Η ανακοίνωση του ΣΦΕΑ περιδιαβαίνει όλη τη ζωή του συντρόφου Στέργιου Κατσαρού από τη νεολαία Λαμπράκη και τα οδοφράγματα των Ιουλιανών, έως τη χούντα, την παρανομία, την Κούβα: «Ο συναγωνιστής μας Στέργιος Κατσαρός έχασε χτες Σάββατο 11/12, τη μάχη με τον καρκίνο στα 83 του χρόνια. Γεννήθηκε το 1938 στο Βαθύκοιλο Πελασγίας Φθιώτιδας. Μέλος της προδικτατορικής ΕΔΑ και των Λαμπράκηδων, ως φοιτητής της ΦΜΣ του ΕΚΠΑ συμμετείχε ενεργά στους αγώνες για το 15% στην Παιδεία και στη λαϊκή έκρηξη των 'Ιουλιανών" του 1965. Καταζητούμενος από τη χούντα τον Απρίλη του 1967, καταφέρνει να διαφύγει στο εξωτερικό και να φτάσει, με μυθιστορηματικό τρόπο, στην Κούβα –«τη μοναδική του πατρίδα», όπως έλεγε - λίγο μετά τον θάνατο του Τσε.
Επιστρέφει στην Ελλάδα το Μάη του '68 και συμμετέχει ενεργά στην αντιδικτατορική αντίσταση για την οποία συλλαμβάνεται στις 5 Σεπτεμβρίου 1969, βασανίζεται άγρια στην ΚΥΠ και την Ασφάλεια Θεσσαλονίκης, και καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη από το Έκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης για τη συμμετοχή του στην αντιδικτατορική οργάνωση "Λαϊκή Πάλη". Αποφυλακίζεται τον Αύγουστο του 1973 και τον Νοέμβριο συμμετέχει στην εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Τη μεταδικτατορική περίοδο, ενεργός πολιτικά έως την τελευταία του στιγμή, δουλεύει οικοδόμος, λιθοξόος, πετροχτίστης.
Τις εμπειρίες και απόψεις του έχει καταγράψει στο βιβλίο του «Εγώ ο προβοκάτορας, ο τρομοκράτης», εκδόσεις Μαύρη Λίστα.
Γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο, η ζωντανή αυτή αφήγηση μάς μεταφέρει από τη Νεολαία Λαμπράκη και τα οδοφράγματα των Ιουλιανών το 1965 στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου το 1967 και την παρανομία, και από την Κούβα, στην οποία ο Κατσαρός βρέθηκε ως… ναυαγός λίγο μετά τον θάνατο του Τσε Γκεβάρα, στην Τήνο και στις παράνομες επαφές στο σπίτι του Γιαννούλη Χαλεπά. Οι σύντροφοί του από τη Λαϊκή Πάλη, οι συναγωνιστές/τριες του από τον ΣΦΕΑ 1967-1974, τον αποχαιρετούμε με ανεξίτηλη τη θύμησή του από τα «πέτρινα χρόνια» της χούντας. Τα συλλυπητήρια και η σκέψη μας στη συντρόφισσά του Νίνα και τα παιδιά του.»
Στο μυαλό μαρξιστής και αναρχικός στη δράση
Πολλές φορές έχουμε γράψει σ’ αυτή εδώ την εφημερίδα –και όταν δεν γράψαμε από την πίεση χρόνου και χώρου εκκρεμούν μέσα μας, μας ελέγχουν– και εγώ προσωπικά για συναγωνιστές - συντρόφους που ζήσαμε μαζί, μεταφορικά ή πραγματικά στην αντίσταση κατά της χούντας. Σήμερα όμως το θέμα είναι λίγο πιο δύσκολο, πιο σύνθετο. Ο Στέργιος Κατσαρός που πέθανε το Σαββατοκύριακο στα 83 δεν είχε απλώς μακρά αγωνιστική διαδρομή στους αγώνες της ελληνικής αριστεράς, αλλά αυτή είχε και αφάνταστες εναλλαγές όμως ταυτόχρονα και μια κόκκινη κλωστή που τις συνέδεε, άντεξε.
