Αντιστρέφοντας την κατάφαση του σαββοπουλικού στίχου ότι «κάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ», αξίζει να αναρωτηθεί κανείς για το Κίνημα Αλλαγής: Συμβαίνει, αλήθεια, κάτι εδώ;
Σε όλα τα κόμματα, η εκλογή αρχηγού, και πολύ περισσότερο μέσα από μια ανοιχτή διαδικασία, είναι πάντα επικοινωνιακό γεγονός. Συνέβη σε όλες τις περιπτώσεις – όσο τουλάχιστον μπορεί κανείς να θυμηθεί ή να αντλήσει δημοσκοπικά δεδομένα. Το αν είναι και πολιτικό γεγονός, αν ο νέος αρχηγός κομίζει κάτι ουσιαστικό, φαίνεται όταν καθίσει ο «κουρνιαχτός».
Το Κίνημα Αλλαγής είναι ένα κόμμα που καρκινοβατεί εδώ και σχεδόν μία δεκαετία. Η υπογραφή του μνημονίου και η υπέρβαση του ιστορικού «ταμπού» της συνεργασίας με τη Δεξιά σήμαναν την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ. Η δε εκλογική του ανάκαμψη υπήρξε αργή, αναιμική και ασταθής, ενώ η πολιτική του παρέμεινε τουλάχιστον αμήχανη και αμφίθυμη, αν όχι δέσμια της στράτευσής του στο «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μέτωπο. Οι προσπάθειες φυγής προς τα εμπρός κατά την προεδρία της Φώφης Γεννηματά περιορίστηκαν τελικά σε μεμονωμένες ρήξεις, ενώ τα πισωγυρίσματα ενόψει ισορροπιών έδωσαν τελικά τον τόνο.
Η εσωκομματική εκλογή ανέδειξε ένα βαθύτατο ρήγμα. Αυτό εκφράστηκε στις πολύ διαφορετικές πολιτικά και ιδεολογικά υποψηφιότητες, αφορά όμως όλο τον κορμό του κόμματος. Μετά από δέκα χρόνια αναζήτησης ταυτότητας, οι διαφορές αυτές δεν εξαντλούνται στο ερώτημα τακτικής, της επιλογής μελλοντικού κυβερνητικού εταίρου. Έχουν πολύ μεγαλύτερο βάθος και καθιστούν μεσοπρόθεσμα άδηλη τη συγκολλητική ουσία που θα κρατήσει ανθρώπους με τόσο διαφορετικές αξίες στο ίδιο εγχείρημα.
Εθνικές εκλογές με στρατηγική «δεύτερου γύρου»;
Αυτή η διαίρεση είναι ίσως ο κύριος παράγοντας που εξηγεί την επικράτηση Ανδρουλάκη. Ένας υποψήφιος που δεν πήρε θέση για τίποτα ήταν ευκολότερα αποδεκτός από όλους. Ωστόσο, μια παρόμοια στρατηγική «δεύτερου γύρου» σε εθνικές εκλογές, θα μπορούσε να αποδειχθεί καταστροφική για το ΚΙΝΑΛ.
Η πολιτική ζωή στη χώρα – αντικατοπτρίζοντας το κοινωνικό κλίμα – βρίσκεται σε φάση όξυνσης. Από τη μία πλευρά, η διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αποτελεί ενδεχομένως την πιο επιθετική εκδοχή της Δεξιάς σήμερα: στο κοινωνικό επίπεδο προωθεί αποφασιστικά ιδιωτικοποιήσεις και απορρύθμιση παντού, καταργεί δικαιώματα και ωθεί μεγάλα κοινωνικά τμήματα προς το περιθώριο, ενώ στο κράτος δικαίου η ταχεία οπισθοδρόμηση κάνει ορατό τον κίνδυνο της «ορμπανοποίησης». Από την άλλη πλευρά, ο μεγάλος μετασχηματισμός που λαμβάνει χώρα διεθνώς οξύνει τις υφιστάμενες αντιθέσεις, γεννά νέες και συσσωρεύει αδιέξοδα. Όλοι εξάλλου παραδέχονται ότι ο πράσινος και ψηφιακός μετασχηματισμός θα έχει και «χαμένους» και η πολιτική τους εκπροσώπηση είναι ίσως το μεγαλύτερο διακύβευμα παντού.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Ν. Ανδρουλάκης και το κόμμα του θα αποκτήσουν σημασία, εκλογικό ακροατήριο και ρόλο μόνο στο βαθμό που θα διαμορφώσουν σαφή ταυτότητα, και όχι απλά επικοινωνιακό προφίλ – αυτό έχει ήδη φιλοτεχνηθεί, νέος και Ευρωπαίος.
Σύγχρονη αντιδεξιά και νέα κοινωνικά προτάγματα
Το πρώτο και ελάχιστο στοιχείο αυτής της ταυτότητας θα ήταν, αυτονόητα, η επαναοριοθέτηση απέναντι στη Δεξιά, όχι μόνο ανατρέχοντας στις ρίζες της δημοκρατικής παράταξης, αλλά και με σύγχρονους όρους απέναντι στην ανησυχητική συντηρητική αναδίπλωση που προαναφέρθηκε. Το προοδευτικό πρόσημο πρέπει να είναι σαφές – και αυτό δεν θα είναι εύκολο για τον Ν. Ανδρουλάκη. Πώς θα συμβιβάσει το προφίλ του ευρωπαίου σοσιαλδημοκράτη με την πολεμική κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών, όταν το PES υπήρξε από τους θερμότερους υποστηρικτές της; Πώς θα τοποθετηθεί απέναντι στην ατζέντα «νόμος και τάξη» που προωθεί ο μέχρι πρότινος ανθυποψήφιός του, που τόσο πρόθυμα τον στήριξε στον δεύτερο γύρο;
Το δεύτερο –και σημαντικότερο– στοιχείο αφορά τις θέσεις που θα πάρει η νέα ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής στο κοινωνικό πεδίο. Η πολιτική καταγωγή του Ν. Ανδρουλάκη από το ρεύμα των «εκσυγχρονιστών» είναι αλήθεια ότι δεν προϊδεάζει υπέρ μιας «αριστερής στροφής» του. Ωστόσο, αν κάτι έπρεπε να έχει διαπιστώσει από τη θητεία του στην Ευρώπη ο νέος αρχηγός, είναι ότι διεθνώς τα επιτυχημένα ή, έστω, ανθεκτικά σοσιαλδημοκρατικά εγχειρήματα, όπως το PSOE στην Ισπανία, το PS στην Πορτογαλία ή και το SPD στη Γερμανία, είναι αυτά που κατάφεραν να απεμπλακούν από το δόγμα TINA και να διατηρήσουν ή να διαμορφώσουν μια ατζέντα σύγχρονης αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, και στις περισσότερες περιπτώσεις σε διάλογο ή και σύμπραξη με τη ριζοσπαστική αριστερά.
Ζητήματα όπως η στέγη, ο κατώτατος μισθός, η επισφάλεια και τα εργασιακά δικαιώματα στις νέες συνθήκες, το δημόσιο σύστημα υγείας, η προστασία και η επανάκτηση δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών, η κοινωνική ιδιοκτησία της γνώσης, η δίκαιη ενεργειακή μετάβαση –σε συνδυασμό πάντα με το ερώτημα της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων– κυριαρχούν στην ατζέντα της προοδευτικής Ευρώπης. Μάλιστα ενδιαφέρουν και κινητοποιούν κατεξοχήν μια νέα γενιά κοινωνικών υποκειμένων που αναδύονται δυναμικά, με πρώτη τη νεολαία. Εκτός του νεαρού της ηλικίας του αρχηγού του, το Κίνημα Αλλαγής θα πρέπει λοιπόν να απαντήσει και στα πολλά και ουσιαστικά που αφορούν (και) τη νέα γενιά: Αύξηση του κατώτατου μισθού, νέο πλαίσιο για τα ΑΕΙ, ανασχεδιασμός του υγειονομικού χάρτη και ιδιωτικοποίηση της περίθαλψης είναι μόνο μερικά από τα πιο άμεσα που θα τεθούν ενώπιόν του.
ΚΙΝΑΛ και ΣΥΡΙΖΑ: Νέο τοπίο στο κομματικό σύστημα;
Η θέση και ο ρόλος του Κινήματος Αλλαγής στο κομματικό σύστημα και ο συσχετισμός δυνάμεων στο ευρύτερο προοδευτικό στρατόπεδο θα κριθεί από τα παραπάνω. Η επικοινωνιακή δυναμική που δημιούργησε η νέα ηγεσία σύντομα θα συναντήσει την πολιτική πραγματικότητα – ήδη ένα δείγμα γραφής είδαμε στη συζήτηση του προϋπολογισμού, όπου εκτός του ελλείμματος κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, καταγράφηκε και ο ενθουσιώδης και ασφυκτικός εναγκαλισμός της νέας ηγεσίας από την κυβέρνηση.
Η εξαγγελλόμενη ανατροπή της δυναμικής μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ δεν αποτυπώθηκε στις πρώτες μετεκλογικές δημοσκοπήσεις, παρά τη μιντιακή προσπάθεια δημιουργίας κλίματος δήθεν «πανικού» στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ούτε είναι πολύ πιθανή, καθώς τα κομματικά συστήματα δεν είθισται να βιώνουν μεγάλες ανατροπές κάθε λίγα χρόνια. Βέβαια, αυτό δεν πρέπει να αποτελέσει στοιχείο εφησυχασμού ή να δημιουργήσει αισθήματα αυτάρκειας στον ΣΥΡΙΖΑ. Όσα ειπώθηκαν για την ανάγκη διαμόρφωσης μιας σύγχρονης αριστερής ταυτότητας και για τη συνάντηση με τα νέα κοινωνικά υποκείμενα ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, και για αυτόν. Και το επικείμενο συνέδριό του θα είναι, προς την κατεύθυνση αυτή, βαρόμετρο και πεδίο δόξης λαμπρό.