Έλεγαν πως το εντόπισε πρώτα η χελώνα του Γιάννη του Κουτσού, βγαίνοντας από την παράγκα για τον πρωινό της γύρο στην πλατεία, που βέβαια κρατούσε συνήθως μέχρι το απόγευμα. Ούτε καν πλατεία δεν ήταν στην πραγματικότητα εκείνο το χωμάτινο ξέφωτο, στο οποίο σχοινιά και κοντάρια όριζαν τις αμφισβητούμενες περιοχές της μπουγάδας, ενώ τα παιδιά έπαιζαν μπάλα ανάμεσα στις καρέκλες ενός καφενείου που άνοιγε μόνο όταν το θυμόταν ο ιδιοκτήτης του. Καίτοι ταπεινής εμφάνισης, το καφενείο αυτό προσέφερε μια από τις πιο πανοραμικές θέες στην Λευκωσία, κάτι που ουδόλως μπορούσαν να εκτιμήσουν βέβαια οι κάτοικοι του μαχαλά.
Και, για να λέμε την αλήθεια, εκείνη την εποχή, η Λευκωσία δεν ήταν και ιδιαίτερα αξιοσημείωτο θέαμα. Μικρή ακόμα και ταπεινή, έβγαινε από τις φλόγες ενός πολέμου που καθόλου δεν την είχε κάψει. Οι κάτοικοί της τριγύριζαν στα στενά της παλιάς πόλης για τις δουλειές τους κι ύστερα επέστρεφαν στους μικρούς οικισμούς που είχαν αρχίσει να περισφίγγουν το κέντρο. Τα αυτοκίνητα, μετρημένα ακόμη, περιφέρονταν σηκώνοντας σκόνη και προκαλώντας μπιζαρίσματα, σφυρίγματα ή μοχθηρότερες εκδηλώσεις θαυμασμού.
Πόσα άλλα συνέβαιναν στην Λευκωσία των αρχών της δεκαετίας του πενήντα; Πολλά, αν και καθόλου δεν ήταν ορατά από το πλάτωμα του καφενείου, που προσέφερε απλώς τη δυνατότητα να καθίσεις και να παρατηρήσεις τίποτα να μη συμβαίνει σε μια περιοχή που έμοιαζε να τελειώνει οριστικά στον Πενταδάκτυλο – όχι όμως εκείνο το παγωμένο πρωινό του Δεκέμβρη: εκείνο το πρωινό, που η χελώνα του Γιάννη του Κουτσού σταμάτησε πολύ νωρίς την πρωινή της βόλτα και έμεινε να αγναντεύει πέρα στο βάθος του ουρανού κάτι που ποτέ κανείς δεν είχε ξαναδεί.
Αν και ούτε αυτό είναι απολύτως ακριβές: Εγώ ο ίδιος θυμάμαι τον παππού μου να λέει ότι θυμάται τον δικό του παππού να ισχυρίζεται πως μια μέρα στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα οι κάτοικοι μιας άλλης, ακόμα μικρότερης Λευκωσίας, είχαν κοιτάξει ομοίως έκπληκτοι προς την άκρη του ορίζοντα για να δουν να διαγράφεται αχνά μια τρεμάμενη λευκή κοντυλιά – μια οροσειρά που δεν θα μπορούσε να υψώνεται πουθενά αλλού παρά στην Τουρκία. Ωστόσο, μιας και καμιά ιστορική καταγραφή δεν διασώζεται, στο πέρασμα των γενεών έχουν εμφανιστεί στην οικογένεια και αιρετικές απόψεις, που αποδίδουν την όλη ιστορία σε υπερβολική κατανάλωση ζιβανίας, ή και ακόμη διαβολικότερων ουσιών, από τον μακρινό μου πρόγονο. Ο θείος μου, μάλιστα, ο οποίος, κατά τις ταραχώδεις δεκαετίες που ακολούθησαν το περιστατικό που περιγράφεται σε αυτό εδώ το κείμενο, ήταν γνωστός με τρία τέσσερα διαφορετικά ψευδώνυμα σε διάφορους ένοπλους κύκλους της Λευκωσίας, ισχυρίστηκε ότι ποτέ ο δικός του προπάππους δεν είχε πει κάτι τέτοιο, επρόκειτο απλώς για κάτι που η αδερφή του είχε βάλει στο στόμα του μετά τον θάνατό του – γυναικών λόγια δηλαδή, καταλαβαίνετε.
Όπως και νά ’χει, ό,τι κι αν συνέβη σε μια άλλη Λευκωσία στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, αυτό που η χελώνα του Γιάννη του Κουτσού παρατηρούσε με το σοφό και μηδέποτε εκπλησσόμενο βλέμμα της εκείνο το παγωμένο δεκεμβριάτικο πρωί του πενήντα σίγουρα δεν μπορούσε να αποδοθεί ούτε σε χρήση παράνομων ουσιών ούτε σε γυναικεία επιπολαιότητα. Επρόκειτο ξεκάθαρα για τις πασπαλισμένες με χιόνι βουνοκορφές βουνών πολύ μακρινών, βουνών που έμεναν κατά τα άλλα αθέατα, με αποτέλεσμα οι εν λόγω χιονοσκέπαστες κορυφές να δίνουν την εντύπωση ότι κρέμονταν στον αέρα, έτοιμες να επικαθίσουν όπου τις έφερνε ο άνεμος. Σύντομα ένας διευρυνόμενος κύκλος περαστικών περιστοίχισε τη χελώνα του Γιάννη του Κουτσού. Άνθρωποι από την άλλη άκρη της Λευκωσίας άρχισαν να ανεβαίνουν στον μαχαλά για να γίνουν κι εκείνοι μάρτυρες του πρωτάκουστου θεάματος. Ανάμεσά τους υπήρχαν οι άπιστοι Θωμάδες –«σύννεφα είναι, απλώς είναι πολύ μεγάλα»–, οι επιστήμονες –«πρόκειται για το περίφημο φαινόμενο Μιράζ, συμβαίνει υπό συνθήκες ατμοσφαιρικής πίεσης και μπλα μπλα μπλα»–, αλλά και οι σαφώς πολυπληθέστεροι αμίλητοι και σοβαροί, που κοιτούσαν ελαφρώς ενδεείς τα ανυψούμενα τρίγωνα κατά τον βορρά, λες και έβλεπαν κακό οιωνό. Υπήρχαν βεβαίως και οι επιχαίροντες –σιωπηλά επιχαίροντες ως επί το πλείστον– Τούρκοι.
Κατά τη μέση του απογεύματος, την ώρα που η κλίση του ηλιόφωτος έδωσε στην κορυφογραμμή μια ακόμα πιο φασματική όψη, φέρνοντάς την πιο κοντά στα σύνορα φαντασίας και πραγματικότητας, εμφανίστηκαν και οι πρώτοι αρνητές. Ποτέ δεν φάνηκαν τέτοια πράγματα στον ορίζοντα της Λευκωσίας, έλεγαν. Επρόκειτο απλώς για οφθαλμαπάτη, ή ακόμα χειρότερα για ανεύθυνες διαδόσεις των Τούρκων, που θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικοί και κατίσσιη τους. Ο θείος μου, μάλιστα, αυτός που αργότερα έγινε γνωστός με τρία τέσσερα παρατσούκλια, το πήγε ακόμα παραπέρα, εμφανίζοντας τη θεωρία πως οι εν λόγω βουνοκορφές ανήκαν στην Κρήτη – για τον Ψηλορείτη επρόκειτο. Υπήρχε πράγματι από παλιά στην οικογένεια μια διάδοση που έλεγε ότι, αν ανέβεις στο ψηλότερο βουνό της Κύπρου μια μέρα καθαρή και κρύα, και κοιτάξεις κατά τη σωστή μεριά, θα μπορέσεις να διακρίνεις άνετα, ακόμα και χωρίς κιάλια, τα βουνά της Κρήτης – της Ελλάδας δηλαδή, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Τι κι αν οποιοσδήποτε νόμος της οπτικής και κάθε εμπειρικό δεδομένο διέψευδε κάθε τέτοια περίπτωση, η οικογένειά μου –και δεν μιλάμε απλώς εδώ για τον θείο μου, αλλά για σύσσωμη την οικογένεια– επέμενε: από την κορυφή του Ολύμπου στο Τρόοδος, μπορούσες –ναι, μπορούσες!– να δεις την Κρήτη.
Ακόμα κι έτσι να ήταν πάντως, ακόμα δηλαδή κι αν μπορούσες πράγματι να δεις την Κρήτη από το υψηλότερο σημείο της Κύπρου, η Λευκωσία πολύ απείχε από το σημείο αυτό, και κανείς ποτέ στην ιστορία δεν είχε υποστηρίξει πως μπορούσες να δεις την Κρήτη ή οτιδήποτε άλλο αν στεκόσουν στο γενικότερο κάτσιμο που αποκαλούνταν Λευκωσία – κανείς μέχρι να το κάνει ο θείος μου, δηλαδή, εκείνο το δεκεμβριάτικο απόγευμα, βρίσκοντας ένθερμους υποστηρικτές ανάμεσα στο ακροατήριο. Αλήθεια είναι, έλεγαν κάποιοι, και οι ίδιοι είχαν ακούσει ότι τις πολύ παγερές μέρες του Δεκέμβρη, όταν είχε φυσήξει το βοριαδάκι και η ατμόσφαιρα είχε καθαρίσει, στην άκρη του ορίζοντα μπορούσες –μια φορά κάθε πενήντα χρόνια, μιλάμε τώρα– να δεις την Κρήτη. Τι κι αν οι περισσότεροι κουνούσαν το κεφάλι δύσπιστοι και χαμογελούσαν, τι κι αν όλο και κάποιον χάρτη είχαν δει στη ζωή τους και ήξεραν πως από εκεί που διαγράφονταν σήμερα οι βουνοκορφές δεν βρισκόταν η Ελλάδα, πως από άλλη μεριά είχαν μάθει να την περιμένουν την Ελλάδα – ο θείος μου και οι υπόλοιποι επέμεναν. Ναι, έλεγαν, συμβαίνει πολύ σπάνια, αλλά συμβαίνει. Και τι δουλειά έχει από εκεί η Τουρκία, η Τουρκία είναι από την άλλη πλευρά, να από κει – και δεν έχει τόσο ψηλά βουνά η Τουρκία, και μήπως θέλετε να μας πείτε πως είναι αλήθεια κι εκείνο το άλλο που υποστηρίζουν οι Τούρκοι, ότι δηλαδή τα νερά της Κυθρέας, τα νερά του Κεφαλόβρυσου και της Συρκανιάς και των τριάντα και βάλε νερόμυλων της βρυσομάνας Κυθρέας έρχονται λέει από τα βουνά της Ανατολίας, διασχίζοντας τη θάλασσα; Έτσι πελλάρες θα πιστεύουμε τώρα;
Και καθώς η νύχτα έπεφτε, και όλο και λιγότερο διακρινόταν τελικά το οτιδήποτε στο βάθος του ορίζοντα, και καθώς το ίδιο αυτό το βάθος του ορίζοντα δεν διακρινόταν και κανείς δεν ήξερε να πει κατά πού έπεφτε, φαίνεται πως οι λίγοι εναπομείναντες περαστικοί –όσοι δεν είχαν ήδη φύγει δηλαδή, επειδή κουράστηκαν, βαρέθηκαν να ακούνε τον θείο μου ή θεώρησαν πως ό,τι ήταν να δουν το είδαν–, οι λίγοι αυτοί που είχαν απομείνει πείστηκαν τελικά: πείστηκαν πως δεν είχαν δει τίποτα εκείνη τη μέρα, ή πως είχαν δει την Κρήτη τέλος πάντων, ή τα σύννεφα, κι έτσι κατηφόρισαν ήσυχοι για τα σπίτια τους, αφήνοντας μόνη της τη χελώνα του Γιάννη του Κουτσού, στη μέση του χωμάτινου πλατώματος, ανάμεσα στις μπουγάδες και τις καρέκλες του έρημου καφενείου, να χαζεύει αδιάφορη το σκοτάδι.
* Το μυθιστόρημα «Εκεί που ζούμε» (εκδόσεις Πατάκη, 2019) είναι το δεύτερο βιβλίο του Χρίστου Κυθρεώτη. Το πρώτο του, η συλλογή διηγημάτων «Μια χαρά» (εκδόσεις Πατάκη, 2014) τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα.