Εντουάρ Λουί «Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας», μετάφραση: Στέλα Ζουμπουλάκη, εκδόσεις Αντίποδες, 2021
Θυμάμαι, πριν από χρόνια, είχα διαβάσει το Δυστυχία δίχως επιθυμίες* του Πέτερ Χάντκε, που αφηγείται την ιστορία της μητέρας του, μετά την αυτοκτονία της – με τη δημοσίευση άλλωστε της είδησης στην τοπική εφημερίδα άρχιζε και το βιβλίο. Μια γυναίκα, που καταστρεφόταν αργά, παγιδευμένη στον παθητικό ρόλο της, και που ο γιος της αφηγείται με κοφτερή ακρίβεια, απόσταση και σπαραγμό. Τότε οι κριτικοί είχαν επισημάνει ότι έμοιαζε γραμμένο από γυναίκα.
Ένα βιβλίο που ανακαλεί, όχι τυχαία, ένας άλλος γιος, ο Εντουάρ Λουί, στο δικό του βιβλίο για τη δική του μητέρα, την Μονίκ, μερικές δεκαετίες αργότερα, με την ίδια ακρίβεια και σπαραγμό: «Η δική της ζωή κυλούσε μισό αιώνα αργότερα [...] και παρ’ όλα αυτά η ζωή της ήταν ακριβώς η ίδια. […] Η ίδια επαναληπτικότητα, οι ίδιες χειρονομίες, αυτή η τυποποίηση της μέρας που αναπαράγεται σχεδόν κάθε μέρα».
Την αφορμή για την αφήγηση την έδωσε μια νεανική φωτογραφία της μητέρας του, που ο συγγραφέας ανακάλυψε τυχαία μια μέρα. Μια φωτογραφία που είχε τραβήξει η ίδια, με αντεστραμμένη την παραδοσιακή μηχανή, μια σέλφι της εποχής, στην οποία μοιάζει χαρούμενη και δείχνει πόσο όμορφη ήταν. Το βιβλίο αρχίζει έτσι, με τη χαμένη ευτυχία. «Η πόζα, το βλέμμα, η κίνηση των μαλλιών, φέρνουν στο νου την ελευθερία, τις άπειρες δυνατότητες που ανοίγονται μπροστά μας και, ίσως, ακόμη και την ευτυχία. Δεν ήξερα ότι είχε υπάρξει ελεύθερη πριν από τη γέννησή μου – ευτυχισμένη; Το είχα ξεχάσει». Αν ο Λουί στο Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου κατηγορεί με δριμύτητα τους πολιτικούς, τον Ζακ Σιράκ και τον Ξαβιέ Μπερτράν, τον Νικολά Σαρκοζί, τον Φρανσουά Ολάντ και τη Μίριαμ Ελ Χομρί, τον Εμανουέλ Μακρόν..., για τη δολοφονία του πατέρα του, αφού επέβαλαν απάνθρωπους νόμους που επιβάρυναν τη ζωή και την ήδη κατεστραμμένη υγεία των ανθρώπων της εργατικής τάξης, στο Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας αφηγείται την ιστορία της μητέρας του, Μονίκ, που έχει υποστεί τη διπλή κυριαρχία, την ανδρική και της τάξης της. Ο συγγραφέας ανακαλεί τα χρόνια της ζωής τής μητέρας του, τις ταπεινώσεις που αυτή είχε υποστεί, την ακρωτηριασμένη ζωή της από την αντρική βία. Αλλά και τα δικά του, σκληρά, παιδικά χρόνια, όταν αυτός δεν επιθυμούσε να έρχεται η μητέρα του στο σχολείο «μήπως μάθει πως τα άλλα παιδιά δεν ήθελαν να τον κάνουν παρέα γιατί το να κάνεις παρέα με κάποιον που όλοι τον έλεγαν αδελφή δεν κάνει καλή εντύπωση».
