Το σιγύρισμα του ΚΥΤ ήταν για όσα βλέπει η πεθερά, εν προκειμένω ο Πάπας,
πετάγοντας στους χώρους που δεν θα έβλεπε τα σκουπίδια και τα μπάζα από τις, τελευταίας στιγμής, επισκευές.
«Δεν καλυτερεύει η συμβίωση υψώνοντας φράκτες, τα προβλήματα λύνονται ενώνοντας τις δυνάμεις για να φροντίσουμε τους άλλους, σύμφωνα με τις πραγματικές δυνατότητες καθενός και με σεβασμό προς τη νομιμότητα, θέτοντας πάντοτε στην πρώτη θέση την απαραβίαστη αξία της ζωής κάθε ανθρώπου», είπε, μεταξύ άλλων, ο Πάπας στην ομιλία του μέσα στο Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης (KYT) στο Μαυροβούνι της Λέσβου, υπενθυμίζοντας τις αρχές του ανθρωπισμού και θέτοντας ξανά το ζήτημα στην επικαιρότητα, από τη θέση, μάλιστα, ενός αρχηγού κράτους –στοιχεία που σχεδόν έχουν εκλείψει εδώ και αρκετό καιρό από τη δημόσια σφαίρα.
«Ο λόγος του Πάπα ανταποκρίθηκε πλήρως στις προσδοκίες μας. Ανέδειξε την αναγκαιότητα αντιμετώπισης των προσφύγων ως ίσων ανθρώπων, έχοντας τα ίδια δικαιώματα με όλους μας και κατήγγειλε όσους δαπανούν χρήματα για την αποτροπή τους. Έχω την αίσθηση, βέβαια, ότι οι ιθύνοντες της χώρας δεν συγκινούνται από τα λόγια του, όσο και αν εμφανίστηκαν απέναντί του φιλόξενοι και προσηνείς. Παρόλ’ αυτά, η επίσκεψή του και ο λόγος του αποτελεί μια υποθήκη. Το περιεχόμενο της ομιλίας του ήταν τολμηρότερο και από αυτό πολιτικών δυνάμεων φιλικών προς τους πρόσφυγες. Ήταν απολύτως ξεκάθαρος για το τι πρέπει να γίνει, κάτι που έχουμε καιρό να ακούσουμε από πολιτικούς φορείς», σχολιάζει στην «Εποχή» ο Στρατής Πάλλης, πρόεδρος του σωματείου Συνύπαρξη–Επικοινωνία στο Αιγαίο.
Αστυνόμευση της αλληλεγγύης
Σημειώνεται ότι το σωματείο αλληλεγγύης βρέθηκε έξω από τον χώρο του ΚΥΤ με πανό που καλωσόριζε τον Πάπα, αλλά –παρότι είχε πάρει άδεια– η αστυνομία θέλησε χωρίς λόγο να τους απομακρύνει. Τελικά αρκέστηκε στο να τους οδηγήσει λίγα μέτρα πιο πίσω, φυλάσσοντας το… επικίνδυνο πανό, με παρατεταγμένους αστυνομικούς μπροστά του όλη την ώρα της επίσκεψης. Ενδεικτική κίνηση για το πώς αντιμετωπίζεται η αλληλεγγύη προς τους πρόσφυγες τόσο από τις αστυνομικές αρχές, όσο και από την κυβέρνηση και την τοπική αρχή. Ο δήμαρχος της Μυτιλήνης, Στρατής Κύτελης, για την ακρίβεια, επέλεξε απρεπώς –τουλάχιστον– να μην παραστεί στο ΚΥΤ για την επίσκεψη του Πάπα, χωρίς να δώσει καμία εξήγηση γι’ αυτή τη στάση.
Αντίστοιχα, ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, Νότης Μηταράκης, αν και παρέστη, όπως όφειλε, δεν έδωσε την ομιλία του, όπως αναμενόταν. Πιθανά για να μη φανεί η παρασάγγας διαφορά των δύο αντιλήψεων στο προσφυγικό. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της κυβέρνησης, ούτως ή άλλως, να βελτιώσει άρον–άρον την εικόνα του ΚΥΤ για την επίσκεψη του ποντίφικα, αντικαθιστώντας σκηνές με οικίσκους, καθαρίζοντας τον χώρο, φτιάχνοντας τις αποχετεύσεις και συνδέοντας επιτέλους τον βιολογικό καθαρισμό του ΚΥΤ με της πόλης, ώστε τα λύματα να μην πέφτουν πια στη θάλασσα, δεν κατάφερε να τον «πείσει» πως είναι όλα καλώς καμωμένα και να εξαργυρώσει έτσι την επίσκεψή του σαν επιβράβευση της πολιτικής της.
