«Τα νοσοκομεία σε όλους τους τομείς τους βουλιάζουν από τις ανάγκες, τις οποίες δεν μπορούν να ικανοποιήσουν επαρκώς». Με αυτή τη φράση ξεκίνησε η κουβέντα μας με την γιατρό παθολόγο-εντατικολόγο Χριστίνα Κυδώνα που εργάζεται στο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης Ιπποκράτειο. Και μέχρι το τέλος αυτής της συζήτησης, οι πτυχές που αποκαλύφθηκαν είναι τόσο πραγματικές και συντριπτικές, για το τι σημαίνει να είσαι σήμερα, και εν μέσω πανδημίας, γιατρός στο δημόσιο σύστημα υγείας, αλλά και για το μεταίχμιο στο οποίο ακροβατεί η κοινωνία μας, που χρειάζεται υποχρεωτικά να τις δούμε και να τις δείξουμε. Διαφορετικά η ποινή μας δεν θα είναι παροδική ούτε κάποιο κυβερνητικό πρόστιμο, αλλά ο παρατεταμένος νεοφιλελευθερισμός. Γι’ αυτό η κυβέρνηση υποχρεωτικά αρνείται να δει την πραγματικότητα.
«Ο τομέας που πλήττεται σε τραγικό βαθμό είναι ο χειρουργικός τομέας, αφού ανεστάλησαν όλων των τύπων τα χειρουργεία», εξηγεί η Χ. Κυδώνα. «Εδώ και ένα χρόνο, τα μόνα χειρουργεία που γίνονταν με στοιχειώδη προγραμματισμό στο Ιπποκράτειο ήταν τα ογκολογικά πάσης φύσεως. Κανένα άλλο περιστατικό γενικής χειρουργικής. Τώρα, και με το τελευταίο έγγραφο των αναισθησιολόγων του Ιπποκράτειου, κόπηκαν και αυτά τα χειρουργεία και τελούνται μόνο τα επείγοντα με την έννοια των τροχαίων ή των περιστατικών έκτακτων κακώσεων που τυχόν μπουν σε μια εφημερία, οι καισαρικές τομές. Πρόκειται για ένα μεγάλο τομέα που αναστέλλεται. Αυτό συνέβη εξ ανάγκης, διότι καλύφθηκαν τόσες κλίνες από τους διασωληνωμένους ασθενείς με Covid-19 εκτός εντατικής, για τις οποίες οι αναισθησιολόγοι είναι εντελώς απαραίτητοι, αφού καμιά άλλη ειδικότητα δεν μπορεί να επιβλέπει τους διασωληνωμένους ασθενείς σε μηχανικό αερισμό».
Μακροχρόνιες συνέπειες
Αυτή η πραγματικότητα έχει μακροχρόνιες συνέπειες που θα μας ακολουθούν για χρόνια. «Πρώτον, οι ασθενείς δεν εξυπηρετούνται, δεύτερον αυξάνεται η νοσηρότητα, αφού τουλάχιστον οι μισοί από αυτούς που το δημόσιο νοσοκομείο δεν μπορεί να καλύψει, δεν μπορούν να πληρώσουν την κάλυψή τους από τον ιδιωτικό τομέα, και μακροχρόνια αυξάνεται και η θνητότητα. Για παράδειγμα εμφανίζονται σε μεγάλο ποσοστό ασθενείς με παραμελημένο καρκίνο. Τρίτον, και πολύ σημαντικό επίσης, έχει πληγεί σημαντικά η εκπαίδευση σε όλες τις χειρουργικές ειδικότητες των νέων ειδικευόμενων. Στο μεγαλύτερο νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης που είναι το Ιπποκράτειο, οι ειδικευόμενοι συμμετέχουν σε ένα μόλις χειρουργείο την εβδομάδα, το πολύ δύο. Αυτή η κατάσταση συνεχίζεται εδώ και δύο χρόνια και διαμορφώνει ένα άλυτο πρόβλημα που η πολιτεία ακόμα δεν το έχει διακρίνει για να το αντιμετωπίσει. Οι γιατροί που η συνθήκη αυτή τους πέτυχε στη μέση ή στην αρχή της ειδίκευσης, δεν έχουν στην πραγματικότητα αγγίξει ακόμα την ειδικότητά τους», επισημαίνει η εντατικολόγος στο Ιπποκράτειο.