Οι γυναίκες των λαϊκών τάξεων
H αφήγησή του συνεχίζεται με τόνο πολεμικό, όταν περιγράφει τη ζωή της Μονίκ με τον πρώτο της σύζυγο του οποίου αυτή και τα δυο παιδιά τους έπρεπε να υφίστανται τα βίαια ξεσπάσματα και τις συνέπειες του αλκοολισμού του. Αλλά και με τόνο συγκινητικό, όταν αναφέρεται στην έξαψη της μητέρας του όταν οργάνωνε τις, πρωτόγνωρες γι’ αυτούς, διακοπές που κρατικά προγράμματα θα χρηματοδοτούσαν, άμα κατάφερνε να συγκεντρώσεις τις στοίβες αιτήσεων και δικαιολογητικών που απαιτούνταν. Ή όταν επισκέφτηκαν το πλανόδιο τσίρκο με τη συμμετοχή του ίδιου σε ένα μαγικό κόλπο που μετά, για μήνες, θα αναπολούσαν οι δυο τους. Η αφήγηση διακόπτεται από σκέψεις του Λουί, όπως, όταν διερωτάται, γιατί του φαίνεται πως γράφει μια στενάχωρη ιστορία, ενώ αυτό που θα ήθελε ήταν να διηγηθεί την ιστορία μιας απελευθέρωσης. «Το να μιλάς για την οικογένειά σου», έχει πει σε συνέντευξή του, «μοιάζει μια ναρκισσιστική πράξη αλλά μου φαίνεται ότι τέτοια πράξη είναι η μυθοπλασία. Αφηγούμαι τη σχέση ανάμεσα σε ένα γιο και μια μητέρα που είναι παγιδευμένη σε ένα ρόλο θύματος όπου την τοποθέτησε η κοινωνία. Ήταν θύμα ενός συστήματος που συντηρούσε την άγνοια του πατέρα μου, τη φτώχεια του, καλλιεργούσε τη βία που αυτός μετά ξεσπούσε στη μητέρα μου, η οποία ήταν ψυχολογικά φυλακισμένη. Κι όμως, δεν αναφερόμαστε στις γυναίκες των λαϊκών τάξεων, ακόμα κι όταν μιλάμε για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία».
Η ζωή που ήθελε να ζήσει
Ο Λουί μιλάει για την ανεπιθύμητη γέννηση των δίδυμων παιδιών της και απευθυνόμενος και στη μητέρα του για τη «μια μέρα που πίστεψες πώς η φιλία θα μπορούσε να σε γλυτώσει από αυτή τη ζωή», τη φιλία με τη δραστήρια Ανζελίκ, που τρία χρόνια αργότερα έληξε μαζί με την κατάθλιψη της Ανζελίκ. Με αναδρομές στο παρελθόν και την παιδική ηλικία φτάνει στη ρήξη της Μονίκ με τον πατέρα του. Στην προσωρινή παραμονή της σε μια εργατική κατοικία και στη συνέχεια για τον νέο έρωτα της με τον επιστάτη μια παρισινής κατοικίας. Η Κατρίν Ντενέβ από τις αφηγήσεις του Λουί θέλησε να την γνωρίσει και «να κάνουν ένα τσιγάρο μαζί». «Η μέρα που ένιωσε ότι υπάρχει στα μάτια κάποιου άλλου», γράφει ο γιος της, ενώ στο Παρίσι άρχισε να χρησιμοποιεί καινούριες φράσεις που αντικατόπτριζαν τη νέα της ζωή. Έκανα ένα περίπατο στον Κήπο του Λουξεμβούργου σήμερα… Στη ζωή της, μετά το βιβλίο, η Μονίκ, όταν διέκρινε την κακοποιητική συμπεριφορά του επιστάτη, έφυγε, επιλέγοντας μόνη της τη ζωή που θα ήθελε να ζήσει.
Ο Λουί όμως θα κλείσει το βιβλίο με μια τελευταία ανάμνηση: όταν η δασκάλα είχε εκμυστηρευτεί στην Μονίκ ότι ο γιος της έλεγε συχνά πως μια μέρα θα έπαιρνε τη μητέρα του μακριά από τον πατέρα του και θα της αγόραζε ένα κάστρο. «θα μου άρεσε αυτή η αφήγηση που μιλάει γι’ αυτήν να γίνει, κατά κάποιον τρόπο, ένα μέρος όπου θα μπορεί να καταφεύγει».
* Στα ελληνικά:
«Ανέμελη δυστυχία», εκδόσεις Εστία, 2020, μτφ Μοσκόβου Σπύρος
«Αμέριμνη δυστυχία», εκδόσεις Νεφέλη, 1983, μτφ Νίκη Αϊντενάιερ