Και πώς θα μπορούσε, άλλωστε, όταν το ΚΥΤ, παρότι έχει βελτιωθεί και στεγάζει μόλις 2.500 κόσμο, παραμένει ένας αφιλόξενος χώρος, στην άκρη της θάλασσας, με τον ήλιο να το καίει το καλοκαίρι και τον αέρα να το χτυπάει τον χειμώνα; Χωρίς ίχνος πράσινου ή χώρων δραστηριοτήτων, μόνο με λευκά isobox, το ένα δίπλα στο άλλο, σαν να μην πρόκειται για μέρος φιλοξενίας ανθρώπων, αλλά για χώρο σε κάποιο λιμάνι που στοιβάζονται αντικείμενα σε κοντέινερ. Χώρος που συχνά πλημμυρίζει και είναι βρώμικος, όπως φαίνεται και από τη φωτογραφία πάνω, καθώς διάφορα μπάζα, ακόμα και με τον ερχομό του Πάπα, απλά μετακινήθηκαν σε μέρη του ΚΥΤ που δεν θα έβλεπε. Το ίδιο ακριβώς που έγινε και με αρκετούς ανθρώπους που διαμένουν εκεί και είχαν πάρει οδηγίες να μπουν μέσα στους οικίσκους και να μην εμφανιστούν κατά την επίσκεψή του.
«Πάνω κάτω το ίδιο με τη Μόρια»
«Εγώ βρίσκομαι στο νησί εδώ και τρία χρόνια και περιμένω να προχωρήσει η αίτησή μου. Παρόλ’ αυτά όταν ζήτησα να δω τον Πάπα για να του μιλήσω για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε, μου είπαν πως δεν επιτρέπεται. Αντίθετα, επέλεξαν από το κέντρο να τον δουν μόνο άτομα που έχουν έρθει τους τελευταίους μήνες και δεν έχουν δει ακόμα τι σημαίνει να ζεις εδώ», εξηγεί στην «Εποχή» ο Ολαμπρέζα, πρόσφυγας στο ΚΥΤ από το Αφγανιστάν.
Τα βασικότερα προβλήματα στο κέντρο, όπως περιγράφει ο ίδιος, είναι το φαγητό, που είναι πολύ κακής ποιότητας, η έλλειψη νερού, τα σκουπίδια, το κρύο και η ελλιπής πρόσβαση στην υγεία. Ο λίγων μηνών γιος του, για παράδειγμα, είναι εδώ και 35 μέρες άρρωστος (διαμένοντας σε σκηνή μάλιστα) και δεν τον παραπέμπουν στο νοσοκομείο, παρότι δεν έχει βελτίωση. Σημειώνεται ότι πρόβλημα παρατηρείται και στην επάρκεια φαρμάκων, με το ΚΥΤ να βασίζεται κυρίως σε δωρεές ιδιωτών, ενώ από 1η Ιανουαρίου, βάσει τροπολογίας του υπουργείου Υγείας, οι αιτούντες άσυλο, ως ανασφάλιστοι, δεν θα μπορούν να λαμβάνουν συνταγογραφήσεις ή παραπομπές για εξετάσεις από ιδιώτες γιατρούς και μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ), παρά μόνο από δημόσιους φορείς, που σ’ αυτή την περίπτωση δεν είναι δυνατόν από μόνοι τους να ανταποκριθούν σε αυτό το φόρτο εργασίας. Το μόνο αίσιο στοιχείο στο ζήτημα της υγείας είναι ότι έχει εμβολιαστεί κατά του κορονοϊού η πλειοψηφία του προσφυγικού πληθυσμού του κέντρου, αντιλαμβανόμενοι την αξία της ζωής καλύτερα, καθώς φαίνεται, από αρκετούς Έλληνες, που δεν χρειάστηκε να περάσουν δια πυρός και σιδήρου για να την προστατεύσουν.
