Για τον συλλογικό τόμο «1821-2021: Μνήμες τεχνών – θραύσματα ιστορίας» σε επιμέλεια Ανδρέα Μαράτου, από το Ινστιτούτο Πουλατζάς και τις εκδόσεις Νήσος
Οι χρονολογίες αποτελούν αφορμές. Αφορμές για να γεννιόμαστε και αφορμές για να πεθαίνουμε. Αφορμές για να συμβαίνουμε ή αφορμές για να παύουμε. Αφορμές για να θυμόμαστε και αφορμές για να ξεχνούμε. Σημεία γύρω από τα οποία πλέκονται όσα γλυτώνουν από τον χρόνο. Φρεάτια που καταπίνουν τον όγκο των γεγονότων για τα οποία πια τίποτα δεν θα ειπωθεί. Η χρονολογία είναι το μεγάλο φίλτρο, εκεί όπου τα γεγονότα χωρίζονται σε αυτά που όντως συνέβησαν και σε αυτά που θα ξεχαστούν και που με τρόπο αμείλικτο θα καταγραφούν ως γεγονότα που δεν συνέβησαν ποτέ, αφήνοντας πίσω τους όχι ένα ερωτηματικό, αλλά ένα κενό, μια συλλογική απουσία να σημαίνει το πέρασμά τους στην ανυπαρξία.
Το 1821 αποτελεί την μεγάλη ελληνική αφορμή. Το έτος αυτό όπου τοποθετείται η αρχή αλλά ταυτόχρονα και η ταυτότητα όλων των ελλάδων που χώρεσαν μέσα στη στενή γεωγραφία μιας μεσογειακής χερσονήσου. Είναι ο χρόνος που αναδρομικά μάς περιέχει ως εκδοχές ενός μέλλοντος που εκ των υστέρων κατοχυρώθηκε ως συνέχεια και ως πραγματικότητα. Γιατί αν τοποθετούμε το έτος 2021 δίπλα σε αυτό του 1821 δεν είναι τόσο για να περιγράψουμε το μέγεθος της απόστασης που μας χωρίζει από αυτό, ούτε για να εορτάσουμε την επανάληψη της αριθμητικής γεωμετρίας, όσο για να υπονοήσουμε όλα όσα συνέβησαν εντός αυτής της απόστασης. Όλα όσα χρονολογικά αποκολλημένα μας προσδιορίζουν.
Πως μπορούμε λοιπόν να μιλήσουμε για την απόσταση αυτή; Πως μπορούμε να συμπυκνώσουμε δύο αιώνες και -αν όχι να τους κατανοήσουμε- έστω να τους ψηλαφήσουμε; Νομίζω πως ο συλλογικός τόμος «1821-2021: Μνήμες τεχνών – θραύσματα ιστορίας» σε επιμέλεια του Ανδρέα Μαράτου, διατυπώνει μια ξεκάθαρη πρόταση: Απ’ όλα τα τεκμήρια που μπορεί κανείς να παραθέσει αυτά που θα μας δώσουν την μεγαλύτερη ποσότητα αλήθειας είναι αυτά που κουβαλούν την μεγαλύτερη δυνατή πυκνότητα. Και αυτά δεν μπορεί να είναι άλλα από τα καλλιτεχνικά τεκμήρια. Ακριβώς γιατί ένα έργο τέχνης εμπεριέχει πάντοτε και αυτό που περισσεύει μαζί με αυτό που κυριαρχεί της λήθης. Σπαράγματα από τη συλλογική απουσία των πραγμάτων, ταυτόχρονα με τα γνωστά και τα καταγεγραμμένα. Γιατί ένα έργο τέχνης αποτελεί το δακτυλικό αποτύπωμα μιας εποχής, ακόμα και αν η ίδια η εποχή επιμένει να το αγνοεί ή να το αποφεύγει. Είναι πυκνώσεις μνήμης διατυπωμένες πριν καν τα γεγονότα περάσουνε στο παρελθόν.
Μέσα από τα 42 κείμενα του τόμου ο αναγνώστης περνά από το υπέδαφος του μακρινού παρελθόντος στην χλωρίδα του σύγχρονου παρόντος. Μέσα από επιλεγμένες στάσεις και πρόσωπα, τρόπους και έργα. Σημεία όχι πάντοτε ενταγμένα στην επίσημη ή κυρίαρχη ιστορία, αλλά υπόγειες δυναμικές, αποκλεισμούς και στοιχεία που τα ιστορικά εγχειρίδια μπορεί να κρίνουν ως δευτερεύοντα. Μέσα από την ποίηση, την ζωγραφική και τη φωτογραφία αλλά ταυτόχρονα και τα σχολικά βιβλία, την ιστορία των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, την καταγραφή του ελεύθερου χρόνου μέχρι και τα σύγχρονα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Και δεν υπάρχει πιο ειλικρινής και πιο ταιριαστός τρόπος καταγραφής του ελληνικού χρονοσεισμού από τον πολυπρισματικό τρόπο που προτείνει ο τόμος. Η ιστορία, όχι ως αυστηρή χρονολογική συνέχεια, αλλά ως μια συλλογή σπαραγμάτων, ως ίχνη πάνω στον χρόνο. Και μαζί ως μια πολλαπλή συνομιλία της ιστορίας με την πραγματικότητα γεμάτη χάσματα, επαναλήψεις και επαναδιατυπώσεις.
Είναι αυτό το ιστορικό «ταυτόχρονα» του παρόντος μας που περιγράφει τον νεοελληνικό χρονοσεισμό. Η ταυτόχρονη παρουσία των εκδοχών της ιστορίας, οι ιστορικές περίοδοι που δεν διαδέχονται η μία την άλλη αλλά πλέκονται φορτίζοντας με ταυτόχρονο νόημα, οι εκ νέου νοηματοδοτήσεις και το πέρασμα από τη σκιά στην ιστορία, η ελληνική μας αδυναμία να ξεχνούμε ενώ διαρκώς αναδιατυπώνουμε αυτό που θυμόμαστε. Το 1821 αποτελεί το αρχικό ρήγμα του ελληνικού χρονοσεισμού και το 2021 καραδοκεί από πάνω του. Μισό ερείπιο και μισό υπέρβαση του χάσματος.
Αλλά ας γυρίσουμε στην χρονολογία. Και ας τοποθετήσουμε δίπλα σε αυτή το όνομά μας, το ονοματεπώνυμό μας. Ο καθένας ξεχωριστά. Όσο το όνομα μας μας εξατομικεύει, τόσο η χρονολογία μάς περιέχει. Το 1821 είναι ένας αριθμός που προσπαθεί διαρκώς να χωρέσει μία χώρα. Στην πολλαπλότητα και στην αντιφατικότητά της, στις άπειρες εκδοχές ανάγνωσής του, στις εκδοχές της που ποτέ δεν συνέβησαν, κυρίως στις δικές μας προβολές πάνω στο ίδιο και στα γεγονότα που διαρκώς το διαδέχονται.
Καταγράφοντας τελικά, όχι ένα έτος αλλά μια χειρονομία σύνθεσης. Την αναζήτηση του πυρήνα μέσα από τη σχάση του, την αναζήτηση της ενότητας μέσα από τη διαφορά.
(το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου)