Το πρώτο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου θα κριθεί, εκτός απροόπτου, η σοβούσα διαπάλη για την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ. Υπό διαφορετικές συνθήκες η αναμέτρηση θα μονοπωλούσε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και των ΜΜΕ αλλά φαίνεται ότι θα περάσει σχεδόν απαρατήρητη. Το να μιλά κάνεις σήμερα για πολιτική είναι σαν να παρουσιάζει συνταγές μπάρμπεκιου σε λέσχη χορτοφάγων. Το γεγονός όμως ότι οι διεργασίες στην κεντρική πολιτική σκηνή προκαλούν πλέον γενικευμένη δυσθυμία δεν σημαίνει ότι στερούνται σημασίας. Θα έλεγα ότι είναι σημαντικές επειδή ακριβώς χωρίς να μας απασχολούν και χωρίς να μπορούμε να τις επηρεάσαμε θα καθορίσουν ουσιωδώς τον ατομικό και συλλογικό βίο για το προσεχές διάστημα. Είναι και αυτό ένα ακόμη σύμπτωμα της μεταδημοκρατικής συνθήκης.
Το ΚΙΝΑΛ και το αίνιγμα της «κεντροαριστεράς»
Θα σχολιάσω, λοιπόν, σύντομα την επικείμενη εσωκομματική αναμέτρηση στο ΚΙΝΑΛ επειδή εκτιμώ ότι αποτελεί βαρόμετρο για το πολιτικό σύστημα συνολικά. Παράλληλα συνοψίζει τις διαθέσιμες εναλλακτικές στο πλαίσιο της κρατικής διαχείρισης.
Και ξεκινώ από το κρίσιμο ερώτημα. Τι είναι το ΚΙΝΑΛ; Ένα κόμμα που σύμφωνα με την τοπογραφική αποτύπωση του πολιτικού πεδίου τοποθετείται στην κεντροαριστερά. Ωστόσο αυτή η κατάταξη καθίσταται κοινότοπη και παραπλανητική αν δεν την κατανοήσουμε στο ιστορικό της συγκείμενο. Στην πραγματικότητα, ο όρος «κεντροαριστερά» υποδηλώνει την μετατόπιση της Αριστεράς σε δεξιότερες θέσεις του ιδεολογικοπολιτικού άξονα. Η μετατόπιση αυτή είναι αποτέλεσμα των ριζικών μεταβολών στους συσχετισμούς ισχύος που αποκρυσταλλώνονται τις τελευταίες δεκαετίες, διεθνώς και στη χώρα μας, όπως αυτές συμπυκνώνονται υλικά στους θεσμούς και στις πολιτικές του κράτους. Παράλληλα, αντανακλά και αντίστοιχους μετασχηματισμούς στις σχέσεις των πολιτικών δυνάμεων με το κράτος και την κοινωνία. Με άλλα λόγια, η σύγχρονη κεντροαριστερά είναι το άθροισμα των κομμάτων με αριστερή καταγωγή, τα οποία αφού διέρρηξαν τους δεσμούς τους με τις ιστορικές κοινωνικές τους αναφορές, ενσωματώθηκαν στο κράτος και ασπάστηκαν ή συμφιλιωθήκαν (με) τη νεοφιλελεύθερη κανονικότητα.
Στη συνάφεια αυτή, το ΚΙΝΑΛ αποτελεί το απομεινάρι ενός μαζικού πολιτικού σχηματισμού, με ισχυρή κοινωνική γείωση, που διαχειρίστηκε με σχετική αποτελεσματικότητα τα κρίσιμα φορτία της πρώιμης και μέσης μεταπολίτευσης. Στη μεταμνημονιακή συνθήκη πολιτεύεται ως ένα κόμμα πλήρως κρατικοποιημένο και τιμαριοποιημένο ή καλύτερα ως ένα δίκτυο το οποίο συντονίζει χαλαρά ρευστές ομαδώσεις πολιτικού προσωπικού και οργανικών διανοουμένων του συστήματος που δρουν με μεγάλη αυτονομία και ευελιξία σε όλες τις περιοχές του κράτους: Στην κεντρική πολιτική σκηνή, στην αυτοδιοίκηση, στον κρατικοποιημένο συνδικαλισμό και στα ποικιλώνυμα think tanks. Το δίκτυο αυτό αναπαράγεται στο εσωτερικό του κράτους, με πόρους του κράτους και συντονίζεται με τα εκάστοτε προτάγματά του.
Έξι υποψήφιοι, τρεις στρατηγικές, «μία πολιτική»
Οι δομικοί περιορισμοί της πολιτικής συγκυρίας και οι προϊούσες μεταλλάξεις της λεγόμενης κεντροαριστεράς προκαθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις στρατηγικές των επίδοξων διεκδικητών της ηγεσίας, τις δυνητικές συμμαχίες και εντέλει το μέλλον του ΚΙΝΑΛ.
