O Δημήτρης Ιμπραήμ, υπεύθυνος για τον τομέα ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής στην WWF Eλλάδας, καταγράφει για τους αναγνώστες της «Εποχής» τις σημαντικότερες πλευρές του νέου κλιματικού νόμου, ο οποίος βρίσκεται στο στάδιο της διαβούλευσης και αναδεικνύει τις πολλές και σημαντικές ανεπάρκειές του.

Έχει διαφορές το σχέδιο νόμου που δόθηκε για διαβούλευση με αυτό που παρουσίασε πριν κάποιες ημέρες το υπουργείο;
Εμείς δεν είδαμε ποτέ κανένα άλλο νομοσχέδιο, κάποια άλλη εκδοχή του εννοώ. Είδαμε μόνο αυτό που δόθηκε για διαβούλευση, αυτό που ανέβηκε στο Open.gov. Ούτε κάποιο προηγούμενο draft πήραμε στα χέρια μας, ούτε κάποιο άλλο επίσημο κείμενο.
Θα μας δώσεις περιληπτικά τις βασικές του κατευθύνσεις;
Η Ελλάδα δεν γίνεται το πρώτο κράτος της ΕΕ που αποκτά κλιματικό νόμο. Ήδη διαθέτουν τέτοιο νομοθέτημα τουλάχιστον 14 κράτη της Ένωσης, κάποια εκ των οποίων είναι πολύ φιλόδοξα. Ο κλιματικός νόμος στη θεωρία έρχεται να δώσει μία δεσμευτικότητα, ιδανικά νομική, ως προς τους στόχους που μία χώρα πρέπει να πετύχει αναφορικά με την κλιματική αλλαγή. Εν συνεχεία βάζει και ένα πλαίσιο στο οποίο θα κινηθούν τα μέτρα τα οποία εξειδικεύονται είτε με εφαρμοστικούς νόμους, είτε με υπουργικές αποφάσεις. Η Ελλάδα επιχειρεί να ακολουθήσει την εμπειρία άλλων κρατών, αλλά και να ενσωματώσει πτυχές των δικών μας προτάσεων. Το βασικό κριτήριο επιτυχίας βέβαια το καθορίζει η επιστήμη και το μέγα επίδικο είναι ο στόχος του 1,5 βαθμού (αύξησης θερμοκρασίας). Η απάντηση, όμως, στην ερώτηση αν θα μπορούσαμε να πετύχουμε αυτόν τον στόχο αν όλες οι χώρες υιοθετούσαν τον δικό μας νόμο, είναι σίγουρα όχι.
Θα ήθελες να μας το εξηγήσεις περισσότερο αυτό;
Υπάρχει ένα πολύ μεγάλο χάσμα ανάμεσα σε αυτό που περιγράφει ο κλιματικός νόμος και σε όσα περιγράφει η επιστήμη ότι πρέπει να γίνουν. Εδώ είναι σημαντικό να μιλήσουμε για το εξής διακύβευμα: την κλιματική αλλαγή την βιώνουμε με ακραία καιρικά, και όχι μόνο, φαινόμενα. Στην Ελλάδα το καλοκαίρι είχαμε τις καταστροφικές πυρκαγιές. Πολυπαραγοντικό θέμα, δεν λέω, αλλά τα δέντρα ήταν τόσο ξηρά που ακόμα και αν διαθέταμε καλύτερες υποδομές, θα ήταν πολύ δύσκολο να αντιμετωπίσουμε. Το διακύβευμα, πολύ απλά, είναι το υπαρξιακό ζήτημα.
Σε πρόσφατη κοινή ανακοίνωσή σας οι οργανώσεις κάνατε λόγο για τα αρνητικά σημεία του νομοσχεδίου. Να τα αναφέραμε συνοπτικά;
Εάν έπρεπε να επιλέξω την πιο σημαντική από τις αρνητικές πτυχές, θα έλεγα ότι είναι η απουσία κάθε νομικής δεσμευτικότητας στον νόμο. Όλοι οι στόχοι απλά αναγράφονται χωρίς καμία δέσμευση για την υλοποίησή τους. Αυτό, όπως καταλαβαίνετε, είναι πολύ σημαντικό, γιατί στόχος που δεν συνοδεύεται από νομική δεσμευτικότητα, πρακτικά δεν έχει καμία αξία. Το δεύτερο έχει να κάνει με το γεγονός ότι το νομοθέτημα δεν πηγαίνει τη χώρα πολύ ψηλότερα σε επίπεδο πολιτικών. Παράδειγμα: Ο στόχος για την απολιγνιτοποίηση έχει πρωτοεκφραστεί ήδη από το 2019, απλά τώρα δίνεται η δυνατότητα να συντελεστεί ακόμα και το 2025. Ως προς την ηλεκτροκίνηση και τους καυστήρες πετρελαίου μπορούμε να πούμε ότι οι θετικές διατάξεις που περιλαμβάνονται στο νομοσχέδιο, δεν αρκούν για να μειώσει η χώρα της εκπομπές αερίων που δημιουργούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Τέλος, απουσιάζει κάθε αναφορά στον τερματισμό εξορύξεων υδρογονανθράκων. Υπάρχουν πλέον ατράνταχτα επιστημονικά τεκμήρια που δείχνουν ότι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε σε εξορύξεις σε νέα οικόπεδα και παράλληλα να πετύχουμε τον στόχο του 1,5 βαθμού Κελσίου. Ή το ένα θα γίνει, ή το άλλο.
Εστιάσατε οι οργανώσεις και στη διάταξη για το φυσικό αέριο και ειδικότερα στην απεξάρτηση απ' αυτό…
Αν συνεχίσουμε με το αέριο όπως μέχρι στιγμής, τότε θα έχουμε να κάνουμε με τον νέο λιγνίτη. Η Ελλάδα είναι από τις χώρες οι οποίες στηρίζουν πολύ επιθετικά το να χαρακτηριστεί ως πράσινη επένδυση το αέριο. Στο παρόν νομοθέτημα, στο άρθρο 10 συγκεκριμένα, ορίζεται ότι «δύνανται να εφαρμόζονται μέτρα και πολιτικές μέσα στο ΕΣΕΚ (Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα), με στόχο την εξάλειψη των ορυκτών καυσίμων και την αντικατάστασή τους από ΑΠΕ. Επιδιώκονται, κατά προτεραιότητα, η εξάλειψη της παραγωγής από στερεά ορυκτά και η μείωση της παραγωγής από υγρά ορυκτά». Όλες αυτές οι διατυπώσεις είναι πάρα πολύ «αδύναμες» και κλείνουν το μάτι στο φυσικό αέριο. Λείπουν επίσης από το νομοσχέδιο διατάξεις για την εξοικονόμηση και τις ΑΠΕ. Μέσα σ' αυτήν την ενεργειακή κρίση που ζούμε, αν δεν φέρεις τώρα δύο εμβληματικές πολιτικές για την εξοικονόμηση ενέργειας και τις ΑΠΕ, πότε θα τις φέρεις;
Λαμβάνει μέριμνα το νομοσχέδιο για ζητήματα που άπτονται της κοινωνικής δικαιοσύνης, προβλέπει, ας πούμε, πράγματα για τα ευάλωτα νοικοκυριά;
Από ό,τι έχουμε δει μέχρι στιγμής, όχι, δεν περιλαμβάνει ο νόμος κάτι πολύ ισχυρό που να ξεχωρίζει. Προβλέπει, ωστόσο, συστήματα διακυβέρνησης ακολουθώντας, σ' έναν βαθμό, τη δική μας πρόταση. Δημιουργείται, λοιπόν, φόρουμ κλιματικού διαλόγου για να γίνεται συζήτηση μεταξύ των πολιτών και των αρμόδιων φορέων. Ειδικές ρυθμίσεις για ευάλωτα νοικοκυριά δεν υπάρχουν, παρά μόνο μερικές αναφορές για μείωση κόστους κτλ. Και όμως, μιλάμε για ένα σημαντικό ζήτημα. Για τα κτίρια, ας πούμε, και για τα αυτοκίνητα, η Ευρωπαϊκή Ένωση φέρνει σύστημα εμπορίας ρύπων από το 2026 και μετά. Μέσα στη δεκαετία που διανύουμε, οι πολίτες θα κληθούν να διαχειριστούν υψηλότερους λογαριασμούς για τη θέρμανση και τις μεταφορές λόγω των δράσεων για το κλίμα.
