Φωτογραφία της Μαριάννας Τζιαντζή: Γιώργος Τουρκοβασίλης
Με ευαισθησία και ικανές δόσεις χιούμορ, η ιδιαίτερα παρατηρητική Μαριάννα Τζιαντζή περιγράφει στο νέο της βιβλίο εικόνες της καθημερινότητάς μας, εστιάζοντας σε σημεία στα οποία δεν κάθεται αμέσως το βλέμμα. Είναι η δεύτερη συλλογή διηγημάτων της, ενώ έχει δημοσιεύσει και δύο μυθιστορήματα, όλα από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Η Μαριάννα Τζιαντζή έχει επίσης μεταφράσει μεγάλο αριθμό βιβλίων, τόσο λογοτεχνικών όσο και δοκιμιακών, ενώ είναι τακτική αρθρογράφος και χρονογράφος στο Πριν και την Εφημερίδα των Συντακτών. Στη συνέντευξη που παραχώρησε στην Εποχή των Βιβλίων μιλάει για πολύ διαφορετικά θέματα που ξεπηδούν από τα διηγήματά της, από την Αθήνα και την κρίση μέχρι τα ζώα συντροφιάς και τα κινέζικα μαγαζιά, πάντα με τη ματιά μιας συγγραφέα με οξύ πολιτικό αισθητήριο.
Γράψατε ιστορίες ανθρώπων που αγκομαχούν οικονομικά στα χρόνια της κρίσης. Ήταν σκοπός σας να αποτυπώσετε το κλίμα αυτών των χρόνων;
Σκοπός μου δεν ήταν να αποτυπώσω ένα κλίμα, αλλά να αποτυπώσω ιστορίες που γεννήθηκαν μέσα στο δοσμένο κλίμα. Το ίδιο το κλίμα μάς επιβλήθηκε, όπως σήμερα μας επιβάλλεται το κλίμα της πανδημίας, μας επιβάλλεται ο φόβος της ασθένειας και του θανάτου και συνακόλουθα ο φόβος του Άλλου.
Από την άλλη, ο κόσμος του πλούτου είναι μάλλον απών ή παρών μόνο μέσα από το βλέμμα των πολύ λιγότερο εύπορων πρωταγωνιστών σας. Σας φαίνεται ένας κόσμος βαρετός και λογοτεχνικά μη ενδιαφέρων;
Αν ο κόσμος του πλούτου (και της εξουσίας) ήταν βαρετός, δεν θα διαβάζαμε ούτε τον Τολστόι ούτε τον Μπαλζάκ ούτε τον Λαμπεντούζα ούτε πολλούς άλλους. Το καθετί μπορεί να παρουσιάζει λογοτεχνικό ή ευρύτερα καλλιτεχνικό ενδιαφέρον, από το δικό μας βλέμμα εξαρτάται. Πάντα διάβαζα με ενδιαφέρον βιογραφίες ή αυτοβιογραφίες επιχειρηματιών, από τον Χριστόφορο Κατσάμπα μέχρι τον Άκιο Μορίτα και τον Στιβ Τζομπς, όμως δεν μπορώ να γράψω για τους κόσμους τους. Παραφράζοντας τη ρήση «τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο», θα έλεγα ότι τίποτα το υπαρκτό δεν μου είναι αδιάφορο, ακόμα κι αν ξέρω ότι ποτέ δεν θα μπορέσω να το κατανοήσω σε βάθος.
Σε ποιο ακριβώς διάστημα είναι γραμμένα τα διηγήματα; Απ’ ό,τι αντιλαμβάνεται κανείς τα περισσότερα είναι πριν την πανδημία. Τι θα προσθέτατε τώρα;
Το υλικό για τα διηγήματα συγκεντρώθηκε στη διάρκεια πολλών χρόνων. Όπως ένας φωτογράφος που τραβά φωτογραφίες στο δρόμο κι εμφανίζει τα φιλμ πολύ αργότερα, έτσι κι εγώ κρατώ εδώ και δεκαετίες εκατοντάδες σημειώσεις από εικόνες, λόγια, χειρονομίες, ιστορίες, αφηγήσεις ανθρώπων, γνωστών και αγνώστων. Και όταν έρχεται η στιγμή της σύνθεσης, της γραφής των διηγημάτων, κάποια από αυτά που έζησα από πρώτο ή δεύτερο χέρι επανέρχονται. Η πανδημία άλλαξε τα πάντα, έδωσε στη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας την ευκαιρία να επιβάλει αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις, που οι θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού ονειρεύονταν εδώ και χρόνια. Η προ της πανδημίας κατάσταση μοιάζει σχεδόν ειδυλλιακή σε σύγκριση με τις βάρβαρες τομές που πραγματοποιούνται σήμερα, οπότε αν ξανάγραφα τις ίδιες ιστορίες, μάλλον θα τις έγραφα διαφορετικά.
Στο «Μέλι από την Άνω Βροχίτσα» παρουσιάζετε μια εικόνα των «αγωνιστών του Πολυτεχνείου» μέχρι και θλιβερή, με την έννοια ότι η χρησιμότητά τους πια είναι να τους καλούν σε γιορτές σχολείων κάθε επέτειο για να μεταφέρουν τις εμπειρίες τους, την ίδια ώρα που οι ίδιοι ζουν συχνά τα δικά τους υπαρξιακά αδιέξοδα. Τι είναι για εσάς το Πολυτεχνείο σχεδόν πενήντα χρόνια μετά;
Το Πολυτεχνείο δεν έριξε άμεσα τη χούντα, όμως υπονόμευσε τα θεμέλιά της και άφησε μια πολύτιμη παρακαταθήκη. Πιστεύω ότι οι «αγωνιστές του Πολυτεχνείου», ανεξάρτητα από τον δρόμο που τράβηξαν μετά, αξίζουν τον σεβασμό μας, όπως τον αξίζουν και πολλοί άλλοι που στον περασμένο αιώνα αγωνίστηκαν για την ελευθερία και τη δημοκρατία και συχνά κάτω από πιο σκληρές συνθήκες. Στο διήγημα «Μέλι από την Άνω Βροχίτσα» αναφέρομαι στους αφανείς του Πολυτεχνείου, που είχαν την τύχη να ζήσουν μια μεγάλη ιστορική στιγμή. Το ίδιο το Πολυτεχνείο είναι μια απόδειξη ότι ακόμα και στην πιο μαύρη νύχτα, στην πιο καταθλιπτική ακινησία, μπορεί να ξεπεταχτεί η φλόγα της ανυπακοής και της εξέγερσης.
Ένας ήρωάς σας σχεδόν παραληρεί κατά της «κινέζικης εισβολής», στα όρια της σινοφοβίας. Θεωρείτε ότι η παρουσία της κινεζικής κοινότητας διαφέρει πολύ από την παρουσία άλλων κοινοτήτων μεταναστών; Πώς τη βλέπει ο μέσος Έλληνας;
Ξέρουμε ίσως το πρόσωπο του κινέζου μαγαζάτορα, όχι όμως του κινεζικού καρχαρία στο real estate και αλλού. Η εν Ελλάδι κινεζική κοινότητα είναι κλειστή και μας είναι άγνωστη. Η σινοφοβία ενός ξεπεσμένου μικρομεσαίου στο βιβλίο μου, μια αντίδραση στην κινεζική εισβολή στο λιανεμπόριο, συνδέεται με ένα είδος αυτολύπησης, με την επίγνωση ότι το φτηνό το κρέας τα σκυλιά το τρώνε. Ασφαλώς υπάρχουν και κινεζικά προϊόντα πολυτελείας, δίχως όμως τη σινική στάμπα. Τα φτηνά κινεζομάγαζα είναι η διέξοδος των φτωχών και οι πελάτες τους διαφέρουν ως προς το εισόδημα, π.χ., από εκείνους του Golden Hall.
Στο διήγημα «Μέγαρο Υπατία» φτιάχνετε μια ιστορία στην οποία πρωταγωνιστούν οι μετανάστες-απεργοί πείνας που ζητούσαν άδεια παραμονής, οι αλληλέγγυοι και μια μοναχική Ελληνίδα που έχει επιστρέψει για λίγο από τις ΗΠΑ όπου ζει και που αναλαμβάνει να πλένει τις κάλτσες των απεργών. Η τελευταία αναφέρει μια παλιά ταϊλανδέζικη παροιμία: «στα κλαριά ενός καλού δέντρου χίλια πουλιά χωρούν». Αναρωτιέται όμως και αν χωρούν εκατό χιλιάδες ή ένα εκατομμύριο. «Οπότε η κοινή λογική λέει πως χρειαζόμαστε είτε περισσότερα δέντρα είτε λιγότερα πουλιά», προσθέτει. Αρκετά χρόνια μετά τα γεγονότα του Μεγάρου Υπατίας, τα προσφυγικά και μεταναστευτικά κύματα είναι πολύ μεγαλύτερα. Υπάρχει κοινή λογική σήμερα; Και αν ναι, ποια είναι;
Η κοινή λογική θα μας υπαγόρευε να μη βλέπουμε σαν πλεονάζοντα πλάσματα τα «πουλιά», αλλά τις διεθνείς κι εγχώριες πολιτικές που τα έδιωξαν από τον τόπο τους. Εχθρός δεν είναι τα πετεινά του ουρανού, αλλά οι πολιτικές που γεννούν τα προσφυγικά κύματα.
Κρυφή πρωταγωνίστρια σε πολλά διηγήματά σας είναι η ίδια η πόλη, η Αθήνα, παλιά της και νέα τοπόσημα. Πώς την αξιολογείτε, σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές και μη πόλεις που γνωρίζετε και πώς τη βλέπετε να αλλάζει, ιδίως το κέντρο της, στην εποχή του rbnb και των boutique hotels;
Φτωχομάνα την Αθήνα δεν την λες. Δεν είναι η πόλη «που αφουγκράζεται τους στεναγμούς των ορφανών και καταπίνει το δάκρυ των παιδιών», όπως είχε γράψει παλιά κάποιος για την Όξφορντ Στριτ του Λονδίνου. Κάποτε ήταν, τουλάχιστον κάποιες γειτονιές της ήταν. Η άλλη όψη του λεγόμενου εξευγενισμού, του gentrification, είναι ο κοινωνικός αποκλεισμός, η ταξική μονοκαλλιέργεια. Το πρόβλημα της κατοικίας για τους νέους και τους οικονομικά αδύνατους ήδη παίρνει και θα πάρει ακόμα πιο σκληρές διαστάσεις, θα γίνει πολιτικό ζήτημα πρώτης γραμμής, όπως ήδη συμβαίνει και σε αρκετές ευρωπαϊκές πόλεις. Στις αξίες γης που καλπάζουν, στα απλησίαστα ενοίκια αντιστοιχεί η απλησίαστη ζωή, αυτή που την κοιτάμε πίσω από το τζάμι.
Σε κάποια διηγήματά σας διακρίνει κανείς έναν σκεπτικισμό για τα ζώα συντροφιάς εντός σπιτιού, που είναι όλο και περισσότερα, και τις βόλτες με λουρί (για τα σκυλιά) να πάρουν αέρα. Επίσης, σε άλλο επίπεδο, βλέπουμε και την ανάπτυξη ενός δικαιωματισμού σε σχέση με το ζωικό βασίλειο. Πώς αντιλαμβάνεστε εσείς αυτά τα φαινόμενα; Ως μία μόδα, ως σύμπτωμα μιας παράξενης εποχής ή ως έκφραση κάποιου βαθύτερου στοιχείου;
Η ζωή μας έχει αλλάξει – και με τα μνημόνια και με την πανδημία. Και στην αλλαγμένη αυτή ζωή τα λεγόμενα ζώα συντροφιάς φαίνεται σήμερα να έχουν πιο ταιριαστή θέση σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Είναι μόδα, είναι αρχέγονη ανάγκη, δεν ξέρω. Ξέρω όμως ότι η αγάπη για τα ζώα δεν συνοδεύεται πάντα από αγάπη για τους ανθρώπους, αν και δεν ισχύει το αντίστροφο, δηλαδή η σκληρότητα προς τα ζώα συνήθως σημαίνει και σκληρότητα προς τους ανθρώπους. Όπως αναφέρει ο Πολ Μέισον, στο προτελευταίο βιβλίο του που πρόσφατα μετέφρασα, το πρόβλημα είναι ότι κάποιοι έχουν αρχίσει να θέτουν «την τεχνητή νοημοσύνη στο ίδιο επίπεδο με τους ανθρώπους, και τους ανθρώπους στο ίδιο επίπεδο με τα ζώα» και ταυτόχρονα –και ως λογικό επακόλουθο– εγκαταλείπεται κάθε αναφορά στον κοσμικό ουμανισμό.
