Ο ριζοσπάστης αριστερός κοινωνιολόγος και οικονομολόγος, Βόλφγκανγκ Στρέεκ, ως αντίθετος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι φυσικό να διαφωνεί με τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού στρατού, κάτι που ισχύει άλλωστε και για πολλά κόμματα της Αριστεράς στην Ευρώπη τα οποία είναι υπέρ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Όμως, ο Στρέεκ δεν είναι γνωστός μόνο για την πολεμική του κατά της ΕΕ, αλλά κυρίως για την οξυδερκή ανάλυση του παγκόσμιου καπιταλισμού και του αδιεξόδου του (βλ. και το τελευταίο βιβλίο του Πώς θα τελειώσει ο καπιταλισμός, μετάφραση: Γιάννης Πεδιώτης, πρόλογος: Ευκλείδης Τσακαλώτος, Πλέθρον, 2019), καθώς και για την τεκμηριωμένη κριτική του στην οικονομική πολιτική της ΕΕ, ιδιαίτερα στο ζήτημα του δημόσιου χρέους. Αυτό το έχει αναγνωρίσει πολλές φορές ακόμα και ο φεντεραλιστής φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας, με τον οποίο ο Στρέεκ συγκρούεται, σε επίπεδο θεωρίας και στρατηγικής, για τα θέματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης επί δύο περίπου δεκαετίες. Έτσι, ανεξάρτητα από τις απόψεις που κάποιος/α μπορεί να έχει για την ΕΕ, τα επιχειρήματά του για τους λόγους που θεωρεί ότι έχει ναυαγήσει το σχέδιο για τη δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τα συγκεκριμένα επιχειρήματα αναπτύσσονται σε άρθρο του Στρέεκ με τίτλο «Frugal Germany» (Φειδωλή Γερμανία), που δημοσιεύτηκε στις 31 Νοεμβρίου 2021 στo μπλογκ του περιοδικού New Left Review (newleftreview.org/sidecar/posts/frugal-germany). Σήμερα παρουσιάζουμε το μεγαλύτερο μέρος αυτού του άρθρου με διαφορετικό τίτλο και δικούς μας μεσότιτλους.
Χ. Γο.
Μας είναι αδιάφορη η τύχη του «ευρωπαϊκού στρατού»; Κάποιοι από εμάς μπορεί να θυμούνται τη δημόσια έκκληση, πριν τρία χρόνια, του φιλόσοφου Γιούργκεν Χάμπερμας, που παρακινούσε την «Ευρώπη», την οποία ταύτιζε με την ΕΕ, να εξοπλιστεί, προκειμένου να υπερασπιστεί τον «τρόπο ζωής» της απέναντι στην Κίνα, τη Ρωσία και τη χώρα του Τραμπ και να μετατρέψει με πρακτικά μέτρα τη «διαρκώς στενότερη ένωση» [που προβλέπουν οι ευρωπαϊκές συνθήκες (ΣτΜ)] σε ένα υπερεθνικό υπερκράτος. Τα πράγματα, όμως, άλλαξαν και σήμερα έχουμε ένα καλό νέο: ο «ευρωπαϊκός στρατός» είναι νεκρός.
Τι ήταν αυτό που έκρινε τη μοίρα του; Με διάφορους τρόπους, που ποτέ δεν συζητήθηκαν δημόσια, όπως συμβαίνει πάντα σύμφωνα με τη νεο-γερμανική συνήθεια όταν πρόκειται για θέματα ζωής ή θανάτου, το πρότζεκτ «ευρωπαϊκός στρατός» συνδέθηκε με τη μακροχρόνια δέσμευση της Γερμανίας προς το ΝΑΤΟ να αυξήσει τις στρατιωτικές της δαπάνες, ώστε, σε κάποια απροσδιόριστη ημερομηνία στο διατλαντικό μέλλον, να φτάσει στο 2% του ΑΕΠ. Ήταν και είναι εύκολο να υπολογίσει κανείς ότι αν συνέβαινε αυτό οι γερμανικές δαπάνες «άμυνας» θα ξεπερνούσαν αυτές της Ρωσίας, χωρίς να υπολογίζουμε τις δαπάνες των άλλων χωρών του ΝΑΤΟ. Είναι εξίσου εύκολο να παρατηρήσουμε ότι οι γερμανικές στρατιωτικές δαπάνες αφορούν μόνο συμβατικά και όχι πυρηνικά όπλα.
Για ποιον ακριβώς λόγο είναι καλό το 2% του ΑΕΠ, εκτός από το ότι γενικά αυξάνει τη δύναμη πυρός της «Δύσης», δεν εξηγήθηκε ποτέ, αν και σχετιζόταν ξεκάθαρα με την ιδέα της μετατροπής του ΝΑΤΟ σε παγκόσμια δύναμη επέμβασης. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο γερμανικός στρατός, σε αντίθεση με εκείνους των άλλων χωρών–μελών, βρίσκεται υπό τη διοίκηση του ΝΑΤΟ, γνωστού και ως Ηνωμένες Πολιτείες. Όμως, σημειώστε επίσης, ότι και η Γαλλία θέλει να αυξήσει η Γερμανία τις στρατιωτικές της δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ. Η ίδια η Γαλλία έχει πετύχει εδώ και χρόνια αυτόν τον στόχο, επειδή και αυτή, όπως η Ρωσία, διατηρεί μια δαπανηρή πυρηνική δύναμη, με αποτέλεσμα να έχει έλλειψη συμβατικών δυνάμεων. Από τη σκοπιά της Γαλλίας, η αύξηση των μη πυρηνικών γερμανικών στρατιωτικών εξοπλισμών δεν θα ωφελήσει αναγκαστικά τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά υπό ευνοϊκές συνθήκες θα μπορούσε να ωφελήσει την ίδια, καθώς αυτό θα αντιστάθμιζε το δικό της έλλειμμα στους συμβατικούς εξοπλισμούς που οφείλεται στο πυρηνικό της πλεόνασμα.
Η φιλόδοξη Γαλλία και η φειδωλή Γερμανία
Εδώ υπεισέρχεται ο ευρωπαϊκός στρατός του Χάμπερμας και των φίλων του. Οι Γάλλοι θεωρούν ότι αυτό που ο Μακρόν αποκαλεί «ευρωπαϊκή στρατηγική κυριαρχία» μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν η Γερμανία μπορέσει να απεγκλωβιστεί, πλήρως ή εν μέρει, από τους ατλαντικούς στρατιωτικούς της δεσμούς, προς όφελος μιας ενισχυμένης ευρω-γαλλικής σχέσης. Ενώ αυτό είναι έτσι κι αλλιώς δύσκολο, θα ήταν αδύνατο χωρίς νέες μονάδες και «ικανότητες» που θα επανακαθοριστούν, ώστε να αποκτήσουν κάποιους ανεξάρτητους ευρωπαϊκούς, και όχι διατλαντικούς, στόχους που καθορίζονται από τις ΗΠΑ. Όμως, αρκεί κανείς να ρίξει μια ματιά στον γερμανικό δημοσιονομικό σχεδιασμό για το εγγύς μέλλον μετά τον κορονοϊό, για να απορρίψει αυτό το ενδεχόμενο. Όπως αποφασίστηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση με την Μέρκελ ως καγκελάριο και τον Σολτς ως υπουργό Οικονομικών, η πενταετής πρόβλεψη του προϋπολογισμού προβλέπει μείωση των αμυντικών δαπανών από 50 δισεκατομμύρια ευρώ το 2022, σε 46 δισεκατομμύρια ευρώ το 2025, ενώ θα χρειαζόταν μια αύξησή τους στο ύψος των 62 δισεκατομμυρίων, το λιγότερο, προκειμένου να φτάσουν στο 1,5% του ΑΕΠ, το οποίο είναι πολύ μικρότερο από το 2% που είναι ο στόχος του ΝΑΤΟ. Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών για τον νέο κυβερνητικό συνασπισμό, γερμανικές στρατιωτικές πηγές διέρευσαν ότι δεν είχαν καμία ελπίδα ότι αυτή η καταστροφική για τον στρατό πολιτική θα μπορούσε να αναστραφεί από μια κυβέρνηση στην οποία, κατά την άποψή τους, κυριαρχεί η «Αριστερά».
Οι στρατιώτες, όπως οι αγρότες, πάντα διαμαρτύρονται. Όσα χρήματα να τους δώσεις, θεωρούν ότι το ποσό θα έπρεπε να ήταν μεγαλύτερο. Αλλά με τα τεράστια ελείμματα του γερμανικού ομοσπονδιακού προϋπολογισμού το 2020 και το 2021, και την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης Σολτς, με τον Λίντνερ ως υπουργό Οικονομικών, να διατηρήσει το «φρένο χρέους», για να μην αναφερθώ στις σχεδιαζόμενες γιγαντιαίες επενδύσεις για την απανθρακοποίηση και τον «ψηφιακό μετασχηματισμό», μπορούμε με σιγουριά να θεωρήσουμε ότι το όνειρο του Χάμπερμας για έναν «ευρωπαϊκό στρατό» γκρεμίστηκε και ότι το επιθυμητό όφελος που θα είχαν από αυτόν τόσο η «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση», όσο και η πολεμική βιομηχανία δεν πρόκειται ποτέ να υλοποιηθεί. Είναι ενδιαφέρον ότι η συμφωνία του κυβερνητικού συνασπισμού αποφεύγει να θέσει το ζήτημα του 2% με μία σχεδόν μερκελική αυθάδεια: «Θέλουμε η Γερμανία σε βάθος χρόνου (!) να επενδύσει το 3% (!) του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της σε διεθνή δράση, στη βάση μιας δικτυωμένης και συμπεριληπτικής προσέγγισης (;), ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο τη διπλωματία και την ανάπτυξή της, αλλά και εκπληρώνοντας τις υποχρεώσεις της έναντι του ΝΑΤΟ». Καμιά αναφορά στο πώς θα χρηματοδοτηθούν όλα αυτά, καμιά αναφορά στον Μακρόν, που επιδιώκει την επανεκλογή του την άνοιξη του 2022, πείθοντας τους ψηφοφόρους για την πρόοδο που θα επιτευχθεί στο ζήτημα της «ευρωπαϊκής κυριαρχίας», την οποία προσλαμβάνει ως επέκταση της γαλλικής κυριαρχίας –με τη Γαλλία να είναι μετά το Brexit η μόνη πυρηνική δύναμη της ΕΕ και μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, και με τα γερμανικά τανκς να αποτελούν ένα ωραίο συμπλήρωμα των γαλλικών πυρηνικών υποβρυχίων, ελπίζοντας ότι έτσι θα ξεχαστεί το φιάσκο της AUKUS (ΣτΜ: Πρόκειται για τη συμφωνία που υπέγραψαν στις 15 Σεπτεμβρίου 2021 η Αυστραλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία εξόργισε τη Γαλλία).
Είναι δυνατός ένας συμβιβασμός συμφερόντων;
Μπορεί να βρεθεί κάτι που θα τα αντισταθμίζει όλα αυτά; Η ελπίδα, όπως λέει ένα γερμανικό γνωμικό, πεθαίνει τελευταία, και αυτό μπορεί να ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση του τρόπου που χειρίζεται τα ευρωπαϊκά θέματα η Γαλλία. Εδώ και τέσσερα χρόνια, η Γερμανία και η Γαλλία συζητούν για ένα γαλλο-γερμανικό βομβαρδιστικό, το Μελλοντικό Εναέριο Σύστημα Μάχης (FCAS), που θα αντικαταστήσει το γαλλικό Ραφάλ και το γερμανικό Γιουροφάιτερ ως το πολεμικό αεροσκάφος έκτης γενιάς των δύο χωρών. Αρχικά το FCAS ήταν ένα γαλλο-βρετανικό πρότζεκτ, το οποίο όμως εγκαταλείφθηκε το 2017 όταν το Ηνωμένο Βασίλειο αποφάσισε να προχωρήσει στην κατασκευή ενός δικού του αεροσκάφους, του Tempest. Με την προτροπή του Μακρόν, η Μέρκελ συμφώνησε να καλύψει το κενό.Το 2018 η γαλλική Dassault και η γερμανική Airbus Defence συνυπέγραψαν το πρότζεκτ ως βασικοί ανάδοχοι, με το Βέλγιο και την Ισπανία να συμμετέχουν επίσης σ’ αυτό ως μελλοντικά συμβαλλόμενα μέρη. Όμως, η πρόοδος του έργου ήταν πολύ μικρή, με σοβαρές διαφωνίες ειδικά στα θέματα των πνευματικών δικαιωμάτων, της μεταφοράς τεχνολογίας και της εξαγωγικής πολιτικής.
Δεν είναι μυστικό ότι το FCAS έχει μικρή ή καμία στήριξη στο εσωτερικό της γερμανικής πολιτικής τάξης. Αυτό ισχύει ακόμα και για τους στρατιωτικούς, που το θεωρούν ως ένα από εκείνα τα υπερφιλόδοξα γαλλικά grands projets [μεγάλα πρότζεκτ] που είναι καταδικασμένα να αποτύχουν λόγω υπερβολικής τεχνολογικής φιλοδοξίας. Το σύστημα, που επισήμως προβλέπεται να τεθεί σε λειτουργία γύρω στο 2040, δεν αποτελείται μόνο από ένα στόλο βομβαρδιστικών Στελθ, αλλά και από σμήνη μη επανδρωμένων ντρόουν που θα συνοδεύουν τα αεροσκάφη στις αποστολές τους.
Θα μπορούσε το FCAS να είναι ένα βραβείο παρηγοριάς που θα απονεμηθεί στον Μακρόν για να τον κάνει να ξεχάσει τον «ευρωπαϊκό στρατό» και την «ευρωπαϊκή στρατηγική κυριαρχία»; Ίσως, αν υπήρχαν περισσότερα χρήματα, κάτι που δεν συμβαίνει σήμερα μετά τους πόρους που διατίθενται για το Ταμείο Ανάκαμψης. Στη Γερμανία το FCAS αντιμετωπίζεται περισσότερο με αμηχανία, παρά ως στρατηγική ή βιομηχανική ευκαιρία –ένα από τα πολλά προβλήματα που άφησε πίσω της η Μέρκελ, με την απαράμιλη δεξιοτεχνία της ως καγκελάριος, να δίνει απραγματοποίητες υποσχέσεις, δραπετεύοντας από το εκάστοτε πρόβλημα. Ενώ έχουν απομείνει κάποιοι «γκωλικοί» στη γερμανική πολιτική τάξη, οι οποίοι προτιμούν τη συμμαχία με τη Γαλλία –που ελπίζεται ότι θα οδηγήσει σε μια γαλλο-γερμανική/γερμανο-γαλλική Ευρώπη– έναντι αυτής με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ουδείς εξ αυτών συμμετέχει στη νέα κυβέρνηση.
Πράγματι, εκεί που θα μπορούσε να κάνει λόγο για έναν «ευρωπαϊκό στρατό», η συμφωνία του κυβερνητικού συνασπισμού προβλέπει απλώς την «αυξημένη συνεργασία μεταξύ των εθνικών στρατών των κρατών μελών της ΕΕ… κυρίως στους τομείς της κατάρτισης, της ενίσχυσης των ικανοτήτων, των στρατιωτικών επεμβάσεων και του εξοπλισμού, όπως για παράδειγμα έχουν συμφωνήσει να κάνουν μεταξύ τους η Γερμανία και η Γαλλία». Και για να μην υπάρχει παρανόηση, προσθέτει ότι «κατά την εφαρμογή αυτής της συνεργασίας πρέπει να εξασφαλιστεί η διαλειτουργικότητα και η συμπληρωματικότητά της με τις δομές διοίκησης και τις δυνατότητες του NATO», ενώ λίγες σελίδες πιο κάτω αναφέρεται ρητά το εξής: «Θα ενισχύσουμε τον ευρωπαϊκό πυλώνα του ΝΑΤΟ και θα εργαστούμε για μια πιο στενή συνεργασία μεταξύ του ΝΑΤΟ και της ΕΕ». Το FCAS δεν αναφέρεται καν, ή αναφέρεται μόνο έμμεσα, με μια διατύπωση που σίγουρα πληγώνει τα γαλλικά αισθήματα: «Ενισχύουμε την αμυντική τεχνολογική συνεργασία στην Ευρώπη, ειδικά μέσω υψηλής ποιότητας προγραμμάτων συνεργασίας, λαμβάνοντας υπόψη τις εθνικές τεχνολογίες–κλειδιά και δίνοντας τη δυνατότητα στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις να συμμετέχουν στους διαγωνισμούς κρατικών προμηθειών. Στις κρατικές προμήθειες θα δοθεί προτεραιότητα σε αγορές αντικατάστασης παγίων και σε συστήματα που είναι διαθέσιμα στην αγορά για να αποφευχθούν κενά στην αμυντική ικανότητα». Το πιθανότερο είναι ότι το πρότζεκτ, αν δεν καταρρεύσει λόγω τεχνολογικών προβλημάτων ή μιας διελκυστίνδας για το ποια εταιρεία θα έχει τον πρωτεύοντα ρόλο και για τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας, κάποια στιγμή θα εγκαταλειφθεί για λόγους υψηλού κόστους.
Οι Πράσινοι και οι στρατιωτικοί υπέρ των F-18
Η δυσπιστία για το FCAS δεν εντοπίζεται μόνο στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και στους Φιλελεύθερους. Η νέα υπουργός Εξωτερικών, η πράσινη Αναλένα Μπέρμποκ, είναι μια πιστή ατλαντίστρια τύπου Χίλαρι Κλίντον, η οποία κατάφερε να επιβάλει τις απόψεις της σε όλα τα σημεία του κειμένου του κυβερνητικού συνασπισμού. Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών για την σύναψη του συνασπισμού, οι Πράσινοι επέμειναν να υπάρξει μια έγκαιρη αντικατάσταση του γηρασμένου στόλου των αεροσκαφών Τορνέιντο της Λουφτβάφε από τα αμερικανικά βομβαριστικά F-18. Τα Τορνέιντο, που δεν πρέπει να συγχέονται με τα Γιουροφάιτερ, είναι η συνεισφορά της Γερμανίας σ’ αυτό που το ΝΑΤΟ αποκαλεί «πυρηνική συμμετοχή». Αυτή προβλέπει ότι ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη μέλη, κυρίως η Γερμανία, μπορούν να φέρουν αμερικανικές πυρηνικές κεφαλές στα δικά τους βομβαρδιστικά, με αμερικανική άδεια και υπό αμερικανική διοίκιηση. Για το σκοπό αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν έναν απροσδιόριστο αριθμό πυρηνικών βομβών σε ευρωπαϊκό, κυρίως γερμανικό, έδαφος.
Πρόσφατα, κορυφαία στελέχη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SDP) αμφισβήτησαν την ορθότητα της πυρηνικής συμμετοχής. Οι Ηνωμένες Πολιτείες από την πλευρά τους διαμαρτυρήθηκαν για το γεγονός ότι θεωρήθηκαν ξεπερασμένα τα Τορνέιντο, που τέθηκαν για πρώτη φορά σε επιχειρησιακή ετοιμότητα τη δεκαετία του 1980, ζητώντας πιο άνετες ρυθμίσεις πτήσεων για όσα από αυτά φέρουν αμερικανικές πυρηνικές κεφαλές. Tα ελάχιστα εναπομείναντα Τορνέιντο, τα οποία είναι ικανά να κάνουν πτήσεις σήμερα –λέγεται ότι είναι λιγότερα από δύο δωδεκάδες– πρόκειται να χάσουν την (αμερικανική) άδειά τους να σκοτώνουν, το 2030. Εκτός από την εγκατάλειψη του προγράμματος, που είναι αυτό που θα προτιμούσαν κάποιοι που ανήκουν στην αριστερή πτέρυγα του SPD, τα Τορνέιντο θα μπορούσαν κατ’ αρχήν να αντικατασταθούν από τα γαλλικά Ραφάλ ή τα γερμανικά Γιουροφάιτερ (που και τα δύο τους προβλέπεται να αντικατασταθούν, σε ένα ακαθόριστο μέλλον, από το FCAS). Τυχαίνει, όμως, τα μη αμερικανικά αεροσκάφη, για να μπορούν να φέρουν αμερικανικές βόμβες, να πρέπει υποχρεωτικά να έχουν πάρει πιστοποίηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες, σε χρόνο που δεν είναι μικρότερος από το εντυπωσιακά μεγάλο διάστημα των οκτώ έως δέκα ετών. Όλα αυτά οδηγούν στα F-18, τα οποία είναι αμέσως διαθέσιμα και ικανά να προκαλέσουν έναν πυρηνικό Αρμαγεδώνα, αν κάποιος μελλοντικός πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών κρίνει ότι έτσι πρέπει να γίνει. Τυχαίνει, επίσης, τα F-18 να είναι το αγαπημένο πολεμικό αεροσκάφος των γερμανών στρατιωτικών, που προσπαθούν απεγνωσμένα να διατηρήσουν τη φήμη τους απέναντι στα αμερικανικά είδωλά τους και να αποφύγουν τους κινδύνους που προκύπτουν από τη γαλλική τεχνολογική ανευθυνότητα.
Ο μεγάλος χαμένος είναι η Γαλλία
Προς ανακούφισή τους, η ταχεία προμήθεια ενός ευάριθμου στόλου πολεμικών αεροσκαφών F-18 ήταν ένα από τα επαναλαμβανόμενα αιτήματα των Πράσινων της Μπέρμποκ στις συνομιλίες για τη δημιουργία του κυβερνητικού συνασπισμού. Μετά από επίπονες διαπραγματεύσεις, αυτό πήρε το δρόμο του. Στη τελική συμφωνία τα τρία κόμματα ανακοίνωσαν, σε μια γλώσσα που ήταν πλήρως κατανοητή μόνο στους μυημένους, ότι «στις αρχές της εικοστής νομοθετικής περιόδου» –πρέπει κανείς να γκουγκλάρει για να ανακαλύψει ότι πρόκειται για τη νομοθετική περίοδο που αρχίζει τώρα– «η χώρα θα αποκτήσει ένα διάδοχο σύστημα των βομβαρδιστικών Τορνέιντο» και «θα συνοδεύσει τη διαδικασία προμήθειας και πιστοποίησης με αντικειμενικό και ευσυνείδητο τρόπο, έχοντας ως στόχο την πυρηνική συμμετοχή της Γερμανίας».
Το γεγονός ότι τα F-18 δεν είναι καθόλου φτηνά για μια κυβέρνηση υπό οικονομική πίεση, είναι ένα ακόμα κακό νέο για τον Μακρόν και την «ευρωπαϊκή στρατηγική κυριαρχία» του. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα πάρουν μεν την αύξηση των γερμανικών στρατιωτικών δαπανών στο 2% του ΑΕΠ που θα ήθελαν, αλλά τουλάχιστον θα μπορέσουν να πουλήσουν στη Γερμανία έναν διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό αεροσκαφών F-18. Αντίθετα, η Γαλλία είναι πιθανό να μείνει με άδεια χέρια, χωρίς να παίρνει ούτε τον ευρωπαϊκό στρατό ούτε, τελικά, το FCAS.
Μετάφραση: Χάρης Γολέμης