Ένα συννεφιασμένο πρωινό, τέλη Νοέμβρη, η θάλασσα δείχνει να έχει ελαφρύ πυρετό από τον χλιαρό σιρόκο. Μια υποψία κυματισμών ρυτιδώνει την γκρίζα επιφάνειά της, λες και αναστενάζει ελαφρά. Aιτία αυτή η αρρωστημένη, εκτός εποχής, υγρή θέρμη στην ατμόσφαιρα που εδώ και κάμποσα χρόνια προκαλεί το πειραγμένο κλίμα.
Ένας ηλικιωμένος άντρας παρατηρεί από το πτυσσόμενο καρεκλάκι του σε μια ακτή του Σαρωνικού τον ορίζοντα που διακόπτει η Αίγινα στο βάθος, φυσιοδίφης που μελετά θαλασσοπούλια. Το νιώθει καλά πια: η αναζωογόνος περιπέτεια της χειμερινής κολύμβησης έχει περιοριστεί σε δύο τρεις μήνες, Φλεβάρη με Απρίλη.
Μέρες όπως αυτή, η ακρογιαλιά είναι έρημη από κόσμο. Στη θάλασσα όλοι προτιμάνε τον ήλιο. Κι όταν βρίσκεσαι έτσι ολομόναχος παρά θιν' αλός, δεν μπορείς να αποφύγεις ορισμένο ρίγος που απορρέει από την εγωιστική αίσθηση ότι αυτή εκεί η ανεξάντλητη σταχτοπράσινη αιωνιότητα απλώνει τη ρευστότητά της εμπρός στη μικρότητά σου αποκλειστικά για σένα, με τον ανάλογο τρόπο που εσύ υπάρχεις για να παραδίνεσαι δεκτικός και δοτικός στη θεραπευτική θαλπωρή της.
Την ώρα που ο ηλικιωμένος κολυμβητής μπαίνει στο χλιαρό φθινοπωρινό νερό, μια κοπέλα κατηφορίζει στην ακτή. Ακουμπάει τα πράγματά της κοντά στα δικά του.
– Πολύ παράξενο, μουρμουρίζει αυτός, πολύ παράξενο, τέτοια άσχετη μέρα!
Όμως κάπου αισθάνεται όμορφα που ένα κορίτσι, μέσα σ’ αυτή την ερημιά, τη σκοτεινιά, τον χαλασμένο καιρό, εμφανίζεται από το πουθενά: υπενθύμιση του καινούργιου, άγνωστου κόσμου που ζει και προχωρά μακριά του στο άδηλο μέλλον. Αρχίζει να κολυμπάει. Το σώμα του είναι ευχαριστημένο. Με το χλιαρό νερό, με την απροσδόκητη εμφάνιση της νέας γυναίκας. Κυρίως με τις μνήμες που ακάλεστες κι ακατάσχετες αφυπνίζονται τώρα εντός του: στα χίλια εννιακόσια ογδόντα τόσο, εκείνο το κορίτσι –πώς το έλεγαν;– που τον τρέλανε με τα παιχνίδια του στη θάλασσα της Οίας, ω ναι, ήταν πριν το έιτζ, πριν το Τσερνομπίλ, πριν την περεστρόικα, πριν απ’ όλα τα δεινά που συννέφιασαν μετά τη μικρή ζωή μας, πριν κι από…
Συνεχίζει να κολυμπάει, σε μια γραμμή παράλληλα προς την ακτή. Πού και πού λοξοκοιτάζει να δει τι κάνει η επισκέπτρια. Το σώμα του είναι στ’ αλήθεια ευχαριστημένο κι ας έχει λίγο πυρετό η θάλασσα.