Κάθε πέρσι και καλύτερα;
Και η κατάσταση σε σχέση με πέρυσι τέτοιο καιρό είναι επιδεινωμένη. «Το φετινό φθινόπωρο έχει άλλες δυσκολίες από το περυσινό, γιατί συνεχίζουμε να καλύπτουμε και την κοινή παθολογία, που έχει τεράστιες ανάγκες, τη στιγμή που εξακολουθεί στο Ιπποκράτειο να μην υπάρχει πνευμονολόγος –δεν υπήρχε και δεν υπάρχει μετά από δύο χρόνια πανδημίας–, οπότε όλο το βάρος το έχουμε επωμιστεί οι παθολόγοι. Αυτό δεν έχει ανακοπεί, διότι αφενός η κοινωνία δεν έχει "κλείσει", αφετέρου ο περισσότερος κόσμος δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί από τον ιδιωτικό τομέα, αφού δεν μπορεί να πληρώσει το απαιτούμενο τίμημα. Επίσης δεν έχει πάψει το εκπαιδευτικό κομμάτι που επιτελείται και από τα δημόσια νοσοκομεία, όπως καλώς προβλέπεται. Πέρυσι είχαν παγώσει όλα αυτά λόγω λοκντάουν και ασχολούμασταν μόνο με τον Covid-19. Αυτό σημαίνει περισσότερες εφημερίες, πολλά διαφορετικά πόστα για τους παθολόγους με διπλασιασμό του φόρτου εργασίας», σημειώνει η Χ. Κυδώνα για την πραγματικότητα των γιατρών του ΕΣΥ.
Μήπως τα τελευταία μέτρα έχουν κάποιο θετικό αποτύπωμα στην εικόνα που παρουσιάζουν τα νοσοκομεία; «Δεν υπάρχει καμία κάμψη των εισαγωγών. Στο Ιπποκράτειο καθόλο τον Νοέμβριο είναι στις 65-70 κάθε τέσσερις μέρες, ενώ τον Οκτώβριο ήταν στις 35 περίπου. Σε μία εφημερία φτάσαμε τις 95 εισαγωγές», υπογραμμίζει η εντατικολόγος. «Δεν υπάρχει επίσης καμία βελτίωση από πλευράς παροχών από την πολιτεία. Αντίθετα, οι επικουρικοί γιατροί παραιτούνται ο ένας μετά τον άλλο και δεν βρίσκουμε ανθρώπους να στελεχώσουν τις θέσεις. Διότι η δουλειά είναι τρομακτική και δεν υπάρχει καμία διασφάλιση για το μέλλον τους». Πώς όμως αξιολογείται μέχρι στιγμής το μέτρο της επίταξης ιδιωτών; «Αξίζει να σχολιαστεί η περίπτωση των ιδιωτών γιατρών που προσήλθαν μέσω επίταξης. Αφενός το κράτος τους αμείβει σημαντικά περισσότερο από εμάς, και σε επίπεδο μισθού και σε επίπεδο εφημερίας. Αφετέρου, όλοι μας είπαν μπαίνοντας ότι έχουν να ασκήσουν νοσοκομειακή ιατρική πάνω από είκοσι χρόνια και δεν μπορούν να ανταποκριθούν. Διακρίνουμε το φόβο στα μάτια των περισσοτέρων για το τι θα αντικρίσουν. Είναι σαφές ότι ο ρόλος τους μπορεί να είναι κατώτερος από εκείνο ενός καλού ειδικευόμενου», εξηγεί η Χ. Κυδώνα.
Κάποια θεμέλια κλονίζονται ριζικά
Όμως, η πραγματικότητα δεν σταματά εδώ. «Η σχέση μας με τους ασθενείς έχει αλλάξει», επισημαίνει η γιατρός του ΕΣΥ. «Πέρυσι στο δεύτερο κύμα υπήρχε καθολικός φόβος αλλά απόλυτη συνεργασία μεταξύ γιατρών και ασθενών. Φέτος δεν είναι έτσι. Βιώνουμε κάποιες καταστάσεις πρωτόγνωρες για εμάς τις οποίες αρκετοί, αρκετές φορές δυσκολευόμαστε να διαχειριστούμε. Κλονίζει ριζικά τα δικά μας θεμέλια. Δεν πρόκειται για την αμφισβήτηση ενός πάσχοντα που θέλει να μάθει γιατί δεν καταλαβαίνει. Αρκετές φορές αντιμετωπίζουμε και από τον πάσχοντα αλλά και από το περιβάλλον του μια επιθετικότητα που καθιστά αδύνατη τη συνεννόηση στο πλαίσιο της κοινής λογικής. Δυστυχώς αντιμετωπίζουμε πολλά τέτοια παραδείγματα. Άνθρωποι που νοσηλεύονται μέσα σε πτέρυγες Covid-19, συνδεδεμένοι με βαριά μηχανήματα οξυγονοπαροχής και εξακολουθούν να πιστεύουν ότι δεν αντιμετωπίζουν τίποτα. Υπάρχουν περιπτώσεις που ακόμα κι όταν έρχονται αντιμέτωποι με την πραγματικότητα, δεν μετακινούνται». Κάπου εδώ η πραγματικότητα γίνεται υποχρεωτικός καταπέλτης…
Και στη θρησκεία, ο άπιστος Θωμάς χρειάστηκε να δει τα σημάδια από τα καρφιά στο σώμα του Ιησού για να πιστέψει. Εδώ φαίνεται να έχουμε περάσει ακόμα και αυτό το ψυχολογικό και νοητικό όριο και μια καινούργια ανάγκη για σκοτάδι μας βυθίζει. «Οι ασθενείς, παρόλο που αγγίζουν τις πληγές τους, δεν πείθονται.»