Η πρόσφατη ελληνική ειδησεογραφία είναι γεμάτη από περιστατικά βίας παιδιών, εφήβων και νέων, την ίδια στιγμή που διαφαίνεται η τάση αρκετά από αυτά να αποσκοπούν στην άμεση δημοσιοποίηση και αναπαραγωγή τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από τα ίδια τα άτομα που τα προκαλούν. Κάτι τέτοιο εγείρει αρκετές σκέψεις κι ερωτήματα για τις σύγχρονες μορφές της επιθετικότητας και της βίας των νέων ανθρώπων στη σημερινή ψηφιακή εποχή της (μετα)πανδημικής κρίσης.
Οι σημερινοί έφηβοι/ες και οι μετέφηβοι/ες (που βρίσκονται στην περίοδο της αναδυόμενης ενηλικίωσης) εντάσσονται στη λεγόμενη ψηφιακή γενιά1, καθώς γεννήθηκαν και μεγαλώνουν δικτυωμένοι/ες, ενώ ένα μεγάλο μέρος της διαπροσωπικής και κοινωνικής ζωής τους διαμεσολαβείται από την τεχνολογία και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σε αυτό το πλαίσιο, οι έφηβοι είναι στο διαδίκτυο σε αντιδιαστολή με όλους εμάς τους μεγαλύτερους, που το χρησιμοποιούμε2, με το διαδίκτυο να καλύπτει βασικές προσωπικές (άμεση πληροφορία, διαρκή ερεθίσματα) και κοινωνικές τους ανάγκες (αλληλεπίδραση μέσω της κοινωνικής δικτύωσης).
Αποδοχή από τους συνομήλικους
Οι έφηβοι/ες μεγαλώνουν, λοιπόν, σε ένα ψηφιακό περιβάλλον και είναι εξοικειωμένοι/ες με την τεχνολογία από την πρώτη μέρα της γέννησής τους. Σε αυτό το πλαίσιο, τα κοινωνικά δίκτυα αποτελούν το πεδίο για την κοινωνική τους αλληλεπίδραση, με την τεχνολογία να διατρέχει και να επηρεάζει όλο το φάσμα της ψυχοκοινωνικής τους ανάπτυξης. Σε αυτή την ηλικία, οι έφηβοι/ες βιώνουν πολύ έντονα συναισθήματα (θλίψη, θυμός, σύγχυση κ.α.) που συνοδεύουν τις βιοψυχοκοινωνικές αλλαγές που επιτελούνται στη ζωή τους και για τον λόγο αυτόν απευθύνονται στο άμεσο περιβάλλον τους, που είναι οι συνομήλικοι φίλοι και η παρέα τους. Αποκτώντας σταδιακά κριτική στάση απέναντι στους σημαντικούς έως τώρα ενήλικες (γονείς, εκπαιδευτικοί), την ίδια στιγμή εντάσσονται και συσπειρώνονται σε παρέες, αναζητούν την έγκριση από τους συνομηλίκους τους και εμφανίζουν νέες συμπεριφορές που είναι αποδεκτές από την ομαδική νεανική κουλτούρα.
Ειδικά την εποχή αυτή της πανδημίας, η επίδραση της πίεσης των συνομηλίκων καλλιεργείται περισσότερο μέσω της ψηφιακής επικοινωνίας. Την ίδια στιγμή διανύουμε την εποχή της εικόνας, όπου όσο πιο εντυπωσιακή και ακραία είναι, τόσο πιο πιθανό είναι να προσελκύσει θεατές, να την επιλέξουν και να την καταναλώσουν ως θέαμα και να την αναπαράξουν. Η ακρότητα, λοιπόν, είναι ένα στοιχείο που συνδέεται με την θέαση, την αναγνωρισιμότητα και εν γένει την ορατότητα. Οι έφηβοι, σε αυτή την περίοδο της ζωής τους, μπαίνουν συχνά σε ριψοκίνδυνες και ακραίες συμπεριφορές, ώστε να φανούν και να κάνουν εντύπωση, ένας τρόπος προσέλκυσης του άλλου στην πλευρά (και) της σεξουαλικής τους αφύπνισης.
Κυριαρχία της κουλτούρας της βίας
Την ίδια στιγμή, η κουλτούρα της βίας φαίνεται να κυριαρχεί γύρω μας έτσι όπως επικοινωνείται πρωτίστως από τα ΜΜΕ. Καθώς στην εφηβεία η νευρολογική ωρίμανση δεν έχει ολοκληρωθεί (ο προμετωπιαίος λοβός του εγκεφάλου που είναι το κέντρο ελέγχου του συναισθήματος και ανώτερων νοητικών λειτουργιών, όπως η κριτική σκέψη, ωριμάζει τελευταίος), είναι πολύ συχνό οι έφηβοι να πιστεύουν ότι όσα προβάλλονται από τα ψηφιακά μέσα απεικονίζουν και τον πραγματικό κόσμο των ενηλίκων στην καθημερινή ζωή: έναν κόσμο όπου είναι φυσιολογικό οι άνθρωποι να φέρονται βίαια και απάνθρωπα, να πυροβολούν και να χτυπούν, να επιδίδονται σε λεκτικές και σωματικές σεξιστικές επιθέσεις κ.α. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι πιθανό να περάσουν στην πράξη μέσα από τη μίμηση, καθώς, σύμφωνα με την κοινωνική γνωσιακή θεωρία του A. Bandura, οι άνθρωποι μαθαίνουν συμπεριφορές παρατηρώντας τους άλλους ανθρώπους.
