Ποιο είναι το όριο που ξεπερνά η επανάληψη ώστε να γίνει μονιμότητα; Πόσες φορές θα βιώσουμε ξανά το ίδιο μέχρι να σταματήσει να μας εκπλήσσει και στη συνέχεια μέχρι να σταματήσουμε να το παρατηρούμε; Η επανάληψη μάς διδάσκει τις παρουσίες, μας μαθαίνει να τις αναγνωρίζουμε σαν κάτι οικείο, σαν κάτι ταιριαστό στο φόντο των γεγονότων μας, κάτι που δεν μας ξαφνιάζει και δεν μας ανησυχεί. Πόσες επαναλήψεις έχουμε περάσει από εκείνη την άνοιξη, όταν μάθαμε να τρομάζουμε συλλογικά από τους αριθμούς και τους δείκτες; Και τώρα, μπροστά σε μια εκ νέου επανάληψη που μας είχαν καθησυχάσει πως δεν θα έρθει ποιο όριο είναι αυτό που ξεπερνούμε;
Ποιο είναι το όριο των παύσεων; Ποιος είναι ο αριθμός αυτός που πρέπει να συμπληρωθεί ώστε να παύσουμε να αντιμετωπίσουμε την παύση ως τέτοια; Το σημείο εκείνο που αφού το ξεπεράσεις αντιλαμβάνεσαι πως δεν πρόκειται για μια διακοπή της ζωής σου αλλά ένα κομμάτι ενσωματωμένο στη διάρθρωση του χρόνου σου, ένα κομμάτι που στην πραγματικότητα έχεις εντάξει στον ρυθμό των πραγμάτων; Ναι, η καραντίνα όταν γίνει ρουτίνα θα γίνει ταυτόχρονα και ρυθμός των πραγμάτων, ένας όρος που περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο μοιράζεται η δραστηριότητα μέσα στον χρόνο. Όμοια με την θερμοκρασία που ορίζει τις διακοπές μας, όμοια με τα κατάλοιπα των θρησκευτικών εορτών που μοιράζουν τις άδειές μας.
Ποιο είναι το όριο της κανονικότητας; Το σημείο αυτό όπου όλο το έκτακτο γίνεται καθημερινό; Το σημείο εκείνο που συνηθίζεις; Και όλη η συνθήκη που παρά τα αγκάθια και την επικινδυνότητά της, παρά την τραγωδία και το έγκλημα διαχείρισης που κουβαλά τελικά γίνεται μια συνθήκη καθημερινή, σχεδόν κατοικίδια, σαν αυτούς που επιμένουν πως είναι καλή ιδέα να συντηρούν μια ταραντούλα στο σπίτι τους; Το σημείο αυτό όπου η απώλεια και η αγριότητα θα σταματήσει να μας εκπλήσσει και απλώς θα την εντάξουμε στο καθημερινό μας πρόγραμμα όπως τη σιέστα ή τις κυριακάτικες οικογενειακές συναντήσεις;
Ποιο είναι το όριο της μεταμόρφωσης; Το σημείο εκείνο όπου οι ζωές μας αλλάζουν κατεύθυνση αμετάκλητα καταφάσκοντας στις νέες συνθήκες. Σκύβουν το κεφάλι και προσαρμόζονται σε δεδομένα που ποτέ δεν είχανε φανταστεί. Αλλάζουν τους όρους με τους οποίους είχαν μάθει να εργάζονται, αλλάζουν το ίδιο το αντικείμενο της εργασίας τους και προσαρμόζονται σε συνθήκες που πια αναγνωρίζουν ως αμετάκλητες. Μετακομίζουν στην επαρχία, σε καλύτερες συνθήκες ζωής, δουλεύουν από απόσταση οριοθετημένοι από χίλια αόρατα καλώδια, αποδέχονται τις μάσκες, τα γάντια, τα αντισηπτικά ως στοιχεία της καθημερινής γκαρνταρόμπας τους, όμοια με τα κραγιόν, τα γυαλιά ηλίου, τα καπέλα. Εξίσου οικεία και εξίσου καθημερινά.
Και πάνω απ όλα, ποιο είναι το όριο της αντοχής μας; Της οικονομικής, της κοινωνικής, της υπαρξιακής αντοχής μας; Πόσο ακόμη; Για πόσο ακόμη; Ποιο είναι το σημείο αυτό όπου ο καθένας μας ξεχωριστά και στη συνέχεια όλα αυτά τα «ξεχωριστά» που συναντιούνται και λίγο πιο μετά όλοι μαζί θα αντιδράσουμε σε όλη την επιβεβλημένη συνθήκη, σε όλους αυτούς τους τρόπους διαχείρισης που άλλαξαν το σχήμα του ψυχισμού, των σωμάτων, των ζωών μας;
Το όριο, το κάθε όριο, τίθεται πάντα από εμάς τους ίδιους. Όσο επιβεβλημένο και αν φαντάζει, όσο υποχρεωτικό και αν προσπαθεί να φανεί. Είναι η δική μας στάση αυτή που το καθορίζει, η παθητικότητα η ή ενέργειά μας αυτό που του επιτρέπει να ακουμπήσει το χώμα και να δώσει σχήμα στις ζωές μας. Όλοι μαζί και ο καθένας ξεχωριστά οφείλουμε σε αυτή την εκ νέου συνθήκη να αναρωτηθούμε ποιο είναι το συνολικό όριο που επιθυμούμε. Και ποιες είναι οι ενέργειες αυτές που το χαράζουν.