Το κορίτσι, ντυμένο με ένα ελαφρό φόρεμα, γδύνεται με αργές, χαλαρές κινήσεις. Δοκιμάζει στα ακροδάχτυλά του το νερό με την ελαφράδα νέου ερωδιού. Δεν είναι χειμερινή, σκέφτεται αυτός, δεν ξέρει. Συνεχίζει να κολυμπάει, έχει πια ζεσταθεί για τα καλά.
Η κοπέλα βυθίζει σιγά σιγά το κορμί της στο νερό, προσεκτικά. Συνηθίζει γρήγορα τη θερμοκρασία, ξεθαρρεύει, κολυμπάει αβίαστα. Ακατέργαστο σώμα, αρυτίδωτο, σχεδόν πλαδαρό. Απομακρύνεται με τυφλά ζιγκ ζαγκ προς τα βαθιά. Κάποια στιγμή, σαν να την τρόμαξε κάτι ή σαν να την τσίμπησε μέδουσα, τινάζεται επί τόπου και αλλάζει απότομα κατεύθυνση, ρυθμό, ταχύτητα. Με γρήγορες, νευρώδεις απλωτές, πλησιάζει μια δυο οργιές κοντά στον κολυμβητή.
Αυτός, παραξενεμένος, χαλαρώνει τον ρυθμό του. Εκείνη τον κοιτάζει επίμονα αλλά αυτός, εξίσου επίμονα, αποστρέφει το κουρασμένο βλέμμα του από αυτή που μοιάζει γάτα Τσέσαϊρ. Στο αλμυρό νερό όλα τα σώματα μπορούν να γίνουν ένα. Αμνιακό υγρό. Αστραπές ταράζουν πάλι το μυαλό του: Τότε στην Οία… κι εκείνη την άλλη φορά στη Φολέγανδρο που… ναι, και στην Αμοργό όταν…
Το κορίτσι, που δείχνει να γεννήθηκε κάπου εκεί στα τελευταία χρόνια του προηγούμενου αιώνα –σίγουρα πολύ μετά το έιτζ, το Τσερνομπίλ, την περεστρόικα, μετά απ’ όλα τα δεινά που σκοτείνιασαν τη μικρή ζωή μας μες στην άναρχη κουλτούρα του anything goes– τον παρατηρεί με το περίεργο βλέμμα του σαν να προσπαθεί να θυμηθεί από πού τον ξέρει. Αυτός σταματάει το κολύμπι. Κάνει επί τόπου ασκήσεις στο νερό. Χέρια πόδια, χέρια πόδια. Το κορίτσι απτόητο πλησιάζει κι άλλο. Ασθμαίνοντας ακόμα από την προσπάθεια να φτάσει κοντά του, φωνάζει:
-«Γεια σας, εδώ δεν πνίγονται καθόλου πρόσφυγες, ε;» κι ύστερα βυθίζει για δευτερόλεπτα το κεφάλι της στο νερό.
Ο ηλικιωμένος κύριος τα χάνει. Αναρωτιέται πολύ σοβαρά αν το κορίτσι με τις μοβ ανταύγειες στα μαλλιά και τον ασημένιο χαλκά στη μύτη ρωτάει σοβαρά. Αν χρειάζεται ν’ απαντήσει στην ξεκάρφωτη ερώτηση του απρόσκλητου εισβολέα. Αν τον κοροϊδεύει. Αλλά γιατί να κοροϊδεύει; Εμένα; Από πού κι ως πού;
-«Τι δουλειά έχουν οι πρόσφυγες εδώ;» απαντάει ενοχλημένος, καθώς αυτή η εκτός τόπου, άκαιρη ερώτηση σαρώνει μονομιάς τις αρχαίες μνήμες από τα ερωτικά νησιά που για λίγο πρόλαβαν να ξεπαγώσουν εντός του.
-«Θέλω να πω, και συγγνώμη τώρα αν σας ενοχλώ, επιμένει η άλλη» (ενώ στρώνει με τόση αφοσίωση τα βρεγμένα μαλλιά της που δίνει την εντύπωση ότι προφέρει κάποιος τρίτος τα λόγια της), «αν ήμασταν τώρα Λέσβο, εντάξει, δεν θα κολυμπάγαμε το ίδιο άνετα, έτσι δεν είναι;»
-«Δεν ξέρω παιδί μου, τι να σου πω τώρα…», λέει ο άλλος συγχυσμένος, επειδή αυτό το απόμακρο, σχεδόν ψεύτικο ύφος που η νεαρή απευθύνει τις ερωτήσεις της τον εκνευρίζει περισσότερο κι από τις «εξυπνάδες» της.
Της γυρνάει νευριασμένος την πλάτη. Κολυμπάει προς την ακτή. Μια αυθάδεια που έχουν τα νέα παιδιά! Δεν βλέπει τα άσπρα μου μαλλιά; Τι χρωστάω τώρα πρωί πρωί… Πρόσφυγες, Λέσβος, πώς διάολο της κατέβηκε… Μα, σ’ εμένα; Γιατί ειδικά σ’ εμένα;
Το κορίτσι δοκιμάζει μερικά γρήγορα κρόουλ, μερικές βιαστικές βουτιές κι ύστερα με αργές κινήσεις βγαίνει κι αυτή έξω. Κάθεται ανακούρκουδα τυλιγμένη στη φαρδιά πετσέτα της. Στεγνώνει λίγο τα μαλλιά της. Είναι κι εκείνης το σώμα ευχαριστημένο. Αφοσιώνεται στο κινητό της. Δεν μιλάνε. Δυο ξένοι.
Κλείνει τα μάτια του: να μην βλέπει, να μην ξέρει αυτή τη βιαιότητα του άστατου καιρού. Θέλει να επιστρέψει στη δική του ζωή, στον καταδικό του χρόνο. Κρατάει με πείσμα κλειστά τα μάτια του. Οι έγνοιες σου, παλιόπαιδο, δεν είναι οι δικές μου έγνοιες. Τα κόκκαλά σου δεν πονάνε όπως τα δικά μου. Κατουράς κανονικά εσύ. Δεν πόνεσες κανέναν εσύ. Δεν αγωνίστηκες εσύ πολύ πριν το έιτζ, το Τσερνομπίλ, την περεστρόικα. Δεν δούλεψες όπως εγώ, δεν ταπεινώθηκες όπως εγώ, δεν αγρίεψες, δεν θύμωσες όπως εγώ στα «άνετα» χρόνια του Αντρέα. Τι ξέρεις εσύ από τη φτωχή ζωή μου, τι διάολο πρόλαβες να μάθεις εσύ από την πραγματική ζωή σ’ αυτή τη γαμοχώρα και τα βάζεις τώρα μαζί μου;
Ο κολυμβητής συνηθίζει να τρώει ένα μήλο μετά το μπάνιο του. Εδώ και κάμποση ώρα το παίζει αφηρημένα στα χέρια του. Τη στιγμή που πάει να το δαγκώσει ξεσπάει το ηφαίστειο. Πετάγεται όρθιος. Ανοίγει διάπλατα τα ρυτιδωμένα χέρια του και φωνάζει ξεφυσώντας, φανερά ταραγμένος, κραδαίνοντας το μήλο στο δεξί του χέρι:
-«Τι θες τέλος πάντων από μένα κοπέλα μου;»
Το κορίτσι, απρόσιτη Σφίγγα, προσηλώνεται στο γκριζοπράσινο νερό μπροστά της σαν να περιμένει από εκεί την απάντηση. Απολογείται με βραχνή, εγγαστρίμυθου φωνή:
-«Έχασα τον πατέρα μου πριν λίγες μέρες.»
Αδάκρυτη, απόμακρη, το βλέμμα της καρφωμένο σταθερά στη θάλασσα.
-«Συλληπητήρια… Αλλά εγώ τι σού ’φταιξα; Κι οι πρόσφυγες; Πού διάολο κολλάνε οι πρόσφυγες σ’ όλο αυτό;»
Η νεαρή γυναίκα γυρίζει επιτέλους και τον κοιτάζει κατάματα. Τώρα δεν είναι Σφίγγα, δεν είναι εγγαστρίμυθη, η φωνή της κάπως ραγισμένη.
-«Συγγνώμη κύριε, χίλια συγγνώμη. Ό,τι κι αν πείτε έχετε δίκιο. Το παραξήλωσα… Ο πατέρας μου… Είναι ένα παιχνίδι που έκανε εκείνος… Ναι, αυτό… να ρωτάει έτσι για τους πρόσφυγες. Κολυμπούσε κι εκείνος εδώ χειμώνα. Θα τον έχετε συναντήσει. Μανούσος. Σγουρά μαλλιά, ψηλός, πενηντάρης. Από Κρήτη.»
-«Μάααλιστα, μάλιστα..! Τον ήξερα, αλλά δεν ήξερα αυτή την ιστορία. Πατέρας σου; Ο Μανούσος χμμμ… μάλιστα… Ήταν ικανός για όλα! Δούλευε στη πρώτη γραμμή με τους πρόσφυγες στον Πειραιά και… Είχε ο άτιμος τον τρόπο του να βάζει ενοχές στον πάσα ένα. Το λοιπόν: αυτό που εσύ αποκαλείς "παιχνίδι", γι' αυτόν σίγουρα δεν ήταν παιχνίδι. Είχε τον τρόπο του εκείνος και οπωσδήποτε…»
-«Πολύ χαίρομαι, όμως, που εσείς», τον διακόπτει, φωνή τρεμάμενη, αποφεύγει το βλέμμα του, έχει κοκκινίσει, «ήσασταν… ήσασταν τόσο ευγενικός! Το έκανα και σ’ άλλους και μου φέρθηκαν πολύ πρόστυχα.»
-«Μη με διακόπτεις. Αυτό που λέω είναι ότι εσύ δεν είσαι ο πατέρας σου! Δεν παίζουμε με αυτά τα σοβαρά πράγματα. Κι οι πρόσφυγες, ειδικά εδώ στα νότια προάστια που οι τύποι δεν θέλουν να τους χαλάς τη φαντασίωση ότι ζούνε στο Μαϊάμι, και μόνο σαν ιδέα ενοχλούν. Άσε που δεν ξέρεις πώς θα σου φερθεί ο άλλος, τι τρέλα κουβαλάει. Πραγματικά δεν καταλαβαίνω, κορίτσι μου, πώς το είδες στα καλά καθούμενα ότι θα μπορούσες κι εσύ…»
Η κοπέλα χώνει ξαφνικά το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατά της. Ξεσπά σε κοφτά αναφιλητά. Ο γέρος κολυμβητής αναρωτιέται αν το κορίτσι κλαίει επειδή πενθεί, επειδή την αποπήρε ή επειδή καταλαβαίνει τη «βλακεία» της. Όμως δεν αντέχει να βλέπει ένα ορφανό παιδί που γεννήθηκε πολύ μετά το έιτζ, το Τσερνομπίλ, την περεστρόικα να σπαράζει έτσι μες στην άρρωστη πανδημία. Έρχεται κοντά της, ακουμπά διστακτικά το χέρι του στη μοβ απόχρωση των μαλλιών της, ρωτάει όσο μπορεί πιο μαλακά, πατέρας που συγχωρεί την αστόχαστη κόρη του:
-«Από τι έχασες τον μπαμπά σου μικρή μου;»
-«Κόβιντ. Από τους πρώτους φέτος. Δεν ήθελε το εμβόλιο…»
* Το πιο πρόσφατο μυθιστόρημα του Άρη Μαραγκόπουλου είναι το «Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ» (εκδόσεις Τόπος, 2020).