Σπάνια η δυνατότητα εξόδου
Κατά τ’ άλλα, «πάνω κάτω οι συνθήκες είναι οι ίδιες με τη Μόρια, δεν έχει μεγάλη διαφορά», καταλήγει ο Ολαμπρέζα, όσο και ο φίλος του που βρίσκεται εδώ και 4 χρόνια στο νησί περιμένοντας. Η μία θετική διαφορά είναι ότι πλέον δεν υπάρχει υπερπληθυσμός και έτσι οι συνθήκες διαβίωσης είναι συγκριτικά βελτιωμένες. Υπάρχει, όμως, και η σημαντική αρνητική διαφορά, που είναι ότι το ΚΥΤ πια έχει γίνει φυλακή, αφού απαγορεύεται να βγαίνουν από αυτό οι πρόσφυγες, παρά μόνο με ειδική άδεια για εξαιρετικές περιπτώσεις, ενώ δεν επιτρέπεται να δραστηριοποιούνται μέσα σε αυτό κινήσεις αλληλεγγύης, κρατώντας τους απομονωμένους από την τοπική κοινωνία. Ενώ πρόβλημα στη δράση τους εντός του κέντρου (αλλά και εν γένει) πιθανά να αποκτήσουν και αρκετές ΜΚΟ, όπως φαίνεται από την περίπτωση της «Υποστήριξη Προσφύγων στο Αιγαίο» (RSA), που απορρίφθηκε το αίτημά της για εγγραφή στο Μητρώο ΜΚΟ του υπουργείου Μετανάστευσης, καθώς «ανάπτυξη δραστηριότητας υπέρ των υπό απέλαση προσώπων έρχεται σε αντίθεση με την ελληνική κείμενη νομοθεσία», όπως ήταν η απάντηση του υπουργείου, παρά την αντίθετη εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας, όπως επισημαίνουν σε κοινή ανακοίνωσή τους 19 οργανώσεις.
Οι επαναπροωθήσεις είναι γεγονός
Ακόμα, όμως, και πίσω από τη θετική είδηση για μείωση του πληθυσμού του ΚΥΤ, κρύβεται (σε αρκετό βαθμό) η πιο επικίνδυνη και παράνομη κυβερνητική πολιτική, αυτή των επαναπροωθήσεων. «Τα δεδομένα που ακούγονται, χωρίς να μπορούμε εμείς να επιβεβαιώσουμε τους αριθμούς, είναι ότι από την ελληνική πλευρά έχουν γίνει συνολικά περίπου 10.000 επαναπροωθήσεις προσφύγων. Η πιο άμεση πληροφόρηση που έχουμε, είναι από ανθρώπους που έφτασαν είτε στο νησί, είτε στα ελληνικά ύδατα και οι ελληνικές αρχές τούς γύρισαν στην Τουρκία και στέλνουν μηνύματα σε δικούς τους ανθρώπους εδώ για το τι τους συνέβη», περιγράφει ο Στρατής Πάλλης.
Το ίδιο επιβεβαιώνεται και από την Λιάνα Ρούνη, μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής ΣΥΡΙΖΑ Λέσβου, υπεύθυνη για το προσφυγικό: «Οι επαναπροωθήσεις είναι ένα γεγονός που πια δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανένας. Ακόμα και διερμηνέα της Frontex απήγαγαν και επαναπροώθησαν». «Πέραν, όμως, ότι οι επαναπροωθήσεις απαγορεύονται από το Διεθνές Δίκαιο και θέτουν άμεσα σε κίνδυνο τις ζωές των ανθρώπων, οδηγούν τα δίκτυα των διακινητών να επιλέγουν ακόμα πιο δύσκολες θαλάσσιες διαδρομές και σημεία αποβίβασης στη στεριά, με αποτέλεσμα να έχει γίνει ακόμα πιο επικίνδυνο το ταξίδι τους», συμπληρώνει ο Γιώργος Πάλλης, πρ. βουλευτής Λέσβου και μέλος της ΚΕ ΣΥΡΙΖΑ.
Ακόμα χειρότερα στο μέλλον
Το μέλλον δε, προβλέπεται ακόμα χειρότερο για την υποδοχή των προσφύγων με την κατασκευή του νέου κλειστού κέντρου στην περιοχή Βάστρια του νησιού, δηλαδή στο βουνό, στη μέση του πουθενά, όπου θα βρίσκονται φυλακισμένοι, χωρίς να μπορούν να προσεγγίσουν την πόλη, απομονωνόμενοι και απομακρυσμένοι ακόμα και από το βλέμμα των ντόπιων. «Είναι χαρακτηριστικό της πολιτικής της κυβέρνησης το γεγονός ότι σταμάτησε το πρόγραμμα ΕΣΤΙΑ, που σεβόταν τα δικαιώματα των προσφύγων με αξιοπρεπή διαβίωση σε διαμερίσματα, κοινωνικοποίηση με τον τοπικό πληθυσμό, με τα παιδιά να πηγαίνουν στο σχολείο κ.ο.κ, με πρόσχημα τον οικονομικό παράγοντα, ενώ την ίδια ώρα δίνει πακτωλό χρημάτων 87 εκατ., με απευθείας αναθέσεις, για να φτιάξει το νέο ΚΥΤ–φυλακή. Το μέλημά τους είναι απλά να κάνουν τη ζωή των προσφύγων δύσκολη, με στόχο την αποτροπή», τονίζει η Λιάνα Ρούνη.
Ενώ, όπως σημειώνει ο Γιώργος Πάλλης, με την πολιτική της κυβέρνησης ζημιώνονται ταυτόχρονα και οι πρόσφυγες και η τοπική κοινωνία, αφού το κλείσιμο του προγράμματος ΕΣΤΙΑ έχει και μεγάλες οικονομικές επιπτώσεις στο νησί, καθώς σήμαινε θέσεις εργασίας, ενοίκια, κατανάλωση στην τοπική αγορά, που τώρα χάθηκαν. Το νέο κλειστό κέντρο δε, θα φτιαχτεί σε σημείο που δραστηριοποιούνται αγρότες και βοσκοί, χωρίς ενημέρωση προς το παρόν για το τι πρόκειται να γίνει με την εργασία αυτών των ανθρώπων.
«Η κυβέρνηση είναι εγκλωβισμένη στις προεκλογικές της δεσμεύσεις σε διάφορους δημάρχους της, αλλιώς η λύση για την υποδοχή και φιλοξενία των προσφύγων, με τόσο μικρό πληθυσμό πια, είναι πολύ εύκολη. Μετακίνησή τους σε διάφορες περιοχές της χώρας, εντός των κοινωνιών για την ένταξή τους. Υποκύπτει, όμως, στα ρατσιστικά ανακλαστικά διαφόρων –που η ίδια τα καλλιέργησε το προηγούμενο διάστημα– και προτιμά να γεμίσει τα νησιά με κέντρα–φυλακές», καταλήγει η Λιάνα Ρούνη.
Το …επικίνδυνο μήνυμα της αλληλεγγύης φυλάσσεται από τους αστυνομικούς καθόλη τη διάρκεια της επίσκεψης του Πάπα
Αυτοκτονίες, έμφυλη βία και εκφοβισμός από τις αρχές
«Το ΚΥΤ στη Λέσβο είναι ένα περιβάλλον που ευνοεί τον επανατραυματισμό των ανθρώπων. Η αίσθηση ματαιότητας, ο μεγάλος χρόνος αναμονής για τις διαδικασίες, οι κακές συνθήκες διαμονής, ο αποκλεισμός ευνοούν την ανάπτυξη ψυχολογικών και ψυχιατρικών προβλημάτων. Οι αιτούντες έχουν εσωτερικεύσει πλήρως την απαξίωση από το κράτος και την κοινωνία, που δεν τους φέρονται ως ανθρώπους, αλλά σαν ζώα σε εγκλεισμό. Αυτό συνθέτει μια πολύ δύσκολη κατάσταση, με αποτέλεσμα ο μόνος τρόπος να αντιμετωπιστεί να καταλήγει να είναι ψυχιατρικός, δηλαδή με φαρμακολόγηση. Αυτό δεν είναι ιδανική λύση, γιατί ιατρικοποιούνται κοινωνικά προβλήματα στην πραγματικότητα. Είναι ο τρόπος υποδοχής τους από την Ελλάδα και την Ευρώπη που τους καταστρέφει ψυχικά», περιγράφει στην «Εποχή» ο Θ., ψυχολόγος μη κυβερνητικής οργάνωσης που παρέχει υποστήριξη στους αιτούντες άσυλο του ΚΥΤ.
Τα πιο συχνά προβλήματα ψυχικής υγείας που παρουσιάζουν οι διαμένοντες του ΚΥΤ είναι η κατάθλιψη, η μετατραυματική διαταραχή, αγχώδη στοιχεία, ψυχώσεις, διαταραχές μετατροπής κ.ά., σε συχνότητα και έκταση που δεν συναντιόνται στον γενικό πληθυσμό, καθιστώντας σαφές πως οφείλονται στις συνθήκες διαβίωσής τους. Συχνός επίσης είναι και ο αυτοκτονικός ιδεασμός, με απόπειρες και πράξεις αυτοκτονίας να συμβαίνουν επίσης ανά πυκνά διαστήματα μέσα στο ΚΥΤ, χωρίς όμως πια να δημοσιοποιούνται, ενώ δεν καταγράφονται καν επίσημα, ώστε να υπάρχει σωστή ενημέρωση όσων εργάζονται στο πεδίο της ψυχικής υγείας. «Το μαθαίνουμε, δυστυχώς, μόνο μέσω των θεραπευόμενων που βλέπουμε και το αναφέρουν ως τραυματική εμπειρία που αντίκρυσαν μέσα στο κέντρο», σημειώνει ο ίδιος.
Παρά τη συχνότητα και τη σοβαρότητα του θέματος, από την πλευρά του κράτους η ψυχολογική υποστήριξη που παρέχεται μέσω του ΕΟΔΥ είναι εξαιρετικά ελλιπής. Υπάρχουν μόνο 12 ψυχολόγοι, ακόμα και για όταν ήταν 20.000 πρόσφυγες στο ΚΥΤ, ενώ, όπως φημολογείται το τελευταίο διάστημα, σύμφωνα με τη Μ., επίσης ψυχολόγο σε ΜΚΟ που δραστηριοποιείται στο νησί, πιθανά να σταματήσει να παρέχει εντελώς τέτοιες υπηρεσίες στο κέντρο.
Άλλωστε, οι υπηρεσίες τους αφορούν κυρίως τις διαδικασίες αξιολόγησης για το αίτημα ασύλου που υποβάλλουν οι πρόσφυγες και όχι την ψυχοθεραπευτική τους υποστήριξη, για την οποία κάποιοι «τυχεροί» παραπέμπονται στις ΜΚΟ. Όταν, όμως, οι ψυχολόγοι από τις οργανώσεις κρίνουν ότι κάποιος θεραπευόμενος πρέπει να μεταφερθεί στο νοσοκομείο, πρέπει πρώτα να πάρει έγκριση από τον ΕΟΔΥ, παρότι δεν γνωρίζει την κατάστασή του, με αποτέλεσμα να υπάρχουν μεγάλες καθυστερήσεις ή ακόμα και μη παραπομπή των προσφύγων στο νοσοκομείο.
Σημειώνεται δε, πως παρά τη σοβαρότητα των ψυχικών διαταραχών και της επικινδυνότητάς τους για τη ζωή των προσφύγων, πλέον έχουν εξαιρεθεί από τα κριτήρια ευαλωτότητας, με αποτέλεσμα να συνεχίζουν να διαμένουν για μεγάλο διάστημα στις συνθήκες ακριβώς που τους προκαλούν το πρόβλημα.
Για τον λόγο αυτό, πολλοί προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον ψυχικό πόνο που βιώνουν, στρέφονται στην αυτοφαρμακολόγηση, δηλαδή είτε στη χρήση ναρκωτικών ουσιών και αλκοόλ, που συναντιόνται κανονικά μέσα στο κέντρο, παρά τη λειτουργία του σαν φυλακή, είτε στη χρήση μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων, πχ τα Lyrica, που είναι βαριά παυσίπονα.
«Ποτέ η καταστολή δεν υπήρξε απάντηση στην χρήση ναρκωτικών. Το ίδιο συμβαίνει και σε αυτή την περίπτωση, αν και θα μπορούσε προφανώς να υπάρχει καλύτερος έλεγχος, πχ με κάμερες, ώστε να αντιμετωπιστεί το ζήτημα. Υπάρχει, όμως, αδιαφορία και αποσιώπηση πολλών πραγμάτων που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή των προσφύγων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα συχνότατα περιστατικά βίας και ειδικά έμφυλης, σεξουαλικής και ενδοοικογενειακής, όπως και κατά των ΛΟΑΤΚΙ προσφύγων», τονίζει ο Θ.
Οι αρχές, όμως, αντί να παρεμβαίνουν και να σταματούν τέτοια φαινόμενα, ουσιαστικά ασκούν και αυτές βία μέσω του εκφοβισμού. «Υπάρχει μια εργαλειοποίηση της πανδημίας στο προσφυγικό, με αποτέλεσμα εδώ και ένα χρόνο να μην επιτρέπεται σχεδόν καθόλου η έξοδος των αιτούντων από το κέντρο και σε περίπτωση που βγουν χωρίς άδεια ή απλά αργήσουν στην ώρα επιστροφής, τους επιδίδεται πρόστιμο 300 ευρώ. Το ίδιο συμβαίνει και για τα μέτρα προστασίας από τον κορονοϊό, με τους πρόσφυγες να είναι ο μόνος πληθυσμός που ακόμα λαμβάνουν πρόστιμα μέσα στο καμπ κατά βούληση του κάθε αστυνομικού (αν πχ κατεβάσει τη μάσκα έξω από τον οικίσκο για να καπνίσει κτλ). Αυτό είναι ένας τρόπος πίεσης και εκφοβισμού που τους ασκείται, προκειμένου να τους κάνουν τη ζωή δύσκολη, και να σταλεί σαφές το μήνυμα αποτροπής σε μελλοντικούς πρόσφυγες», επισημαίνει η Μ. για τον συνεχή ψυχικό τραυματισμό που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι στο ΚΥΤ σκόπιμα από το κράτος.
Ο Rouddy Kimpioka στον χώρο του σωματείου αλληλεγγύης «Συνύπαρξη–Επικοινωνία στο Αιγαίο»
Δυναμιτίζοντας την ένταξη
«Είναι μια πολύ δύσκολη περίοδος για τα δικαιώματα των προσφύγων, όπως και για τις ανθρωπιστικές οργανώσεις. Παλιότερα υπήρχαν σχισμές στο σύστημα, που δεν λειτουργούσε και πάλι ικανοποιητικά, ώστε να γίνουν παρεμβάσεις βελτίωσης για τη ζωή των προσφύγων. Τώρα πια έχουν ορθωθεί παντού τοίχοι, η αλληλεγγύη έχει συρρικνωθεί και οι πρόσφυγες δεν έχουν πού να απευθυνθούν, δημιουργώντας μεγάλη ματαίωση στους ανθρώπους για το μέλλον τους. Το προσφυγικό, όμως, θα συνεχίσει να υφίσταται και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα πρέπει να αποφασίσουν αν θέλουν να συνεχίσουν να αναπαράγουν συνθήκες που δημιουργούν βία ή αν θέλουν να έχουμε κοινωνική ειρήνη και συνοχή», τονίζει στην «Εποχή» η Βασιλική Κατριβάνου, συντονίστρια Κοινωνικής Υπηρεσίας του Ελληνικού Συμβούλιου για τους Πρόσφυγες (ΕΣΠ).
Η ελληνική κυβέρνηση, όμως, δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για την κοινωνική συνοχή μέσω της ένταξης των προσφύγων στην κοινωνία. Τους κρατά αποκλεισμένους στα ΚΥΤ, μακριά από την επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο πια, χωρίς να τους προσφέρει δραστηριότητες ή μαθήματα ελληνομάθειας, δεξιοτήτων κτλ, απανθρωπίζοντάς τους σε μια κοντόφθαλμη λογική αποτροπής, ενώ την αποτυχία και τις συνέπειες αυτής της πολιτικής θα τις αντιμετωπίσουμε όλοι ως κοινωνία στο προσεχές μέλλον.
«Ουσιαστικά δεν υπάρχει καμία προοπτική για την ένταξη των προσφύγων, αφού όταν πάρουν το άσυλό τους, υπάρχει μόνο το πρόγραμμα Ήλιος, που παρουσιάζει μεγάλες γραφειοκρατικές και οικονομικές δυσκολίες: θα πρέπει να ανοίξουν λογαριασμό, που κοστίζει 50 ευρώ, να βρουν σπίτι μόνοι τους, να δεχθούν να τους το νοικιάσουν, να πληρώσουν μόνοι τους τα πρώτα ενοίκια και μετά να τους επιστραφούν τα χρήματα και όλα αυτά χωρίς κανένα πρόγραμμα που να τους εξασφαλίζει εργασία, αφού το Ήλιος παρέχει μόνο συμβουλευτική», περιγράφει η Βασιλική Κατριβάνου.
