Στις 19 του περασμένου Νοέμβρη, ο πρωθυπουργός της Ινδίας Ναρέντρα Μόντι ανακοίνωσε ότι θα ακυρώσει στην πρώτη χειμερινή συνεδρίαση της Βουλής (Ιανουάριο 2022) τους τρεις αγροτικούς νόμους που ψηφίστηκαν εσπευσμένα τον Ιούνιο 2020. Οι νόμοι αυτοί θεσμοθετούν την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς των αγροτικών προϊόντων (παραγωγή εμπορία, εξαγωγές), ανατρέπουν την ασκούμενη από το 1960 αγροτική πολιτική και παραδίδουν την εκμετάλλευση της γης σε μεγάλες επιχειρήσεις (πολυεθνικές ή ντόπιες), καθιστώντας έτσι πολύ δύσκολη ή σχεδόν αδύνατη την επιβίωση του 65% του πληθυσμού: μικροϊδιοκτήτες αγρότες, εργάτες-τριες γης, επαγγελματίες στενά συνδεμένους με την αγροτική παραγωγή.
Παρενθετικά, η ψήφιση από τη Βουλή αυτών των νόμων ήταν η αφετηρία του μαζικού, δυναμικού και επίμονου αγώνα των αγροτών-ισσών και των εργατών-τριών γης που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Στη συνέχεια, το αγροτικό κίνημα συμπορεύτηκε με τους αγώνες των εργαζομένων και των μικροεπαγγελματιών των πόλεων. Οι κοινοί αγώνες τους κατά των καταστροφικών για τα λαϊκά κοινωνικά στρώματα νεοφιλελεύθερων πολιτικών έφερε τη μεγαλειώδη συγκέντρωση (26 Νοέμβρη 2020), στο Δελχί και ευαισθητοποίησε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα που στήριξαν-ίζουν ποικιλόμορφα τις σχετικές κινητοποιήσεις. Η μεγάλη συμμετοχή των γυναικών ήταν πρωτοφανής και οι κινηματικές διαδικασίες λειτούργησαν χειραφετικά για αυτές. (Αναλυτικά για τους αγροτικούς νόμους, τα αιτήματα των αγροτών και τις γυναίκες στην Ινδία, Εποχή 6/12/2020, 6/2/2021 και 28/3/21).
Γιατί υποχώρησε ο Μόντι;
Ό πρωθυπουργός απέδωσε την απόφαση κατάργησης των αγροτικών νόμων στο ότι «δεν κατάφερε να πείσει τους αγρότες ότι αυτοί ήταν προς το συμφέρον τους». Ούτε μια λέξη κριτικής για τα ήδη ορατά αποτελέσματα της εφαρμογής των νόμων, αντίθετα τούς υπερασπίστηκε ως φιλοαγροτικούς: «η κυβέρνησή μας εργάστηκε υπέρ των συμφερόντων των αγροτών και θα συνεχίσει να το κάνει» .
Απευθυνόμενος στους αγρότες-ισσες (μέχρι «χθες» «επαγγελματίες ταραξίες» που «τρομοκράτες χρηματοδοτούν τις κινητοποιήσεις τους») τους κάλεσε να γυρίσουν στα σπίτια τους, στα χωράφια τους και στις οικογένειές τους» (συνεχίζουν να κατασκηνώνουν στα περίχωρα της πρωτεύουσας).
Ποιες, όμως είναι οι πραγματικές αιτίες της υποχώρησης; 1. παρά τις συστηματικές προσπάθειες που κατέβαλαν ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του, όχι μόνο δεν κατάφεραν να στρέψουν την κοινωνία ενάντια στις διεκδικήσεις - κινητοποιήσεις του αγροτικού κόσμου, αλλά με την επανεκκίνηση των μαζικών κινητοποιήσεων τον περασμένο Σεπτέμβρη – σχετική χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων για την πανδημία- κατάλαβαν ότι η προγραμματισμένη πανεθνική γενική απεργία με διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα και περικύκλωση του Ν. Δελχί για τον ένα χρόνο αγώνα δεν θα είναι μόνο μεγαλύτερη από την περυσινή, αλλά διευρυμένη με τα χαμηλά ακόμα και μεσαία στρώματα της λεγόμενης μεσαίας τάξης.
Επιπλέον, η παραδοσιακή μέθοδος εκμετάλλευσης – όξυνσης των αντιθέσεων ανάμερα σε κάστες και θρησκείες όχι μόνο απέτυχε αλλά έφερε τα αντίθετα και μη αναμενόμενα αποτελέσματα, ιδιαίτερα σχετικά με τις κάστες. Αυτή η δύσκολη ενότητα που επιτεύχθηκε απέναντι στον κοινό αντίπαλο είναι μια μεγάλη νίκη του αγροτικού κινήματος.
2. Η βαθιά και βάσιμη ανησυχία για σοβαρή μείωση της εκλογικής δύναμης του κυβερνητικού κόμματος, λόγω των αγροτικών νόμων, σε δύο Πολιτείες – κλειδιά στις επερχόμενες (σε λίγους μήνες) εκλογές για ανανέωση μέρους της Βουλής. Η μία (Ουτάρ Πραντές), είναι η πολυπληθέστερη στην Ινδία, ενώ και οι δύο έχουν υψηλά ποσοστά αγροτών-ισσών που μεγάλο μέρος τους συμμετέχει στο κίνημα. Ήδη, στη δεύτερη Πολιτεία (Παντζάμ ) έχει χάσει το κόμμα – κρίσιμο σύμμαχό του. Αν συνεκτιμηθεί η προηγηθείσα βαριά ήττα στην Πολιτεία της Ανατολικής Βεγγάλης, οδηγούμαστε στην εκτίμηση ότι η βασική αιτία της υποχώρησης είναι η διαγραφόμενη αμφισβήτηση της παντοδυναμίας του κυβερνητικού κόμματος και του πρωθυπουργού.
«Πολύ λίγο και πολύ αργά»
Με αυτά τα λόγια αξιολόγησε την ανακοίνωση του πρωθυπουργού ο εκπρόσωπος μιας βασικής συνδικαλιστικής οργάνωσης (Ενωτικό Μέτωπο Αγροτών). Πολύ λίγο, λέει, γιατί ο Μόντι αποδέχτηκε μόνο ένα τα αιτήματά μας (κατάργηση αγροτικών νόμων) και όχι το σύνολο** που εμπεριέχει μια στέρεα δομή στήριξης των κατώτατων τιμών. Πολύ αργά, γιατί ήδη 700 αγρότες και αγρότισσες έχασαν τη ζωή τους είτε από την καταστολή των κινητοποιήσεών μας είτε από τις στερήσεις που επέφεραν οι αγροτικοί νόμοι.
Θεωρεί νίκη την απόσυρση των νόμων, ωστόσο, εκτιμά ότι ο Ν. Μόντι δεν θα εγκαταλείψει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές του και αργότερα ή νωρίτερα θα φέρει στη Βουλή με άλλο τρόπο την ουσία των νόμων. Και τότε, όπως και τώρα θα μας βρει απέναντι.
Οι αγρότες και οι αγρότισσες δεν θα γυρίσουν στα σπίτια τους, όπως τους παρότρυνε ο Μόντι, αλλά θα συνεχίσουν να κατασκηνώνουν έξω από το Δελχί μέχρι να ακυρωθούν οι τρείς νόμοι στη Βουλή, πιέζοντας για την αποδοχή και των υπολοίπων αιτημάτων τους. Στις 22 Νοεμβρίου, οι ηγέτες των αγροτικών οργανώσεων συνεδρίασαν και αποφάσισαν ομόφωνα τη συνέχιση του αγώνα, ενώ την ίδια απόφαση πήραν και τα εργατικά συνδικάτα.
* Ένα από τα κεντρικά συνθήματα –πανό των κινητοποιήσεων.
** Τα αιτήματα του αγροτικού κινήματος: 1.Ειδική συνεδρίαση του Κοινοβουλίου για να καταργηθούν οι νόμοι για την αγροτική οικονομία 2. προσδιορισμός της κατώτερης τιμής στήριξης στο 50% περίπου του μέσου κόστους παραγωγής των προϊόντων 3.μείωση της τιμής του πετρελαίου για γεωργική χρήση 4. Απελευθέρωση των κρατούμενων αγροτών – διαδηλωτών