Ο ρόλος των επιστημόνων θα είναι σημαντικός στο θέμα της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα;
Πρώτα απ' όλα θα πρέπει να πω ότι πάντα ζητάμε ενεργό ρόλο για τους πολίτες και αυτός δεν μπορεί να εξαντλείται σ' ένα φόρουμ. Έχουμε μιλήσει ήδη για κλιματική συνέλευση στα πρότυπα της Γαλλίας και της Ιρλανδίας. Ο ρόλος της επιστήμης τώρα είναι καίριος. Στον νόμο φωτογραφίζεται η επιστημονική επιτροπή για την κλιματική αλλαγή που ενδυναμώνεται κάπως. Εμείς, όμως, ζητάμε ένα ανεξάρτητο επιστημονικό όργανο, το οποίο θα έχει πολύ ισχυρές εξουσίες.
Πώς αντιμετωπίζεις τις φωνές που υποστηρίζουν ότι η απολιγνιτοποίηση δεν πρέπει να γίνει απότομα, αλλά αντιθέτως θα πρέπει να συνοδευτεί από ένα μεταβατικό στάδιο, έτσι ώστε να προστατευτούν όσο γίνεται και οι θέσεις εργασίας;
Το πρόβλημα με την απολιγνιτοποίηση είναι ότι η σχετική συζήτηση στην Ελλάδα άρχισε πολύ αργά. Στοιχεία είχαμε στη διάθεσή μας από το 2003–2004. Το 2009 πια ξέραμε τι πρέπει να κάνουμε και τι όχι. Δικαιολογία δεν υπάρχει. Ο πρόεδρος της ΔΕΗ το 2016 είχε τονίσει ότι η Πτολεμαϊδα V δεν πρόκειται να είναι κερδοφόρα. Ως οργάνωση δίνουμε ένα credit για την απόφαση για την απολιγνιτοποίηση, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πίσω από αυτήν κρύβονται οικονομικοί λόγοι. Και να θέλαμε να στηρίξουμε τον λιγνίτη, ο λιγνίτης δεν βγαίνει οικονομικά. Και αν και μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η παρούσα ενεργειακή κρίση οφείλεται στην αύξηση των τιμών του αερίου, που όμως κάποια στιγμή θα πέσουν, η τιμή του άνθρακα δεν πρόκειται να μειωθεί. Και αυτό καθιστά τις μονάδες του λιγνίτη ζημιογόνες. «Κλειδώσαμε» ένα συμβόλαιο 1,4 δισ. για να κατασκευάσουμε μία νέα τέτοια μονάδα, η οποία, από μόνη της, δεν μπορεί να συντηρήσει την τοπική οικονομία. Αυτές τις ημέρες ψηφίζεται το νομοσχέδιο για τη δίκαιη αναπτυξιακή μετάβαση το οποίο, μεταξύ άλλων, προβλέπει την ίδρυση ενός τεράστιου οργανισμού στην Αθήνα, τη Μετάβαση ΑΕ, ο οποίος θα διαχειριστεί όλο το ζήτημα της δίκαιης μετάβασης. Η ΔΕΗ προφανώς θα κρατήσει τις εκτάσεις που χρειάζεται, τις καλύτερες δηλαδή, και θα ξεφορτωθεί τις χειρότερες. Αν υπήρχε ένα σοβαρό πρόγραμμα αποκατάστασης των εδαφών, θα έδινε σημαντικές διεξόδους στο εργατικό δυναμικό της περιοχής, ειδικά στον κόσμο που δουλεύει στα ορυχεία. Η Ελλάδα χρωστά στη Δυτική Μακεδονία, αλλά δεν αναλαμβάνει την ευθύνη της. Το θέμα είναι πολιτικό και δυστυχώς τα πράγματα δεν πηγαίνουν προς στη σωστή κατεύθυνση.