Οι τρεις πρώτες μέρες στη δίκη των δολοφόνων του Ζακ Κωστόπουλου υπήρξαν μια εναλλαγή φορτισμένων συναισθηματικά στιγμών και στήριξης του κατηγορητηρίου. Από τη μία πλευρά, η σπαρακτική αξιοπρέπεια της οικογένειας του Ζακ, του πατέρα του, του αδερφού του, της μάνας του και η συγκλονιστική κατάθεση της πρώτης αυτόπτη μάρτυρα, μιας γυναίκας με θητεία στην αστυνομία και την ΕΥΠ, πολύ μακριά από την εικόνα του «περιθωριακού ακροκινούμενου εχθρού της αστυνομίας» που θέλουν να περάσουν για τους υποστηρικτές και τις υποστηρίκτριες του ΛΟΑΤ+ ακτιβιστή οι δολοφόνοι και οι δικηγόροι τους, Και η οποία μίλησε με σπασμένη φωνή για την εικόνα που την στοιχειώνει, την ακατανόητη μανία με την οποία κλωτσούσαν έναν πεσμένο άνθρωπο στο έδαφος οι αστυνομικοί και οι μαγαζάτορες και το βλέμμα του θύματος που ικέτευε για βοήθεια. Από την άλλη, οι γιατροί, ιατροδικαστές και μη, διορισμένοι από το κράτος ή τεχνικοί σύμβουλοι της οικογένειας του Ζακ, που ο ένας μετά τον άλλον βεβαίωναν ότι η υγεία του θύματος ήταν καλή, ότι δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να πεθάνει αν δεν τον χτυπούσαν με βία στο κεφάλι και ότι το ισχαιμικό επεισόδιο ήταν αποτέλεσμα του οργανικού σοκ που το προκάλεσε ο ξυλοδαρμός. Μετά το πέρας τους, ήταν σαφές ότι το κατηγορητήριο –τουλάχιστον– ήταν ισχυρό και δύσκολα θα έπεφτε.
Κι όμως ήταν την τέταρτη μέρα, όταν η υπεράσπιση παρουσίασε τον δικό της τεχνικό σύμβουλο - ιατροδικαστή, που ο δείκτης της δικαιοσύνης –της δικαιοσύνης του δικαστηρίου έστω– έγειρε για τα καλά προς τη μεριά της πολιτικής αγωγής. Ήταν τόσο αδύναμη, αποτυχημένη και με αποτέλεσμα αντίθετο από το προσδοκώμενο η προσπάθεια του ιατροδικαστή Παντ. Αλεξάνδρου, που τον προσέλαβε ο «κοσμηματοπώλης» Δημόπουλος, να αποδείξει ότι ο θάνατος του Ζακ Κωστόπουλου ήταν άσχετος με τον ξυλοδαρμό, ώστε αρκετών το μυαλό πήγε στη δίκη της Χρυσής Αυγής – και όχι μόνο επειδή και σε αυτή την περίπτωση δικάζεται μια υπόθεση φασισμού.
Ο Αλεξάνδρου προσπάθησε να πείσει ότι η καρδιά του Ζακ Κωστόπουλου ήταν αποδυναμωμένη λόγω της χρήσης αντιρετροϊκών φαρμάκων και ότι ο θάνατός του οφειλόταν σε παθολογικά αίτια τα οποία προηγούνταν του ξυλοδαρμού, καθώς δεν εντοπίστηκε ποιο από τα χτυπήματα που δέχτηκε ήταν θανατηφόρο. Ιατρικά, ο ισχυρισμός αυτός ακροβατεί στον αντιεπιστημονισμό και η αποδόμησή του από γιατρούς που έχουν επίσης κληθεί να καταθέσουν θεωρείται βέβαιη. Ωστόσο, πριν ακόμα εμφανιστούν οι γιατροί ως μάρτυρες –άλλωστε η δολοφονία του Ζακ δεν είναι μια υπόθεση για πρωτοετείς φοιτητές ανατομίας, όπως σχολίασε η συνήγορος Κλειώ Παπαπαντολέων–, ο Αλεξάνδρου πρόλαβε να εκνευρίσει τους ενόρκους και την έδρα. «Δηλαδή, μας λέτε ότι αν δεν είχε βγει από το σπίτι του εκείνη τη μέρα θα είχε πεθάνει;», ρώτησε, εμφανώς σκωπτικά ένας από τους λαϊκούς δικαστές, για να λάβει την ενοχλημένη απάντηση του Αλεξάνδρου ότι «δεν είναι ο μάντης Κάλχας». Μόνο που ουδείς του ζήτησε να προχωρήσει σε μαντείες: απλά να επιβεβαιώσει που οδηγεί ο ισχυρισμός του. Η απώλειά της ψυχραιμίας οδήγησε τον Αλεξάνδρου σε συνεχή λάθη και αδόκιμες στάσεις, που οδήγησαν την πρόεδρο και τον εισαγγελέα να τον προειδοποιήσουν αυστηρά να χαμηλώσει τους τόνους και να μην υποδεικνύει στο δικαστήριο ποιες ερωτήσεις θα κάνει και ποιες θα κάνει.