Υπήρξε υποστηρικτής και μαχητής της δυναμικής αντίστασης κατά της χούντας. Μέσα σε ένα περιβάλλον που διεθνώς η ένοπλη πάλη όλο και περισσότερο εμφανιζόταν, ακόμη και μετά την ήττα –ή και εξ αυτής λέει κάπου ο Στέργιος– των κλασικών αντάρτικων με βάση τους αγροτικούς πληθυσμούς, στις συνθήκες της δικτατορίας θα θέτονταν στο τραπέζι οπωσδήποτε. Οι απόψεις εδώ πολλές και αντίπαλες. Η περίπτωση του Στέργιου είχε και παρελθόν που την ευνοούσε.
Γεννημένος σε περιοχή όπου η αντίσταση και μετά ο εμφύλιος άφησε το τραγικό του αποτύπωμα, που κι αυτός γεύτηκε τη βία του σε ηλικία εννέα ετών –«μου έβαλαν το μαχαίρι στον λαιμό», θα πει, «και η αιτία ήταν τ’ όνομά μου και το χωριό όπου γεννήθηκα»– επομένως ήταν μια από τις πιθανές επιλογές να υιοθετήσει τη δυναμική αντίσταση. Την επέλεξε έμπρακτα, με κόστος προσωπικό και ένα διαρκή εσωτερικό πόλεμο ελέγχου για την ορθότητα της επιλογής του. Ο συνεχής έλεγχος ήταν ένα άλλου είδους κόστος, πιο βαθύ. Το αποκαλύπτει με ένα μοναδικό τρόπο ο ίδιος στο βιβλίο του, χωρίς να κρύβει τίποτε. Και αυτό δεν ήταν τόσο φανερό τότε, στις πολύωρες συζητήσεις που κάναμε στην Αίγινα, στις βόλτες και στον κοινό μας θάλαμο* όσο στο βιβλίο, μοναδικό απ’ αυτή την άποψη. Διότι τότε επικεντρώναμε στα τρέχοντα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Ήταν πλούσια και πρόσφατα για μας του Εσωτερικού, λίγο μετά τη διάσπαση του ’68, όταν έπρεπε να ξαναχτίσουμε την κομμουνιστική μας πεποίθηση, σχεδόν από την αρχή. Γι’ αυτό και οι συζητήσεις μας με τους συντρόφους τροτσκιστές είχαν πάντα πολύ ενδιαφέρον, ήταν γόνιμες διότι είχαν κοινό γεωμετρικό τόπο, την αμφισβήτηση, την κριτική του «επίσημου». Μάθαμε απ’ αυτούς, αλλά διακινδυνεύω να πω ότι κι αυτοί έμαθαν από εμάς.
Αλλά ας ξαναρθούμε στον Στέργιο, ο οποίος δεν ήταν ακριβώς τροτσκιστής. Στο βάθος ήταν γκεβαρικός, κυρίως διότι τον κάλυπτε διττά: και για τον μαρξισμό του και για το ένοπλο. Εξάλλου, ο ίδιος αυτοχαρακτηριζόμενος –και αυτοσαρκαζόμενος θα έλεγα– έλεγε ότι είναι «στο μυαλό μαρξιστής και αναρχικός στη δράση». Η σχέση του με την τροτσκιστική άποψη έπασχε στον πυρήνα της, στην άσκηση τρομοκρατικής δράσης και ένοπλης πάλης, αλλά την επέλεγε σαν «πλησιέστερο συγγενή». Ακόμη και μετά τη πτώση της δικτατορίας η συμμετοχή του στην ΟΚΔΕ δεν μακροημέρευσε.
Εν τω μεταξύ, η ικανότητά του να ελέγχει τις κάθε φορά επιλογές του –τις πολύ δύσκολες– με την πραγματικότητα των αναγκών, κάθε εποχή, του κινήματος, τον οδηγούσε σε αναστοχασμό και επανατοποθετήσεις. Η εμφάνιση του φοιτητικού κινήματος, η μαζικοποίηση του αγώνα κατά της χούντας, η κορυφαία στιγμή, το Πολυτεχνείο έπαιξαν καταλυτικό ρόλο. Επιστρατευμένος με το πραξικόπημα Ιωαννίδη θα βρεθεί στο περιβάλλον ενός στρατού που με τα μακριά μαλλιά τους και άλλα σημάδια οι φαντάροι του θύμιζαν, όπως λέει στο βιβλίο, περισσότερο αντάρτες της Σιέρα Μαέστρα. Ονειρικό για έναν άνθρωπο του ταμπεραμέντου του.
Ήταν φανερό ότι θα νικούσε το μαρξιστής, τελειωτικά. Διότι όταν αλλάζουν οι συνθήκες… Γι’ αυτό όταν ξανά «προσκλήθηκε», λίγο πριν πέσει η χούντα, για συμμετοχή στον «ένοπλο», όπως σημειώνει «τελικά δεν υπέκυψα στον πειρασμό και έμεινα απ’ έξω». Και θα σχολιάσει: «διότι για να νικήσει μια επανάσταση χρειάζεται πολύ πλατιές δυνάμεις». Στη σκοπιά ενός στρατοπέδου, κοντά στις Γούρνες Ηρακλείου, «διαλύθηκαν οριστικά οι τελευταίες αμφιβολίες μου σχετικά με την επικαιρότητα της ένοπλης πάλης» θα σημειώσει.
Ο «προβοκατόρικος» τίτλος στο βιβλίο του «Εγώ ο προβοκάτορας, ο τρομοκράτης» ίσως φωτιστεί, κάπως, από το απόσπασμα που περιγράφει. Το αντιγράφω. «Όταν η διαδήλωση –και με συντρόφους από τη φυλακή!- έφτασε στο ύψος της σκοπιάς άρχισαν να φωνάζουν το σύνθημα ‘Ο στρατός με τον Λαό’. Δεν μπόρεσα να μη γελάσω. Ποιος στρατός; Εγώ κρυβόμουν κάτω από τη στρατιωτική φόρμα και το αμερικάνικο κράνος. Σήκωσα το όπλο μου και τους το παρουσίασα κανονικά, όπως κάνουν στους επισήμους. Το πλήθος ξεφώνισε με ενθουσιασμό. Οι επικεφαλής της πορείας με κοίταζαν με ανησυχία. Έβγαλα το κράνος και με αναγνώρισαν. Πρέπει να ανακουφίστηκαν όταν με είδαν να απομακρύνομαι και να πηγαίνω προς τη σκοπιά. Ναι, πρέπει να ένιωσαν ανακούφιση, γιατί ο ‘προβοκάτορας Κατσαρός’ μπορούσε να τους δημιουργήσει κάποιο πρόβλημα υπακούοντας στο αίτημα του πλήθους: ‘Ο στρατός με το λαό’.
Καθώς απομακρύνονταν ένιωσα σαν τον ναυαγό που το πλοίο πλησίασε το ερημονήσι του, αλλά αρχίζει να απομακρύνεται χωρίς να του δώσει σημασία. Ένιωσα απέραντη θλίψη. Χωρίς να το καταλάβω αντέστρεψα το όπλο μου, όπως κάνουν στις κηδείες. Ήταν ένας αυθόρμητος αποχαιρετισμός. Δεν ήξερα ποιον αποχαιρετούσα. Μήπως την πορεία που χανόταν στο βάθος του δρόμου; Ήταν ένας αποχαιρετισμός στα όπλα; Ή μήπως αποχαιρετούσα ένα κομμάτι από τη ζωή μου;».
Καλό κατευόδιο, Στέργιο. Να σε ευχαριστήσω και εγώ για τις ειλικρινείς και θετικές αναφορές σου στο πρόσωπό μου, και σε άλλους, όπως τον Θ. Καζέλη, τον Κ. Γιούργο, που μας ξεχωρίζεις από τους «σταλινικούς». «Παλέψαμε» από κοινού με πολλούς «σταλινικούς» και εμείς, στο έδαφος της διάσπασης (ουσιαστικά μιας ακόμα «εξέγερσης») του ’68, για να εξανθρωπιστούν και οι σχέσεις μεταξύ όλων των συντρόφων κάθε άποψης. Όχι μόνο να αναζωογονηθεί και αποκαθαρθεί το όραμα του κομμουνισμού. Στη φυλακή αυτό, σχεδόν, το κατακτήσαμε.
* Ο Γιάννος Γρηγοριάδης κι εγώ είμαστε οι δύο του Εσωτερικού, σαν «επιβλέποντες», που λέει στο βιβλίο, «αλλά από τα πιο έντιμα στοιχεία».