Αλήθεια έχουμε ποτέ συνειδητοποιήσει πως όλοι οι ζώντες οργανισμοί του πλανήτη είμαστε μέρη ενός κύκλου που ξεκινά από τη γέννηση –με οποιονδήποτε τρόπο– και καταλήγει στον θάνατο; Και κυρίως, έχουμε συνειδητοποιήσει πως τα ζώα διαθέτουν έναν οργανισμό ο οποίος μοιάζει πολύ με το δικό μας; Είμαι σχεδόν βέβαιος πως αδιαφορούμε και αδυνατούμε να δούμε τα ζώα ως οντότητες οι οποίες γεννιούνται, πεθαίνουν, αρρωσταίνουν, πονάνε, αισθάνονται. Γιατί θεωρούμε πως ο ρόλος των ζώων είναι η εξυπηρέτηση του αδηφάγου είδους μας και τα χρησιμοποιούμε είτε ως συντροφιά, είτε για τη διασκέδασή μας είτε ως τροφή. Αυτά δε τα οποία ο άνθρωπος χρησιμοποιεί ως τροφή και τα εκτρέφει για αυτόν το λόγο βρίσκονται στη χειρότερη μοίρα. Δεν είμαι χορτοφάγος, δεν ανήκω σε κανένα βίγκαν κίνημα, δεν θεωρώ πως η κατανάλωση κρέατος είναι έγκλημα. Πιστεύω όμως πως η υπερκατανάλωση στην οποία οδηγεί το μοντέλο ζωής του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού, έχει οδηγήσει τον πλανήτη στα όρια. Μαζί με τα άλλα βήματα που πρέπει να κάνουμε ως πολιτισμός, είναι και η αλλαγή του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τα ζώα.
Αλήθεια, πόσοι από μας έχουμε ασχοληθεί με τα ζώα αυτά; Πόσοι έχουμε αφιερώσει λίγο χρόνο για να τα παρατηρήσουμε, να τα δούμε πως κινούνται, πως επικοινωνούν, πως τρώνε, πως αντιδρούν στα εξωτερικά ερεθίσματα; Αυτό λοιπόν που δεν κάνουμε εμείς για να γνωρίσουμε τα ζώα από τα οποία εξαρτάται άμεσα η ζωή μας, ανέλαβε να το κάνει για λογαριασμό μας ο Βίκτορ Κοσακόφσκι κινηματογραφώντας την καθημερινότητα μερικών ζώων σε ένα αγρόκτημα. Κι έτσι γύρισε το ντοκιμαντέρ «Γκούντα». Μια ταινία ασπρόμαυρη, στην οποία δεν υπάρχει λόγος, ακούγονται μόνον οι φυσικοί ήχοι. Μια ταινία στην οποία πρωταγωνιστούν τα ζώα, με σταρ την Γκούντα, μια γουρουνίτσα, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο. Μια ταινία στην οποία δεν υπάρχει ανθρώπινη παρουσία, αν και η ύπαρξη του ανθρώπου είναι καταλυτική.
Ο Κοσακόφσκι κινηματογραφεί με υπομονή, μπαίνει μέσα στο παχνί που ζει η Γκούντα μαζί με τα νεογέννητα γουρουνάκια της. Την βλέπουμε πως τα ταΐζει, πως παίζει μαζί τους. Κι ύστερα φεύγει και πηγαίνει σε ένα κοτέτσι από όπου βγαίνουν δύο περήφανοι κόκορες. Δεν βιάζεται αλλά κινηματογραφεί τις κινήσεις τους, τα μάτια τους, την κίνηση του λαιμού τους. Και μετά πλησιάζει ένα κόκορα με ένα πόδι και τον βλέπει προσεκτικά «φυλακίζοντας» την εικόνα του στην κάμερα. Επανέρχεται στην Γκούντα και τα μικρά, τα οποία τώρα είναι έξω και παίζουν με τη μητέρα τους. Αλλαγή πλάνου και τα βοοειδή βγαίνουν καλπάζοντας από το βουστάσιο πηγαίνοντας να βοσκήσουν. Και πάλι η Γκούντα με τα μικρά της –που έχουν κάπως μεγαλώσει– και πάλι ο Κοσακόφσκι δίπλα με την κάμερα να καταγράφει την κάθε τους κίνηση.
Έχει βρέξει και ο τόπος είναι λασπωμένος. Ένα γεωργικό μηχάνημα πλησιάζει απειλητικά. Η Γκούντα ανήσυχη αρχίζει να πηγαίνει πάνω κάτω. Η κλειστή καρότσα πλησιάζει την πορτούλα από όπου μπαινοβγαίνουν τα γουρούνια. Αυτή τη φορά βγαίνουν αλλά δεν πηγαίνουν στη μητέρα τους για να παίξουν. Οδηγούνται μέσα στην καρότσα. Κανείς άνθρωπος δεν φαίνεται αλλά υπάρχει, ως αόρατος θεός με δικαίωμα ζωής και θανάτου. Η πόρτα κλείνει, το όχημα ξεκινά και τότε αρχίζει το δράμα της μητέρας Γκούντα. Η οποία γρυλίζει θρηνητικά. Πηγαίνει πάνω κάτω, προσπαθεί να πάει πίσω από το όχημα που έχει πάρει τα παιδιά της, σταματά, κοιτάζει στο βάθος του δρόμου, εξακολουθεί να γρυλίζει με τρόπο σπαρακτικό. Κι ο θεατής δεν μπορεί να μη συγκινηθεί, δεν μπορεί να μη νιώσει τον πόνο της Γκούντα. Και τότε ίσως καταλάβει πως τα ζώα εκτός από ένστικτο έχουν συναίσθηση και αντίληψη.
Ένας φόρος τιμής στα ζώα τα οποία από τη μέρα της γέννησής τους είναι καταδικασμένα σε θάνατο. Μια τρυφερή και ευαίσθητη ματιά η οποία καταγράφει την ομορφιά της κίνησης, τη χορογραφία της ζωής με πρωταγωνιστές τα ζώα της φάρμας. Ο Βίκτορ Κοσακόφσκι κινηματογραφεί από κοντά, γίνεται ένα με τα ζώα, τα κοιτάζει κατάματα κι εκείνα κοιτάζουν την κάμερα με μάτια που θα μπορούσαν να είναι ανθρώπινα. Όμως κάνει και κάτι ακόμη ο σκηνοθέτης, κάτι το οποίο αποτελεί υπέρτατο φόρο τιμής και σεβασμού για τα ζώα της φάρμας. Κινηματογραφεί από χαμηλά, δεν τα βλέπει από ψηλά, από το ύψος του ανθρώπου, δεν τα τοποθετεί πιο χαμηλά, αλλά πέφτει εκείνος κάτω, κυλιέται στο έδαφος μαζί τους και τα αντιμετωπίζει ως ίσος προς ίσο.
Ένα ντοκιμαντέρ διδακτικό, αισθητικά άψογο το οποίο μας υπενθυμίζει πως δεν πρέπει απλά να κοιτάζουμε αλλά να παρατηρούμε και να βλέπουμε καλά τα όσα υπάρχουν γύρω μας. Και κυρίως τα όσα ζουν γύρω μας.
Καλές γιορτές, καλά Χριστούγεννα, με υγεία!