Στα διηγήματά σας πρωταγωνιστεί μια οικογένεια της λεγόμενης μεσαίας τάξης. Πρόσωπα της οικογένειας αυτής, αλλά και άλλα, μπαινοβγαίνουν στα διηγήματα – αν και όχι σε όλα. Γιατί επιλέξατε τη μορφή της συλλογής διηγημάτων και όχι του μυθιστορήματος;
Ίσως γιατί υπάρχει κάποια αντιστοιχία ανάμεσα στις σχετικά σύντομες αφηγήσεις και στον ασθματικό, ασυνεχή ρυθμό στη δική μου ζωή, όπως και στη ζωή των πολλών. Η στερεότητα, το συμπαγές, οι βεβαιότητες, όλα έχουν σαρωθεί. Η πανδημία, όπως συνέβαινε και στα χρόνια της κρίσης, μας ωθεί να ζούμε από μέρα σε μέρα, σε μια αέναη προσωρινότητα. Και το διήγημα μοιάζει να ανταποκρίνεται στο ευάλωτο και το προσωρινό της ζωής μας σήμερα. Ένα μυθιστόρημα θα απαιτούσε μια κεντρική σύλληψη, κάποια θεμέλια που σήμερα βρίσκω να έχουν κλονιστεί. Πάνω στην ψηφιακή άμμο ή στο «νέφος», το cloud, χτίζουμε οι περισσότεροι τα μικρά κάστρα μας.
Υπάρχει διάχυτη στην ατμόσφαιρα η αναδίπλωση στον εαυτό και η έλλειψη συλλογικών δράσεων και αιτημάτων. Είμαστε μια κουρασμένη κοινωνία κλειστών οριζόντων;
Μες στην πανδημία, έχει κανείς την εντύπωση ότι η κοινωνία γέρασε απότομα. Βλέπω παλιές ταινίες στην τηλεόραση ή στον υπολογιστή (τι παλιές, λίγων δεκαετιών) και αυθόρμητα σκέφτομαι «τι συνωστισμός!» ή «πώς ζούσαν έτσι οι άνθρωποι, πώς στριμώχνονταν! Πώς γλεντούσαν!». Δηλαδή το φυσιολογικό μοιάζει παράλογο και το παράλογο μοιάζει αναγκαίο. Όμως οι ορίζοντες δεν κλείνουν ποτέ. Είναι αλήθεια ότι οι συνθήκες δεν ευνοούν τη συλλογική δράση, όμως ο κίνδυνος είναι να εσωτερικεύσουμε την αδυναμία μας, να πειστούμε ότι δεν γίνεται αλλιώς. Πάντα υπάρχει ένα «αλλιώς», έστω και δυσδιάκριτο και δύσκολα διατυπώσιμο.
Ως συγγραφέας και ως ενεργός πολίτης, σε μια εποχή πρωτοκαθεδρίας του οικονομισμού και του there is no alternative, πού νιώθετε ότι μπορεί κανείς ακόμα να αναζητά την ελπίδα και την ανθρωπιά;
Την αλήθεια αξίζει να αναζητήσουμε. Η ελπίδα ακολουθεί. Και η αλήθεια δεν είναι ετοιμοπαράδοτη, συχνά την πλακώνουν βουνά ψευδοπληροφόρησης. Ούτε είναι ιδιοκτησία μιας κάστας φωτισμένων. Όσο για την ανθρωπιά, την φοβάμαι αυτή τη λέξη, καθώς συχνά εκείνοι που με ζήλο την επικαλούνται μπορεί να είναι οι πιο κυνικοί και απάνθρωποι.