Όλη αυτή την περίοδο της πανδημίας, η αναστολή της κινητικότητας και οι περιορισμοί πλήττουν ιδιαίτερα τους εφήβους/ες και τους νέους ανθρώπους, αφού η επιθυμία και η ικανοποίησή της βρίσκονται υπό την αιγίδα της ψυχοσωματικής κινητικότητας, η οποία έχει περιοριστεί δραματικά3. Σε αυτό το πλαίσιο, η αυτονόμηση των νέων πραγματοποιείται αναγκαστικά στον ψηφιακό κόσμο. Και την ίδια στιγμή, επειδή ακριβώς τα περισσότερα ή σχεδόν όλα είναι ψηφιακά (virtual), οι νέοι άνθρωποι –και όχι μόνο– έχουν την ανάγκη από μια πράξη. Η δράση τους, όμως, στο κοινωνικό πεδίο αποτελεί παράλληλα και περιεχόμενο για το ψηφιακό προσωπικό τους προφίλ. Γίνονται έτσι δρώντες και σχολιαστές της ίδιας τους της πράξης, δημιουργοί περιεχομένου την ώρα που αναπαράγουν την εικόνα τους στα κοινωνικά δίκτυα.
Πολλαπλοί κοινωνικοί παράγοντες
Εκτός από το μιντιακό περιβάλλον, η χωρική και αισθητική υποβάθμιση του φυσικού και αστικού περιβάλλοντος, η γκετοποίηση, η πόλωση, ο αποκλεισμός και η φτωχοποίηση μεγάλων ομάδων του πληθυσμού, μαζί με τις συνέπειες της πανδημίας, και η συλλογική αποξένωση από τον δημόσιο χώρο, δημιουργούν τις κοινωνικές εκείνες συνθήκες, όπου η δυνατότητα επιβολής της βίας οργανώνει γύρω της τους πιο ευάλωτους και τους πιο αδύναμους κοινωνικά, τους καθιστά υπολογίσιμους και ορατούς. Οι συγκρούσεις, οι προβληματικές συμπεριφορές και η αντικοινωνική συμπεριφορά, που πάντα υπήρχαν, εκδηλώνονται πλέον και στο ψηφιακό πεδίο και οργανώνονται σε σχέση με αυτό.
Με το φυσικό πλαίσιο προστασίας των νέων ανθρώπων (την οικογένεια, το σχολείο και την κοινότητα) να έχει πληγεί δραματικά όλη αυτή την περίοδο και την επιστροφή σε μια ξεχαρβαλωμένη, επισφαλή «μετα-κανονικότητα» και με τη διαρκή απειλή αυστηρότερων μέτρων στο μέλλον, χρειάζεται να θυμόμαστε ότι οι έφηβοι/ες και οι νέοι/ες υφίστανται αφόρητη πίεση και ψυχικό πόνο από τη συστημική βία. Η γαλλίδα ψυχαναλύτρια Φ. Ντολτό, αναφερόμενη στους/στις εφήβους λέει χαρακτηριστικά: «Τη βία και τον πόνο μπορεί κανείς να τα μετουσιώσει με την γλώσσα, με τη δημιουργικότητα σε όλες τις μορφές της και με τη συμβίωση»4.
Η απάντηση στη βία λοιπόν –είτε αναλογική είτε ψηφιακή– δεν έχει να κάνει με την καταστολή, αλλά με την ανάδυση μιας νέας συλλογικής θέσης, που αποδομεί το φαντασιακό του παντοδύναμου κακού και προτάσσει μια άλλη οπτική της δύναμης5 και της κοινωνικής δράσης, όπως με το πρόσφατο παράδειγμα του κινήματος #MeToo. Η σημερινή εποχή, μας δίνει άλλωστε τη δυνατότητα μέσω της τεχνολογίας να προσεγγίσουμε τα θέματα της βίας και μέσα από τον ψηφιακό περιβάλλον: εκεί που η απουσία του σώματος, της φυσικής επαφής και της κινητικής αυτονομίας επικρατούν, η ψηφιακή γλώσσα, η πολυμεσική ψηφιακή δημιουργία και οι εναλλακτικές διαδικτυακές κοινότητες ενημέρωσης και αλληλεπίδρασης συνιστούν ένα δυνητικό πεδίο συνάντησης με αυτό που θα μπορούσε να αποτελέσει προστατευτική ασπίδα σε αυτό που μας επιτίθεται, μας πληγώνει και μας απειλεί καθημερινά γύρω μας και μέσα μας.
Σημειώσεις:
-
Τσίτσικα, Α. & Καπανιάρης, Α. (2019). Ψηφιακή γενιά: χρήση της τεχνολογίας από παιδιά και εφήβους. Αθήνα: Πεδίο
-
Τζαβέλα, Ε. & Τσίτσικα, Α. (2019). Κοινωνικά δίκτυα στην εφηβεία. Στο, Α. Τσίτσικα & Α. Καπανιάρης (επιμ.), Ψηφιακή γενιά: χρήση της τεχνολογίας από παιδιά και εφήβους. Αθήνα: Πεδίο, σελ. 146
-
Χατζόπουλος, Θ. (2021). Πανδημία και περιοριστικά μέτρα. Ο ψυχισμός απέναντι στον θάνατο και τους περιορισμούς του. Αθήνα: (Αρμός).
-
Ντολτό, Φ., Ντολτό-Τολίτσς, Κ.& Περσεμινιέ, Κ. (1999). Έφηβοι: προβλήματα και ανησυχίες. Αθήνα: Πατάκη
-
Σιδέρης, Ν. (2016). Bullying και όμως νικιέται. Αθήνα: Μεταίχμιο