Σε όλη μου τη ζωή ένιωθα αποστροφή από την οποιαδήποτε αυτοαναφορικότητα. Σε μια χώρα που ο καθένας θεωρεί ότι είναι σε θέση να ξεστομίσει την φράση «ξέρεις ποιος είμαι εγώ», λες και είμαστε όλοι υποχρεωμένοι να γνωρίζουμε την πορεία του καθενός, πόσο μάλλον να νιώσουμε αρκετό δέος ώστε να καταλάβουμε ότι έχουμε απέναντι μας κάποιον «σπουδαίο», κατά το κοινώς αποδεκτόν, άνθρωπο, εγώ έμενα παγερά αδιάφορος για τα επιτεύγματα του καθενός εκτός βέβαια από επιτεύγματα ανθρώπων που έφεραν στην κοινωνία πρόοδο, αλλά βέβαια τέτοιοι άνθρωποι δεν θα λέγανε ποτέ αυτή τη φράση.

Έτσι ποτέ δεν ήθελα να είμαι ο άνθρωπος που θα απαξιώσει τη λαϊκότητα ως κιτς, λες και μεγαλώσαμε όλοι σε ένα περιβάλλον όπου ο λιγότερο μορφωμένος άνθρωπος δίπλα μας ήταν μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ούτε θεώρησα ποτέ ότι το σχολείο και γενικά το σύστημα εκπαίδευσης ήταν ο καθοριστικότερος παράγοντας ως προς την κοινωνική χρησιμότητα. Εξάλλου, όποιος είναι μεγαλωμένος σε μια λαϊκή γειτονιά θα ήταν γελοίο να απαξίωνε, για παράδειγμα, τη λαϊκή κουλτούρα ή ακόμα και την ακαδημαϊκή μόρφωση του διπλανού, μια και τα ταξικά χαρακτηριστικά του εκπαιδευτικού συστήματος μιας χώρας στον καπιταλιστικό κόσμο είναι αισθητά ακόμα και σε όσους δεν έχουν επαφή με την Αριστερά.

Τι γίνεται όμως όταν μπερδεύεται η έλλειψη ακαδημαϊκής και κοινωνικής μόρφωσης, η αυτοαναφορικότητα και το μπέρδεμα ανάμεσα στη λαϊκότητα και τον λαϊκισμό;

 

Τις τελευταίες μέρες, όλοι έχουμε γίνει μάρτυρες ενός κωμικοτραγικού θεάματος. Σε τηλεοπτικό ριάλιτι μεγάλου καναλιού της χώρας, πρωταγωνιστεί ένας άνθρωπος με 3 βουλευτικές θητείες, και άλλες 3 (η τελευταία κουτσουρεμένη λόγω εμπλοκής σε σκάνδαλο που οδήγησε στη καθαίρεσή του) στην τοπική αυτοδιοίκηση ως νομάρχης και αργότερα περιφερειάρχης.

Η εικόνα του Παναγιώτη Ψωμιάδη ως ενός ανθρώπου που έβγαλε «το πανεπιστήμιο της ζωής» και που πουλούσε παντόφλες και έφτασε σε κάποια πολιτειακά αξιώματα, από μόνη της δεν μου προκαλεί αλγεινή εντύπωση καθώς, όπως προείπα, δεν είναι η ακαδημαϊκή μόρφωση αυτή που σε καθορίζει ως άνθρωπο αλλά η κοινωνική σου μόρφωση και πώς αυτή είναι χρήσιμη στη κοινωνία. Θα μπορούσα ακόμα να προσπεράσω και την εικόνα του νομάρχη-Ζορό, του νομάρχη που πήρε δικάβαλο με το σκούτερ τη νικήτρια της Γιουροβίζιον, που πηγαίνει στις εκπομπές του Σπύρου Παπαδόπουλου και παίρνει το μικρόφωνο και τραγουδάει, ως μια εικόνα γραφική αλλά ακίνδυνη. Ακόμα και το κομμάτι της σάτιρας, για την οποία στη δύση του 2021 ακόμα γίνεται λόγος για το όριό της, το εκμεταλλευόταν επικοινωνιακά. Ήθελε τη σάτιρα των ΑΜΑΝ, του Λάκη Λαζόπουλου κ.ά., προκειμένου να βγαίνει και να λέει: «Ο Ψωμιάδης είναι ο άνθρωπος σας! Ο νομάρχης της καρδιάς σας!»

 

Το πρόβλημα και το αντίθετό του

 

Το πρόβλημα έχει δύο σκέλη. Το πρώτο, όταν ο κόσμος δεν ψηφίζει πολιτικά αλλά τρολάροντας το σύστημα με το επιχείρημα «έχει πλάκα αυτός, ας τον ψηφίσουμε». Το ίδιο είχε γίνει πάνω κάτω με τον Βασίλη Λεβέντη, που μέχρι να τον ψηφίσουν άνθρωποι επειδή τελικά κατάλαβαν ότι ήταν κάποιου είδους «προφήτης», οι μέχρι τότε ψηφοφόροι του ήταν εκείνοι που ψήφιζαν για πλάκα έναν άνθρωπο που το μόνο που ξέραμε για εκείνον ήταν ότι σε λάιβ τηλεοπτική μετάδοση έριχνε κατάρες στις οικογένειες του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και του Ανδρέα Παπανδρέου.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι το αντίθετο του πρώτου. Υπάρχουν άνθρωποι που ψήφιζαν τον Ψωμιάδη πολιτικά, και όταν πρέπει να προσεγγίσουμε τον Ψωμιάδη ως πολιτικό τότε πάει περίπατο και το αφήγημα του λαϊκού ανθρώπου και του καλαμπουρτζή πολιτικού. Βγάζουμε εκτός την εμπλοκή του σε σκάνδαλα κατά τη θητεία του στην τοπική αυτοδιοίκηση, καθώς η συζήτηση θα εκτροχιαστεί από το σκοπό της. Οι άνθρωποι που ψηφίζουν πολιτικά τον Ψωμιάδη είναι άνθρωποι που τον ανέχονταν και πολλές φορές τον καμάρωναν να αποκαλεί τη χούντα επανάσταση, τη Χρυσή Αυγή αδελφό κόμμα, να χλευάζει Αλβανούς μαθητές - σημαιοφόρους, να πρωτοστατεί στα ρατσιστικά μπάρμπεκιου έξω από δομές προσφύγων, να κάνει ομοφοβικά σχόλια (όλα σε πανελλαδικής εμβέλειας ΜΜΕ). Και το πιο ακραίο, να δίνει ουσιαστικά το σύνθημα της επίθεσης στον πρώην δήμαρχο Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη απευθύνοντάς του χυδαίους χαρακτηρισμούς, με αποτέλεσμα τον προπηλακισμό του τελευταίου σε εκδήλωση της πόλης για τη γενοκτονία των Ποντίων το 2018.

 

Βέβαια θα μου πείτε, ο πρώτος είναι στην δεξιά παράταξη που εκφέρει τέτοιες απόψεις; Όχι, αλλά εδώ έρχεται το τρομακτικό της υπόθεσης. Ο Ψωμιάδης δεν εκλεγόταν στο νήμα ούτε αντιμετωπιζόταν ως ένας ακόμα τοπικός παράγοντας της ΝΔ στη Βόρεια Ελλάδα όπως τόσοι και τόσοι άλλοι. Τα ποσοστά του στις αυτοδιοικητικές εκλογές ήταν ηγεμονικά. Ήταν τόσο ισχυρός στη Βόρεια Ελλάδα που έφτασε σε θέση να διεκδικήσει την αρχηγία της Νέας Δημοκρατίας το 2009 με αντιπάλους την Ντόρα Μπακογιάννη και τον μετέπειτα πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά αποσπώντας το διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του 10,27%. Για να το κάνω πιο λιανά, ένας άνθρωπος με βασιλοχουντικές απόψεις, που έκανε εμφανίσεις επιθεωρησιακού χαρακτήρα και ήδη βουτηγμένος σε σκάνδαλα, διεκδίκησε την αρχηγία ενός κόμματος του οποίου όλοι οι αρχηγοί -πλην του Ευάγγελου Αβέρωφ και του Μιλτιάδη Έβερτ- διετέλεσαν πρωθυπουργοί, σε μια εποχή μάλιστα που η οικονομική κρίση είχε αρχίσει να χτυπάει την πόρτα της Ελλάδας.

 

Ενός, μύριοι έπονται…

 

Αυτό άνοιξε βέβαια τη πόρτα σε διάφορους άλλους ακροδεξιούς που αντιμετωπίζονταν είτε ως γραφικοί τηλεπωλητές είτε ως κοινοί φασίστες, να γίνουν οι βασικοί πυλώνες της δεξιάς παράταξης της χώρας και αργότερα της ίδιας της κυβέρνησης με αποτέλεσμα να μεταφέρουν το πολιτικό σκηνικό στα μέτρα τους.

Εδώ έρχεται το ζουμί της ιστορίας. Η σταδιακή απαξίωση της πολιτικής ως έννοιας, έχει τη βάση της στο πώς βλέπουν οι ίδιοι πολιτικοί την έννοια αυτή και δημιουργεί στην κοινωνία τον αντίστοιχο αντίκτυπο. Η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ελλάδα δεν έγινε από τη μια στιγμή στην άλλη, αλλά ξύνοντας τον πάτο των κατώτερων ενστίκτων των ανθρώπων σε συνδυασμό με τη σταδιακή απαξίωση πολιτικών εννοιών όπως ο συνδικαλισμός, η συμμετοχή στα κοινά, η κοινωνική χρησιμότητα, η αλληλεγγύη κ.ά.

Χρέος της Αριστεράς δεν είναι το κυνήγι της εξουσίας αλλά ο μετασχηματισμός της ίδιας της κοινωνίας μέσω του επανακαθορισμού της έννοιας της κοινωνικής χρησιμότητας πρώτα από όλα. Το παιχνίδι του λαϊκισμού και των μηχανισμών δεν το ξέρει η Αριστερά και οφείλει να μην το ξέρει διότι το τελευταίο που χρειαζόμαστε είναι πολιτικές καρικατούρες που θα τραβήξουν τη «χαβαλετζίδικη» ψήφο καθώς θα αποπροσανατολίσει τη βάση από τον σκοπό της. Και επειδή ακούγεται πολύ τελευταία η καραμέλα «αυτά δεν νοιάζουν το κόσμο», ναι όντως δε τον νοιάζουν αυτή τη στιγμή, αλλά όσο παράγεις πολιτική βραχυπρόθεσμα με κριτήριο το τι νοιάζει το κόσμο άμεσα στην εκάστοτε συγκυρία, τόσο φεύγεις από τον μακροπρόθεσμο στόχο σου που δεν είναι άλλος από την ενεργοποίηση του ενδιαφέροντος του κόσμου για την πολιτική και τον πολιτικό και κοινωνικό του μετασχηματισμό. Έτσι μόνο θα τελειώσουμε με τους Ψωμιάδηδες αυτού του κόσμου.

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2025 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet