Όσοι ισχυριζόμασταν (και ήμασταν πολλές και πολλοί) ότι ο νόμος Χατζηδάκη αλλάζει, επί τα χείρω, τον κόσμο της εργασίας όπως τον ξέραμε, δικαιωνόμαστε ολοένα και περισσότερο, ημέρα με την ημέρα. Και είναι μία δικαίωση πικρή, διότι αφορά τη ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης που βιώνουν χιλιάδες εργαζόμενοι τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στον δημόσιο τομέα.
Ο 4808/2021 που ψηφίστηκε μόνο με τις ψήφους των βουλευτών της ΝΔ αποδίδει καρπούς για τους εργοδότες, κυρίους τους μεγάλους, αλλά και τους μικρούς. Το παράδειγμα των Jumbο, όσο και αν στη συνέχεια η εταιρεία επιχείρησε να εξωραΐσει την εικόνα, είναι αρκούντως χαρακτηριστικό. Όπως, λοιπόν, έκανε γνωστό ο σύλλογος των Εμποροϋπαλλήλων της Αθήνας, η εταιρεία του κ. Βακάκη, γνωστή για τις αντιεργατικές μεθόδους της εδώ και χρόνια, καθιερώνει πρόστιμο για τους εργαζόμενους που μπορεί να φτάσει μέχρι και το 1/4 του, έτσι και αλλιώς πενιχρού, μισθού τους.
Η διάψευση των Jumbo δεν έχει μεγάλη αξία, διότι τα γραπτά μένουν. Ο νέος κανονισμός εργασίας κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο και εκεί η απόφαση περί προστίμου αναγράφεται ρητά. Κάπως έτσι, άλλωστε, άρχισε και η νέα αυθόρμητη διαδικτυακή καμπάνια cancel jumbo, η οποία καλεί τους πολίτες να μποϊκοτάρουν την εταιρεία και να αγοράσουν από άλλους, κατά προτίμηση από μικρές συνοικιακές επιχειρήσεις, τα παιχνίδια που θέλουν για τις γιορτές.
Η περίπτωση, όμως, της Jumbo δεν αποτελεί –δυστυχώς– την εξαίρεση, αλλά τον βίαιο κανόνα. Θα θυμάστε ότι κατά τους προηγούμενους μήνες χρειάστηκε η μαχητική παρέμβαση των πολιτών τόσο στο διαδίκτυο, όσο και στον δρόμο για να ακυρωθούν σειρά αντιδραστικών μέτρων της e-food, η οποία ήθελε να πετάξει στον δρόμο χιλιάδες εργαζομένους της. Θα θυμάστε επίσης ότι ακόμα και μετά τον θάνατο του λιμενεργάτη της Cosco, η εταιρεία στύλωνε τα πόδια και αρνούνταν να ικανοποιήσει τα πολύ λογικά αιτήματα των εργατών της, μέχρι που την έκαμψε (και αυτή) το ιντερνετικό τσουνάμι των αντιδράσεων και φυσικά η μαχητική απεργία του σωματείου.
Ήττες και ματαιώσεις
Δεν υπήρξαν, όμως, μόνο νίκες τους προηγούμενους μήνες. Η ΟΛΜΕ και η ΔΟΕ έδωσαν ένα δύσκολο αγώνα για να αποκρουστεί το μέτρο της δήθεν αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και των σχολικών μονάδων που είναι βγαλμένο από τους πιο σκληρούς κώδικες του νεοφιλελευθερισμού. Η υπουργός Παιδείας, Νίκη Κεραμέως, όμως, εκμεταλλευόμενη ακριβώς τις προβλέψεις του νόμου Χατζηδάκη για την προκήρυξη των απεργιών (και όχι μόνο) και έχοντας ως σύμμαχο τη δικαστική εξουσία, κατάφερε να περάσει σχετικά αλώβητη από τον χείμαρρο των αντιδράσεων. Οι εκπαιδευτικοί τους δύο τελευταίους μήνες περιορίζονται σ' έναν κλεφτοπόλεμο και ευελπιστούν ότι στο άμεσο μέλλον θα επαναλάβουν τον αγώνα τους από καλύτερες θέσεις.
Οι εργαζόμενοι στην ακτοπλοΐα διεκδίκησαν ουσιαστικές αυξήσεις από τους εφοπλιστές, αλλά είδαν τους εργοδότες τους να προτείνουν φιλοδωρήματα, τα οποία, αν λάβει κανείς υπόψη του και τον υψηλό πληθωρισμό των τελευταίων μηνών, τείνουν προς το μηδέν. Οι εθελούσιες έξοδοι, τέλος, στις τράπεζες συνεχίζονται κανονικά, παρά το γεγονός ότι γίνονται με όρους που δεν συμπεριλαμβάνουν τις ανάγκες των εργαζόμενων και των οικογενειών τους.
Τουτέστιν, το συνδικαλιστικό κίνημα, τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα έχει ακόμη δουλειά να κάνει. Μπορεί να εμπνευστεί από τις πρόσφατες νίκες, μπορεί και να προβληματιστεί από τις ήττες και τη μειωμένη συμμετοχή των εργαζόμενων στα συνδικάτα, αλλά σίγουρα οφείλει να δράσει. Και παραδοσιακά, στον δρόμο δηλαδή, αλλά και εκμεταλλευόμενο τις νέες τεχνολογίες, για να φτάσει το μήνυμά τους στους νέους εργαζόμενους, σ' αυτούς που δεν αρέσκονται ή δεν γνωρίζουν τους παραδοσιακούς τρόπους πάλης και απορρίπτουν τις παλιές μεθόδους. Όμως, αν πραγματικά στοχεύουμε στις αλλαγές των κοινωνικών συσχετισμών από το κάτω, η νέα γενιά εργαζόμενων, το σύγχρονο προλεταριάτο, δεν μπορεί να αγνοηθεί και για να προσεγγιστεί, σίγουρα θα πρέπει να μπουν σε λειτουργία νέα εργαλεία, να αναπτυχθούν νέες νοοτροπίες, να εντοπιστούν νέες μέθοδοι επικοινωνίας και δράσης.
Και εκεί, που κατά τη γνώμη μας, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή, είναι στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, που αριθμούν το πολύ 10 άτομα προσωπικό. Αυτό το εργασιακό περιβάλλον ήταν πάντα προνομιακός χώρος για τους εργοδότες, ώστε να επιβάλλουν τη θέλησή τους, αγνοώντας την εκάστοτε εργατική νομοθεσία. Τώρα, με την ψήφιση του νόμου Χατζηδάκη που ουσιαστικά κάνει το ωράριο λάστιχο, τα πράγματα έχουν χειροτερέψει όσο ποτέ. Οι εργαζόμενοι σ' αυτές τις επιχειρήσεις σπανίως συνδικαλίζονται, γίνονται εύκολα έρμαιο των διαθέσεων των εργοδοτών τους και δεν αναζητούν βοήθεια στην επιθεώρηση εργασίας (η οποία, έτσι αλλιώς, έχει σχεδόν διαλυθεί τα τελευταία 2,5 χρόνια), ακόμα και όταν διαπιστώνουν τις αυθαιρεσίες. Ούτε καν η, πολυδιαφημισμένη από το υπουργείο, ψηφιακή κάρτα εργασίας βρίσκεται ακόμη στη διάθεσή τους. Θα εφαρμοστεί, πιλοτικά, από το καλοκαίρι του 2022 και έχει ο θεός...
Κερασάκι στην τούρτα τα show Χατζηδάκη
Ως γνωστόν, ο υπουργός Εργασίας έχει μεγάλη αδυναμία στην επικοινωνία, όπως και κάθε μέλος αυτής της «τεχνοκρατικής» κυβέρνησης. Για να καλύψει, λοιπόν, την τεράστια αβελτηρία των εκκρεμών συντάξεων, που πλέον φτάνουν τις 300.000 (!) θέλησε να τιμωρήσει τους εργαζόμενους στον ΕΦΚΑ, ανακαλώντας όλες τις άδειες των εορτών. Έτσι βρέθηκε ο αποδιοπομπαίος τράγος. Για το γεγονός ότι ένας τόσο μεγάλος αριθμός συντάξεων παραμένει εκκρεμής (με τους συνταξιούχους εν αναμονή να εξελίσσονται σε ομήρους του κράτους) ευθύνονται αποκλειστικά και μόνο οι υπάλληλοι του ΕΦΚΑ και όχι η ηγεσία του υπουργείου και ούτε κανείς άλλος.
Παράλληλα, ο υπουργός εντόπισε την κατάλληλη ευκαιρία για να κάνει επίδειξη δύναμης συνολικά απέναντι στους «αντιπαραγωγικούς» και «τεμπέληδες» δημοσίους υπαλλήλους, ανοίγοντας την κερκόπορτα της ανάκλησης των αδειών χωρίς προηγούμενη προειδοποίηση. Τέτοια δυνατότητα, βέβαια, στον νόμο προβλέπεται από παλιά, αλλά μόνο για ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις, που φυσικά δεν έχουν σχέση με τις επικοινωνιακές ανάγκες του εκάστοτε υπουργού.
Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ πολύ σημαντικά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα από την ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, η οποία υποσχόταν ότι μέχρι τον Δεκέμβριο το 85% των συντάξεων θα βγαίνουν με το πάτημα ενός κουμπιού. Ο ...μεγαλεπήβολος αυτός στόχος έχει πλέον εγκαταλειφθεί, χωρίς να έχει οριστεί καινούργιος. Και αυτό γιατί όσο και αν το υπουργείο επιχειρούσε να εμφανίσει μία εικονική πραγματικότητα, ο φόρτος των εκκρεμών συντάξεων είναι τεράστιος και η διεκπεραίωσή του απαιτεί επιπλέον εξειδικευμένο και έμπειρο προσωπικό, που απλά δεν προσλαμβάνεται, κυρίως για ιδεοληπτικούς λόγους. Άλλωστε, αν το υπουργείο είχε στοχεύσει σε τακτοποίηση του ζητήματος μέσα στο 2022, θα έπρεπε να είχε προβλέψει σχετική δαπάνη συνολικού ύψους 1 δισ. ευρώ. Αντιθέτως, όμως, στον προϋπολογισμό του 2022 που ψηφίστηκε το περασμένο Σάββατο, το σχετικό κονδύλι ανέρχεται σε μόλις 50 εκατ. ευρώ. Ούτε οι ίδιοι δεν πιστεύουν πλέον τους εαυτούς τους…