης τους θα πρέπει να «εισαχθεί σε αυτά απ’ έξω», αλλά διότι τα όρια των εμπειριών τους θα διευρυνθούν από τη συνάντηση παρελθόντος και μέλλοντος.
Πρέπει, ωστόσο, να σημειώσουμε ότι στο πανόραμα του Τραβέρσο, το Πολιτικό Κόμμα βρίσκεται σε δεύτερο πλάνο. Θίγεται ελλειπτικά και υποτιμημένα. Αλλά τότε θα πρέπει να απαντηθεί συγκεκριμένα ένα κρίσιμο ερώτημα: Πώς ενοποιείται, πως ολοκληρώνεται, πως υπερβαίνει τα όρια ενός παραλυτικού «πλουραλισμού» η κινηματική δράση, χωρίς την ύπαρξη και την επίδραση μιας συνεκτικής ταυτότητας ; Σε ποιο ιδεολογικό και διανοητικό χώρο θα συγκροτηθεί αυτή η ταυτότητα αν όχι σ’ ένα πολιτικό κόμμα;
Αυτά μας αφορούν άμεσα και εμάς
Εδώ εις τα καθ’ ημάς, η συζήτηση για όλα τα παραπάνω έχει βραχυκυκλωθεί. Στη θέση της αναπτύσσονται πολεμικές άνευ περιεχομένου και επιλέγεται ο «ρεαλισμός της ζήτησης των ακροατηρίων του μέσου όρου» που προοιωνίζεται την κατάρρευση.
Η επιστροφή στον οικονομισμό είναι ορατή: Ο «επάρατος κρατισμός» επιστρατεύτηκε το 2008 για να σωθούν επιχειρήσεις και τράπεζες. Τα κεϋνσιανά ψιμύθια ξεθώριασαν γρήγορα. Σήμερα και πάλι, οι αλα-καρτ παρεμβάσεις του κράτους με αφορμή την πανδημία θεωρούνται το προείκασμα δομικών αλλαγών του νεοφιλελευθερισμού, ενεργοποιώντας την όξυνση των αντιφάσεών του. Η υποτίμηση της δυνατότητας να τις εντάξει στις διαδικασίες αναπαραγωγής του, είναι έκδηλη. Η ιδέα ότι η πανδημία θα πυροδοτήσει «αντικειμενικά» την αποδιάρθρωση της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας είναι κάτι παραπάνω από ηθελημένη ψευδαίσθηση.
Η καθηλωμένη και αποδυναμωμένη πολιτική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ επιβάλλει να σκεφτούμε, πέρα από αμήχανες καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις, ότι για την Αριστερά: Η αντιπαράθεση σε επιμέρους «διαχειριστικές ανεπάρκειες» του αντιπάλου, χωρίς αυτή να συναρθρώνεται με τη ριζοσπαστική αντιπαράθεση στα θεμελιώδη στρατηγικά του προτάγματα – Ο εγκλωβισμός των πολιτικών πρακτικών της στο δικό του ιδεολογικό και πολιτισμικό πεδίο – Η υιοθέτηση ενός ομόλογου κομφορμισμού στην άσκηση της πολιτικής – Η πεποίθηση ότι η αναζήτηση μιας ισχυρής ιδεολογικής ταυτότητας αποτελεί σήμερα ένα αχρείαστο αναχρονισμό, είναι οι καλύτερες εγγυήσεις των «αριστερών παρενθέσεων». Οι μάχες που πρέπει να δοθούν για την αποτροπή μιας τέτοιας ανακύκλωσης, κάνουν αυτονόητη την ανάγκη να επανεπεξεργαστούμε το παρελθόν ως ζωτικό πολιτικό διακύβευμα:
• To 1989, η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού δεν οδήγησε την ευρωπαϊκή Αριστερά, και στις δύο εκδοχές της, να επιχειρήσει μια δύσκολη και επίπονη ανανέωση των ιστορικών ταυτοτήτων της με προσήλωση στα αξιακά της προτάγματα, ούτε στην αναζήτηση μιας νέας στρατηγικής αντιπαράθεσης στον καπιταλισμό. Η χειραφέτησή της από ένα χρεωκοπημένο πολιτικό και ιδεολογικό παρελθόν ταυτίστηκε με την υιοθέτηση ενός ρηχού εκσυγχρονισμού. Μια μεγάλη πλειοψηφία της κατέληξε σε μια ταπεινωτική συνθηκολόγηση, που την κατέστησε θλιβερή επιμελητεία της επέλασής των στρατευμάτων του νεοφιλελευθερισμού. Ένα μέρος της προτίμησε το περιθώριο του σεχταρισμού, σε αναμονή των «ευνοϊκότερων συσχετισμών». Ο κόσμος της εργασίας έμεινε ανοχύρωτος και κατακερματισμένος, ευάλωτος στη δημαγωγία του ακροδεξιού αντισυστημισμού. Η διάψευση της επαγγελίας της χειραφέτησης έμοιαζε αμετάκλητη.
• Το «συμβάν» ΣΥΡΙΖΑ, σε μια ευρωπαϊκή χώρα που κατέρρεε από την κρίση, ήταν μια πρώτη ένδειξη ότι ιστορική τομή Αριστερά/Δεξιά μπορούσε πάλι να ενεργοποιηθεί, ότι η ολοκλήρωση του θριάμβου του φιλελεύθερου καπιταλισμού δεν ήταν μια ιστορική «μοίρα». Ένα μέρος της Αριστεράς το αντιμετώπισε ως «ιστορική ανωμαλία» και συντάχθηκε με την αγοραία πολεμική εναντίον του, επιστρατεύοντας το δια πάσαν χρήσιν στερεότυπο του λαϊκισμού. Στο πλαίσιο ενός θετικισμού που «νομιμοποιεί» τη γραμμικότητα της ιστορικής κίνησης, δεν μπήκε καν στον κόπο να αναρωτηθεί αν το συμβάν, με όλους τους περιορισμούς και τις ανεπάρκειες του, είχε μέσα του το σπέρμα της ανάγκης των αριστερών «να ξανασυναντηθούν με το ιστορικό βάθος»· να επικαιροποιήσουν ένα ανολοκλήρωτο παρελθόν αγώνων, διαψεύσεων και ηττών και να νοηματοδοτήσουν εκ νέου την άρνηση ότι το κυρίαρχο βιοπολιτικό παράδειγμα είναι «η φυσιολογική κατάσταση της ανθρωπότητας στη σύγχρονη εποχή».
Η αναμνημόνευση των παραπάνω επαναφέρει το ουσιώδες: Τα αλλεπάλληλα κύματα «ωριμάνσεων» του αριστερού ριζοσπαστισμού, περισσότερο ή λιγότερο βίαια, θα τον εγγράψουν τελικά στην παράδοση της «Αριστερής Μελαγχολίας»; Μπορούμε να κάνουμε κάτι για να το αποτρέψουμε;