Ταυτόχρονα, πρόσφυγες που μπορεί να έχουν πάρει το άσυλο τους, αντιμετωπίζουν ακόμα προβλήματα με τη γλώσσα, αφού τα μαθήματα ελληνομάθειας δεν είναι επαρκή. Μετά και την πανδημία δε, προβλήματα εκπαίδευσης σημειώνονται και στα παιδιά. Όσον αφορά στο ΚΥΤ της Λέσβου, για παράδειγμα, ενώ επίσημα μιλούν για 150 εγγραφές στα σχολεία, στην πραγματικότητα είναι μόνο 60. Το προσεχές διάστημα πρόκειται να προσφερθούν κάποια μαθήματα από την Unicef εντός του Κέντρου. «Αυτό από τη μία είναι πολύ χρήσιμο, από την άλλη υπάρχει ο κίνδυνος να οδηγήσει στην παρότρυνση τα παιδιά να μείνουν μέσα στο κέντρο, αντί να πάνε στο δημόσιο σχολείο και να αναπτυχθεί η ένταξη και η κοινωνικοποίησή τους. Δεν μπορεί να υποκατασταθεί η διαδικασία και τα οφέλη της δημόσιας εκπαίδευσης με οποιαδήποτε άλλη τέτοιου τύπου δραστηριότητα», τονίζει η συντονίστρια Κοινωνικής Υπηρεσίας του ΕΣΠ.
«Το κράτος στην Ελλάδα δεν μεριμνά για την εύρεση εργασίας και σπιτιού, τα πάντα πρέπει να τα κάνεις μόνος σου. Σου δίνουν ένα νομικό καθεστώς, αλλά καμιά στήριξη για να προχωρήσεις στη ζωή», περιγράφει την εμπειρία του ο Rouddy Kimpioka, αιτούντας άσυλο από το Κονγκό, με μεταπτυχιακό στο Computer Management, που έφτασε στη Λέσβο το 2017.
Ο ίδιος όταν πήρε την άδεια για να φύγει από το νησί, πήγε στην Αθήνα και μόνος του βρήκε εργασία ως διερμηνέας σε μια οργάνωση που δραστηριοποιούταν στο προσφυγικό, αλλά όταν κάηκε η Μόρια γύρισε πίσω στη Λέσβο, καθώς ήθελε να βοηθήσει τους πρόσφυγες εκεί. Δυστυχώς, όμως, αυτό είναι κάτι που δεν γίνεται δεκτό, αφού παρότι δημιούργησε το Rad Music International (ένα πολυεθνικό συγκρότημα μουσικής και χορού, προσφέροντας ανάλογες δραστηριότητες σε πρόσφυγες και ντόπιους) δεν του δόθηκε άδεια να υλοποιήσει μαθήματα μέσα στο ΚΥΤ στο Μαυροβούνι, καθώς «υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός από το Κέντρο ότι οι πρόσφυγες είναι πρόσφυγες και οι εθελοντές εθελοντές».
Παρόλ’ αυτά, ο ίδιος κατάφερε να προσφέρει τη βοήθεια που θέλει μέσω της Συνύπαρξης–Επικοινωνία στο Αιγαίο, κάνοντας τα μαθήματα χορού και μουσικής στον χώρο της οργάνωσης. «Το κυριότερο όφελος αυτών των δραστηριοτήτων είναι ότι σου δίνουν μια διέξοδο. Πολλοί πρόσφυγες τρελαίνονται μέσα στο ΚΥΤ γιατί ζουν απομονωμένοι, χωρίς τίποτα να κάνουν. Γι’ αυτό δημιούργησα το Rad Music, για να μπορούν να επικοινωνήσουν μέσω της μουσικής και του χορού, ανεξαρτήτως γλώσσας και να νιώσουν πάλι άνθρωποι», εξηγεί ο ίδιος και προσθέτει για τη σημασία της ένταξης: «Ήρθα στην Ελλάδα και θέλω να μείνω, γιατί εδώ δεν με κυνηγάνε να με σκοτώσουν και αυτό μου είναι αρκετό. Δεν ήρθα να γίνω εκατομμυριούχος, αλλά για να έχω ασφάλεια. Και αν μας δοθεί η ευκαιρία, οι πρόσφυγες έχουμε πολλά να προσφέρουμε στη χώρα, από χορό, μουσική, γλώσσα, μαγειρική, μέχρι δεξιότητες εργασίας και γνώσεις και όλοι μαζί να δημιουργήσουμε πλούτο, που θα είναι προς όφελος όλων μας».