«Από τη δεκαετία του 1980 λειτουργούν στην Ελλάδα παραρτήματα γερμανικών ιδρυμάτων για νέους με αποκλίνουσα ή ήπια παραβατική συμπεριφορά. Οι μικρές αυτές κοινότητες έχουν ως σκοπό την εναλλακτική έκτιση των ποινών και την ομαλή κοινωνική επανένταξη των τροφίμων τους».

Με την παραπάνω απαραίτητη πληροφορία ξεκινά η ταινία του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου, «Daniel ‘16», η οποία προβλήθηκε στο περσινό 61ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ο έφηβος Ντάνιελ, λοιπόν, φτάνει ένα βροχερό βράδυ σε μια τέτοια δομή στην περιοχή των Φερών, στον Έβρο, για να εκτίσει την ποινή του. Υπεύθυνοι για τη λειτουργία της είναι ένα ανδρόγυνο, η Σάρα και ο Σταύρος, Γερμανίδα αυτή και Έλληνας εκείνος, τους οποίους βοηθάει ένας ακόμη άνδρας, ο Κώστας. Στη δομή φιλοξενείται μόνον ένας ακόμη νεαρός τρόφιμος, ο Μαξ. Αν και κάποτε, όπως λέει ο Σταύρος φιλοξενούσαν πάνω από 10 παιδιά. Μια δομή σε παρακμή, μια προβληματική σχέση ανάμεσα στον Σταύρο και τη Σάρα και ένας Ντάνιελ απόμακρος, δυσπροσάρμοστος και επιθετικός. Στο όλο σκηνικό έρχεται να προστεθεί και η προσφυγική κρίση καθώς η δομή βρίσκεται δίπλα στα σύνορα από όπου περνούν καθημερινά δεκάδες πρόσφυγες με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τη λειτουργία της. Εκεί κοντά, σε κάτι χαλάσματα, κρύβεται ένας Σύριος πρόσφυγας με το γιό του, Νιντάλ. Ο τελευταίος θα είναι το μοναδικό άτομο το οποίο θα βγάλει στην επιφάνεια τον καλό χαρακτήρα του νεαρού, ο οποίος, όταν χρειαστεί, θα αναλάβει την προστασία του Νιντάλ.

Η ταινία κινείται επάνω σε δύο βασικούς άξονες: τα σύνορα και τα παιδιά στον σύγχρονο κόσμο. Τα σύνορα με την έννοια της «γραμμής» η οποία χωρίζει τους ανθρώπους αλλά και τα σύνορα με την έννοια των ορίων ανάμεσα στον νόμο και την παραβατικότητα. Και τα παιδιά ως θύματα είτε του πολέμου, της φτώχιας και της προσφυγιάς είτε ως θύματα της επίπλαστης ευμάρειας των δυτικών κοινωνιών η οποία εκτρέφει τον φασισμό (έναν Αφγανό χτύπησε ο Ντάνιελ και καταδικάστηκε) και αποδομεί τις οικογενειακές σχέσεις. Παιδιά στα σύνορα, παιδιά θύματα των συνόρων και των διαχωρισμών, παιδιά θύματα ενός πολιτισμού που διαχωρίζει τους ανθρώπους λησμονώντας τις αρχές του Διαφωτισμού. Κι όμως, αυτά τα παιδιά τα οποία βλέπουμε στο φινάλε να βαδίζουν πλάι το ένα στο άλλο, προς το μέλλον, είναι η μοναδική μας ελπίδα. «Αν γλυτώσει το παιδί υπάρχει ελπίδα», όπως έγραψε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.

Τέσσερα χρόνια μετά το ντοκιμαντέρ «Σιωπηλός μάρτυρας» και 14 μετά την προηγούμενη ταινία μυθοπλασίας «Ο γιος του φύλακα» -ενδιάμεσα, βέβαια, δεν έμεινε ανενεργός- ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος έρχεται να προσθέσει ακόμη μια σημαντική ταινία στο ενεργητικό του. Ώριμος, συγκεκριμένος, στιβαρός και με σαφή στόχευση σκηνοθετεί μια ταινία η οποία μέσα από την απλότητα και τη λιτότητα της αφήγησης ανοίγει μια σειρά από θέματα που απασχολούν τον σύγχρονο κόσμο. Ξέρει πως να δομήσει τους χαρακτήρες του αλλά και να τους προσεγγίσει τρυφερά και διακριτικά. Με ανοιχτή ματιά, όπως φαίνεται από τα θέματα των ταινιών του, ο Κουτσιαμπασάκος έχει ξεπεράσει τα σύνορα των εμμονών που ταλανίζουν άλλους συναδέλφους του. Και την ίδια ώρα κρατάει ζωντανό μέσα του το πνεύμα του παιδιού, την ανεμελιά και την αθωότητα, φιλτραρισμένη όμως μέσα από την ωριμότητα και τη σιγουριά του δημιουργού ο οποίος ξέρει που βαδίζει.

Παίζουν οι ηθοποιοί: Νικόλας Κίσκερ, Αλέξανδρος Λιακόπουλος Μπούχολτς, Φιλοπατίρ Αντέλ Μογράς, Βασίλης Κουκαλάνι, Μαρλένε Καμίνσκι, Κωστής Καλλιβρετάκης, Κωστής Σειραδάκης.

Η ταινία τιμήθηκε με το Βραβείο Κοινού στο τμήμα Συναντώντας τους Γείτονες, του 61ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Στράτος Κερσανίδης strakersan@gmail.com
kersanidis.wordpress.com
Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2025 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet