Τελείωσε η συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2022. Έγινε αντιπαράθεση, όμως σ’ αυτό που συμφώνησαν σχεδόν όλοι, έως και ο κ. Σταϊκούρας με μια αποστροφή του, είναι η αβεβαιότητα που τον διαπερνά. Εσύ τι λες;
Υπάρχουν δυο στοιχεία. Η επανάκαμψη της πανδημίας με τη μορφή της «Ο» που δημιουργεί δυσμενέστερες καταστάσεις στη διεθνή, ελληνική και ευρωπαϊκή οικονομία, τουλάχιστον για το πρώτο εξάμηνο του 2022 και η αύξηση του πληθωρισμού που επίσης είναι ένα επιπλέον πρόβλημα που δεν είχε προβλεφθεί. Ένα τρίτο είναι το τι θα γίνει με τα ελληνικά ομόλογα δεδομένου ότι έχουν αποφασίσει να σταματήσει η αγορά των ομολόγων, τον Μάρτιο του 2022. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τα ελληνικά ομόλογα, τα οποία δεν είναι σε βαθμίδα επενδυτική, να μην μπορούν να αγοραστούν από την ΕΚΤ. Βέβαια, θα δούμε στην πορεία της συζήτησή μας, προέκυψε τώρα ένα ανοικτό παράθυρο! Άρα, οι αβεβαιότητες είναι τρεις και πολύ σοβαρές. Ένα θέμα, σημαντικό, επίσης, είναι ότι το 2022 δεν θα έχουμε το λεγόμενο ελατήριο όπως υπήρχε το 2021, που οδήγησε στην ανάκαμψη. Δεν θα έχουμε ξεκίνημα από χαμηλή βάση, αλλά αντιθέτως το ξεκίνημα θα είναι από υψηλή βάση, άρα χωρίς ελατήριο. Βεβαίως, θα δούμε στη συνέχεια αν υπάρχουν άλλα ελατήρια ή άλλες αναπτυξιακές δυσκολίες.
Υπάρχει και το ζήτημα της δημοσιονομικής προσαρμογής που αποφασίστηκε για το 2022. Μια μείωση δαπανών κατά 12,3 δισ. δεν το λες «σταδιακή απόσυρση των μέτρων της πανδημίας», όπως είπε η Αχτσιόγλου στον εισηγητή της ΝΔ κ. Θ. Ρουσόπουλο.
Όντως, είναι ένα ακόμη μεγάλο πρόβλημα. Το 2022 θα αρχίσει να μειώνεται η μεγάλη κρατική παρέμβαση που έγινε το 2020 και το 2021. Επομένως, όχι μόνο θα σταματήσει η παρέμβαση αλλά θα αρχίσει να μειώνεται: 12,3 δισ. είναι πάρα πολύ μεγάλο ποσό, περίπου 7% του ΑΕΠ, το οποίο σαφέστατα θα δημιουργήσει αρνητικές επιδράσεις στο ρυθμό μεγέθυνσης. Έχουμε, λοιπόν, πολλά θέματα που πρέπει να βάλουμε στο τραπέζι, να δούμε πώς θα εξελιχθούν. Διότι η απάντηση της κυβέρνησης ότι η μείωση της κρατικής παρέμβασης, προκειμένου να μπούμε σε πιο σωστή δημοσιονομική προσαρμογή θα αντικατασταθεί απ’ τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης, δεν πείθει.
Οι επιδόσεις απορροφητικότητας πόρων από το ΤΑ το 2021 ήταν, αποκαρδιωτικές: 150 εκ. ευρώ αντί 2,6 δισ. που είχαν προϋπολογισθεί.
Τα 4,5 δισ. που υπολογίζει ο προϋπολογισμός για το 2022 ως αύξηση των επενδύσεων για το 2022 προερχόμενα από το Ταμείο Ανάκαμψης, δεν είναι βέβαιο εκ των προτέρων ότι θα απορροφηθούν σύμφωνα με τον προγραμματισμό. Έχουμε, λοιπόν, εδώ μια υψηλή αβεβαιότητα, όπως σε όλα τα επενδυτικά προγράμματα. Στην οικονομία, είναι ευκολότερη η δημοσιονομική περιστολή την οποία στοχεύεις και δυσκολότερη η πραγματοποίηση των σχεδιαζόμενων επενδύσεων. Η ανάγκη περιορισμού του πρωτογενούς ελλείμματος τίθεται ως αναγκαία και από τη διαχείριση του δημοσίου χρέους.
Δια ταύτα, πώς προβλέπεις να κλείσει το 2021 και πώς να πάει το 2022 από πλευράς μεγέθυνσης του ΑΕΠ;
Νομίζω, ότι το 2021 θα κλείσει γύρω στο 7%. Η κυβέρνηση λέει 6,9% προετοιμάζοντας μια «επιτυχία». Το 2022 το 4,5% της επίσημης πρόβλεψης δεν μπορεί ακόμη να αξιολογηθεί. Θα είναι λίγο λιγότερο, λίγο περισσότερο από το 4% αλλά είναι πολύ νωρίς.
Πάντως, όλο και διαβάζουμε ειδήσεις για συγκράτηση της κατανάλωσης. Πχ, ο προβλεπόμενος τζίρος των εορτών. Η πανδημία προκαλεί καταναλωτικό δισταγμό.
Ναι, και λόγω της μετάλλαξης «Ο», αλλά και της αύξησης των τιμών. Δυο παράγοντες, λοιπόν, που θα περιορίσουν τις αγορές. Αλλά η καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών ήδη μειώνεται. Το πρώτο τρίμηνο η αύξησή της ήταν 3,4%, το δεύτερο 1,8%, το τρίτο 1,1%. Έχουμε μια φθίνουσα πορεία της κατανάλωσης των νοικοκυριών όπως και της δημόσιας. Και στις επενδύσεις του πάγιου κεφαλαίου που αυξήθηκαν το εννεάμηνο, πάλι επαναλαμβάνεται το ίδιο μοτίβο. Οι κατοικίες βλέπουμε να παίρνουν κεφάλι όταν αυξάνονται οι επενδύσεις. Αλλάζει λίγο το παραγωγικό υπόδειγμα; Δεν το βλέπω.
Να δούμε τις αποφάσεις, τώρα, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ΕΚΤ.
Αποφασίστηκε ότι τον Μάρτιο θα σταματήσουν οι αγορές ομολόγων λόγω πανδημίας, το λεγόμενο ΡΕΡΡ. Μέχρι το Μάρτιο, οι αγορές ομολόγων θα πραγματοποιούνται με χαμηλότερο ρυθμό από ό,τι το προηγούμενο τρίμηνο και θα σταματήσουν το 2022. Δηλαδή θα αγοράζεις με φθίνουσα πορεία, λιγότερα, μέχρι το πρόγραμμα να τελειώσει τον Μάρτη του 2022. Σκοπεύει, όμως, στο εξής να επανεπενδύει τα ποσά του κεφαλαίου, δηλαδή δεν πρόκειται να τα ρίξει στην αγορά, να τα πωλήσει. Η ΕΚΤ θα κρατήσει όσα έχουν εκδοθεί μέχρι τώρα αλλά δεν θα αγοράσει νέα. Θα τα κρατήσει έως και το 2024. Φοβάται τον πληθωρισμό, φοβάται το κόστος χρήματος, την εξέλιξη της πανδημίας.
Αναφέρεται, όμως, και σε «ευελιξία» κατά την εφαρμογή της απόφασης.
Ναι, είναι νομίζω πολύ αξιόλογο σημείο αυτό. Λέει συγκεκριμένα: «χρησιμοποιούμε μια ευελιξία στον σχεδιασμό και στη διενέργεια των αγορών των στοιχείων του ενεργητικού ανάλογα πόσο αποτελεσματικές είναι οι προσπάθειές μας για να πετύχουμε τον στόχο της σταθερότητας των τιμών γύρω στο 2%. Με αυτή την έννοια εάν παρατηρήσουμε ότι με το σταμάτημα των αγορών λόγω πανδημίας θα επέλθει ένας κατακερματισμός στην κατηγορία των στοιχείων ενεργητικού των χωρών μελών της ΕΕ (δηλαδή, αρχίζουν να ανεβαίνουν τα επιτόκια περισσότερο από τα άλλα) τότε μπορούμε ανά πάσα στιγμή να αγοράσουμε και νέα». Είναι μια προσπάθεια να ομαλοποιήσει το κόστος χρήματος και τη ρευστότητα στην ευρωπαϊκή οικονομία. Η κ. Λαγκάρντ, χωρίς να αναφέρει ονόματα, ερωτηθείσα για το πώς πάρθηκε η απόφαση, είπε ότι υπήρχε μεγάλη πλειοψηφία, με μια – δυο αντιρρήσεις.
Για την Ελλάδα πώς εκτιμάς όσα αναφέρονται;
Όπως σημείωσα και στην αρχή μια από τις αβεβαιότητες είναι τι θα γίνει με την αγορά των ομολόγων της όταν λήξει η αγορά ομολόγων το 2022 όπως είπε η κ. Λαγκάρντ. Αυτό σημαίνει ότι η ΕΚΤ πλέον δεν θα αγοράζει ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, διότι η Ελλάδα δεν είναι στην επενδυτική βαθμίδα. Πράγμα, βέβαια, εντελώς λάθος, θεωρητικά. Διότι ίσα – ίσα οι χώρες που έχουν ανάγκη πρέπει να περιλαμβάνονται. Αυτό, λοιπόν, που είπε για την Ελλάδα, η ευελιξία, με την οποία θα παρεμβαίνει όταν θα υπάρχουν προβλήματα, μπορεί να συμπεριλάβει την αγορά ομολόγων που εκδίδει η ελληνική δημοκρατία προκειμένου να αποφευχθεί η διακοπή των αγορών στη συγκεκριμένη χώρα η οποία «θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στην ελληνική οικονομία ενώ αυτή εξακολουθεί να ανακάμπτει από τις επιπτώσεις της πανδημίας». Δηλαδή, αφήνει ένα «ανοικτό παράθυρο», θετικό το θεωρώ, μέσα σ΄ αυτό το αρνητικό πλαίσιο που υπάρχει γι’ αυτά τα θέματα στην ΕΕ, το οποίο σου λέει ότι αν υπάρχει θέμα η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στην Ελλάδα θα δημιουργήσει προβλήματα, δηλαδή θέμα ρευστότητας και αύξηση του κόστους του χρήματος, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων να αυξάνουν, να εκτοξεύονται κ.τ.λ. εμείς, τότε, έχουμε την ευελιξία να παρέμβουμε, να χρησιμοποιήσουμε την αγορά, να ξαναγοράσουμε ομόλογα.
Είναι ίσως αυτό το «ανοικτό παράθυρο» ταυτόχρονα και ένα μέσο άσκησης πιέσεων υπέρ μιας πολιτικής που θα επιθυμεί η ΕΚΤ;
Αυτό είναι ξεκάθαρο. Η ΕΚΤ έχει σαφή πολιτική ως προς αυτά. Και υπό μία έννοια είναι καθορισμένο το πλαίσιο όπου οφείλει να λειτουργήσει μια οικονομία εντός της ΕΕ. Μην ξεγελιόμαστε, ειδικά σ’ αυτό τον τομέα. Έχω, όμως, μια ελπίδα ότι θα το υπερβούν, ορισμένες στιγμές όπου θα υπάρχει ένα πρόβλημα.