Όταν κατέβηκε από το έδρανο του μάρτυρα ο Αλεξάνδρου, η υπεράσπιση γνώριζε ότι οι ελπίδες της να κερδίσει αυτή τη δίκη είχαν εξανεμιστεί.
H αντίφαση της υπεράσπισης
Η υπεράσπιση των δολοφόνων έχει να αναμετρηθεί από την αρχή της δίκης με μια διαρκή αντίφαση, την οποία ως τώρα αδυνατεί να αντιμετωπίσει. Όταν εξετάζει γιατρούς και ιατροδικαστές, επιχειρεί να τους αποσπάσει τη δήλωση ότι ο Ζακ Κωστόπουλος ήταν ένας ασθενικός οργανισμός, αδύναμος, που θα μπορούσε να πεθάνει οποιαδήποτε στιγμή απόρροια της οργανικής του κατάρρευσης. Όταν ωστόσο εξετάζει τα πραγματικά γεγονότα, ο ίδιος αυτός ασθενικός και αδύναμος άνθρωπος πρέπει να μετατραπεί σε έναν σφριγηλό κακοποιό, ο οποίος απειλούσε τους περίοικους με γυαλιά, καρφιά και τα γυμνά του χέρια. Όμως και τα δύο δεν μπορούν να ισχύουν, το ένα αποκλείει το άλλο και τα δύο μαζί επιβεβαιώνουν και τα αντίθετά τους: ο ασθενικός Ζακ δεν θα μπορούσε να απειλεί δέκα αστυνομικούς και δύο μαγαζάτορες, ο σφριγηλός κλώνος του δεν μπορεί να πέθανε στα καλά καθούμενα χωρίς τη μεσιτεία του ξυλοδαρμού. Στην πραγματικότητα, ούτε το ένα ούτε το άλλο είναι αλήθεια: ο Ζακ Κωστόπουλος δεν ήταν ασθενικός ούτε σφριγηλός, ήταν ένας κανονικός άνθρωπος, που πέθανε γιατί τον κλωτσούσαν επί ώρα στο κεφάλι δέκα τραμπούκοι, με στολές ή χωρίς. Και αυτό είναι πλέον προφανές σε όλους.
Δεν είναι ατύχημα, είναι δολοφονία
Εξακολουθεί να υπάρχει ένα σημαντικό υπόλοιπο σε αυτή τη δίκη, σχετικό με την απόδοση δικαιοσύνης. Το κατηγορητήριο έχει ήδη ισχυροποιηθεί σε βαθμό μη αναστρέψιμο, ωστόσο δεν είναι αρκετό. Η κατηγορία της «θανατηφόρας σωματικής βλάβης», με την οποία ξεκινά αυτή η δίκη, υπολείπεται αυτού που πραγματικά συνέβη στην οδό Γλάδστωνος στις 21 Σεπτέμβρη 2018: της ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο. Ήδη, τα στοιχεία και οι καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων, συντείνουν στο γεγονός ότι οι δολοφόνοι ήξεραν ότι με τη δράση τους μπορούσαν να σκοτώσουν τον Ζακ. Οι περίοικοι τους το φώναζαν για να σταματήσουν. Μένει το δικαστήριο να μη διεκπεραιώσει τη διαδικασία καταδικάζοντας απλά τους κατηγορούμενους κατά το κατηγορητήριο, αλλά αλλάζοντας την κατηγορία με αυτήν της ανθρωποκτονίας. Έτσι ώστε να γίνει ρητό αυτό που είναι σαφές: το να σκοτώνεις έναν άνθρωπο στο ξύλο, δεν είναι ατύχημα. Είναι δολοφονία.