Ο Α. Λοβέρδος αν και διεκδικεί τα ιστορικά σύμβολα της παράταξης αποτελεί ιδεοτυπικό εκπρόσωπο του ακραίου κέντρου. Η εκλογή του στην ηγεσία του κόμματος θα σηματοδοτήσει μια σαφή μετατόπιση σε δεξιότερες θέσεις του άξονα. Είναι, λοιπόν, βέβαιο ότι ως αρχηγός θα αποτελέσει προνομιακό συνομιλητή και αξιόπιστο κυβερνητικό εταίρο της ιθύνουσας ομάδας της Δεξιάς, ενώ θα συνδράμει αποφασιστικά στις πλέον αυταρχικές και ταξικές διευθετήσεις. Η εμφατική διαφοροποίησή του από την κομματική γραμμή στη συζήτηση για τους νέους ποινικούς κώδικες αποτύπωσε με σαφήνεια το ιδεολογικοπολιτικό του στίγμα και προοικονόμησε τις επιλογές του.
Ο Ν. Ανδρουλάκης εκφράζει την εγχώρια εκδοχή της γραφειοκρατικοποιημένης και κυβερνητικά προσανατολισμένης ευρωπαϊκής νέας σοσιαλδημοκρατίας. Η τακτική του χαρακτηρίζεται από ευελιξία. Ο προγραμματικός του λόγος σκόπιμα αμφίσημος, με μετασημασιολογημένες αναφορές σε όλες τις στιγμές και όλες τις γενιές του ιστορικού ΠΑΣΟΚ, του επιτρέπει να απευθύνεται σε διαφοροποιημένα ακροατήρια και να προσαρμόζεται χωρίς ουσιαστικές δεσμεύσεις σε όλα τα πιθανά κυβερνητικά σενάρια, στο πλαίσιο πάντα της ορθόδοξης διαχείρισης. Οι τελικές επιλογές του στο επίπεδο του πολιτικού προγράμματος και των συμμαχιών θα εξαρτηθούν από τους συσχετισμούς και τις τάσεις που θα διαμορφωθούν το προσεχές διάστημα διεθνώς και στη χώρα μας.
Ο Γ. Παπανδρέου πολιτεύεται ως καταπιστευματοδόχος ενός φθίνοντος πολιτικού κεφαλαίου, που συγχωνεύει τα εναπομείναντα ενεργά φορτία της οικογενειακής παράδοσης και του πάλαι ποτέ κραταιού κομματικού μηχανισμού. Παρόλο που η δεύτερη επιστροφή του στην πολιτική σκηνή ανέπτυξε, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, απροσδόκητη δυναμική, ακόμα και αν κατορθώσει να κατισχύσει στο εσωκομματικό παίγνιο δεν φαίνεται ικανός να αποτελέσει πόλο πλειοψηφικής συσπείρωσης. Η επιρροή του περιορίζεται σε τμήματα του κεντρικού μηχανισμού και παραδοσιακούς ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, ενώ απωθεί την πλειονότητα του δυνάμει κομματικού ακροατηρίου.
Ωστόσο, η εκλογή του είναι αυτή που θα μπορούσε να σηματοδοτήσει, υπό προϋποθέσεις, και τις πλέον ενδιαφέρουσες ανακατατάξεις στο κομματικό σύστημα. Βραχυπροθέσμα ενδεχομένως δυσχεράνει την κεντρώα διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ, αφού πολλά από τα πασοκογενή στελέχη που συμμετέχουν στο εγχείρημα και διατηρούν ισχυρούς προσωπικούς και πολιτικούς δεσμούς με τον Γ. Παπανδρέου είναι πολύ πιθανό να παλιννοστήσουν στην οικεία και ασφαλή εστία της παράταξης. Μεσοπρόθεσμα, όμως, μπορεί να αμβλύνει τις έκδηλες ασσυμετρίες στη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων και να απεγκλωβίσει τον ΣΥΡΙΖΑ από την ιδιότυπη πολιτική του απομόνωση. Η παρουσία του Γ. Παπανδρέου στην ηγεσία θα αφυπνίσει τα αντιδεξιά ανακλαστικά του κόμματος και θα οξύνει το μέτωπο με τη ΝΔ, με επίκεντρο τη δικαιωματική ατζέντα. Κυρίως, όμως, βοηθούντος και του αναλογικού συστήματος, μπορεί να διευκολύνει ευρύτερες συμμαχίες με κυβερνητική προοπτική στο χώρο της «κεντροαριστεράς». Το σενάριο αυτό θα εξαρτηθεί ασφαλώς από τους συσχετισμούς που θα προκύψουν στις επόμενες εκλογές και από την κομματική σύνθεση της νέας Βουλής.
Παρα τις εμφανείς διαφοροποιήσεις σε ζητήματα στρατηγικής και συμμαχιών κανένας υποψήφιος δεν επαγγέλλεται ένα ριζοσπαστικό πολιτικό σχέδιο που αμφισβητεί τις κυρίαρχες διευθετήσεις. Τα προγράμματά τους εντάσσονται εντός του περιοριστικού πλαισίου των ανεκτών εναλλακτικών κυβερνητικής διαχείρισης και κυμαίνονται μεταξύ του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού και του νεοφιλελευθερισμού «με ανθρώπινο πρόσωπο».
Αστάθμητη έκβαση, (σχετικά) προβλέψιμα αποτελέσματα
Δύσκολα μπορεί κανείς να προεξοφλήσει την έκβαση της εσωκομματικής αναμέτρησης. Θεωρώ ότι οι δημοσκοπήσεις αδυνατούν, για αντικειμενικούς λόγους, να καταγράψουν τους πραγματικούς συσχετισμούς, ενώ οι αντιφατικές «παραστάσεις νίκης» που διακινούνται από τα ΜΜΕ εξυπηρετούν μάλλον σκοπιμότητες και σχεδιασμούς παρά αποτυπώνουν τη δυναμική των υποψηφίων. Είναι μάλιστα ριψοκίνδυνη ακόμα και η πιθανολόγησή της, στο βαθμό που δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε το μέγεθος και τη σύνθεση της εκλογικής βάσης. Οι ποσοτικές και ποιοτικές διαστάσεις της συμμετοχής θα εξαρτηθούν από δυο κυρίως παράγοντες: πρώτον από την ικανότητα κινητοποίησης των αποκεντρωμένων, αποϊδεολογικοποιημένων και εν πολλοίς προσωποπαγών νεοπελατειακών δικτύων που διατηρούν οι κομματικοί τιμαριούχοι και δεύτερον από τη διάθεση και τη δυνατότητα των «ενδιαφερόμενων τρίτων» να ενεργοποιήσουν ευκαιριακούς ψηφοφόρους.
Ανεξάρτητα όμως από την ηγεσία που θα αναδείξει η εσωκομματική κάλπη, η θέση του ΚΙΝΑΛ στο κομματικό σύστημα και η ιδεολογικοπολιτική του φυσιογνωμία είναι περίπου προδιαγεγραμμένα. Κατά πάσα πιθανότητα, εφόσον βέβαια ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίσει τα σημαντικά κενά και τις υστερήσεις στη διαδικασία θεσμοποίησής του, το ΚΙΝΑΛ θα παραμείνει ένα σχετικά μικρό κόμμα με περιορισμένο και γερασμένο ακροατήριο ευθυγραμμισμένων ψηφοφόρων. Στην πραγματικότητα, παρά τις αισιόδοξες υποσχέσεις κανένας από τους επίδοξους αρχηγούς δεν διαθέτει αξιόπιστο σχέδιο και πολιτικές δεξιότητες που θα βγάλουν το κόμμα από την παρατεταμένη πολιτική καθήλωση και κοινωνική αποξένωση. Καμιά πολιτική πρόταση δεν προσφέρει αξιόπιστες απαντήσεις στο υπαρξιακό για το ΚΙΝΑΛ ερώτημα, δηλαδή πως το εγχείρημα της ανασυγκρότησης θα αποκτήσει κοινωνική γείωση.
Φαινομενικά παράδοξα αυτή η στασιμότητα που προοιωνίζεται η επόμενη μέρα δεν φαίνεται να απειλεί προοπτικά τη βιωσιμότητα του κόμματος. Αναμφίβολα η αναμέτρηση θα προκαλέσει τραύματα και εσωτερικά ρήγματα. Ενδεχομένως αποτελέσει αφορμή για την τυπική ενσωμάτωση της συνιστώσας του ακραίου κέντρου στη Δεξιά. Δύσκολα όμως θα πυροδοτήσει διαδικασίες αποσύνθεσης και κατακερματισμού. Οι τιμαριούχοι γνωρίζουν ότι η αναπαραγωγή τους περνά μέσα από την καταναγκαστική ενότητα υπό την κοινή στέγη ενός υπολογίσιμου πολιτικά brand name. Η οργανική σύμφυση της παράταξης με το κράτος και οι ευκαιρίες που προσφέρει αυτή ακόμη και στους μικρούς εταίρους του κομματικού καρτέλ έχουν υφάνει ισχυρά νήματα που συνέχουν τα δίκτυα του πολιτικού προσωπικού του κράτους και τους μηχανισμούς τους. Το ΠΑΣΟΚ είναι και μάλλον θα είναι για πολύ εδώ ενωμένο, έστω και αποδυναμωμένο. Γιατί το ΠΑΣΟΚ, στις ποικίλες μεταλλάξεις του, είναι εγγεγραμμένο, συμβολικά και υλικά, στον πυρήνα του κράτους.