Στο βιβλίο του «Οι ένοχοι» (εκδόσεις Κουκκίδα) ο μεξικανός συγγραφέας Χουάν Βιγιόρο προσπαθεί μέσα από επτά διηγήματα να μας «γνωρίσει» την πατρίδα του, το Μεξικό. Αφού γράφει για έναν απογοητευμένο Μαριάτσι και έναν αμερικάνο δημοσιογράφο που θέλει να γνωρίσει τη μεξικάνικη πραγματικότητα, καταγράφει και τη ζωή ενός ποδοσφαιριστής που η καριέρα του βρίσκεται στη δύση της. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Βιγιόρο γράφει (και...) για το ποδόσφαιρο στο συγκεκριμένο βιβλίο, καθώς είναι φανατικός οπαδός της «στρογγυλής θεάς».
Μάλιστα, τον Απρίλιο του 2016, κυκλοφόρησε το βιβλίο του «God is Round» [«Ο θεός (η μπάλα;) είναι στρογγυλός»], όπου γράφει μεταξύ άλλων: «Τα χρήματα είναι αυτό που κάνουν τους συλλόγους να κινούνται και σε μεγάλο βαθμό είναι επίσης αυτά που αποφασίζουν για τα αποτελέσματα. Η Ρεάλ Μαδρίτης ξόδεψε επτακόσια εκατομμύρια ευρώ την ίδια χρονική περίοδο που η «μικρή» Οσασούνα ξόδεψε δέκα εκατομμύρια ευρώ. Φαίνεται αδιανόητο να είναι και οι δύο στο ίδιο πρωτάθλημα. Ας αποδεχτούμε το αναπόφευκτο: το ποδόσφαιρο αντιπροσωπεύει άλλες πτυχές της κοινωνίας με πολύ περίπλοκους τρόπους και επιτρέπει επίσης τεράστιες “βλακείες”. Το ωραίο ποδόσφαιρο ξυπνά την τάση της ανθρωπότητας να φωνάζει και να ουρλιάζει, αλλά το καλύτερο επιχείρημα ενάντια σε αυτήν την κριτική δεν είναι ο ορθολογισμός και δεν βασίζεται σε ιδέες για την καθαρότητα του παιχνιδιού... Το ποδόσφαιρο είναι σαν τις φυτικές ίνες στη διατροφή σας: δεν θέλετε να τις τρώτε, αλλά μια συγκεκριμένη ποσότητα είναι καλή για να σας καθαρίσει τον οργανισμό. Οι άνθρωποι φέρνουν πολλά στο ποδόσφαιρο και έτσι πολλά εξαλείφονται εκεί. Δύσκολα μπορούμε να το κρίνουμε από τα υπέροχα πρωτόκολλα που συνδέει κανείς με την όπερα, δεδομένου ότι ο λόγος του ποδοσφαίρου είναι να εκτονώνει συναισθηματικές υπερβολές, να αφήνει τον τρελό μέσα στον καθένα μας να πάρει τον έλεγχο για ενενήντα λεπτά, έτσι ώστε το άτομο που γυρίζει σπίτι από τον αγώνα μπορεί να είναι, αν όχι μεγάλος ουμανιστής, τουλάχιστον λογικά φυσιολογικό».
Στο ποδοσφαιρικό του βιβλίο ο Βιγιόρο αναφέρεται και στον θρίαμβο της Εθνικής Ελλάδος στο Euro 2004 μέσα από την κριτική του για το πορτογαλικό ποδόσφαιρο, λέγοντας ότι έχασαν από την Ελλάδα το τρόπαιο του 2004, γιατί πολύ απλά είχαν μεγάλη αφοσίωση στην τέχνη για την τέχνη και έτσι δεν ξεπέρασαν το ελληνικό εμπόδιο που ήταν δομημένο από τον Ότο Ρεχάγκελ να παίζει «κυνικά» (αμυντικά δηλαδή) με μοναδικό στόχο το νικηφόρο αποτέλεσμα. Έτσι, γράφει ο μεξικανός συγγραφέας, «...έμειναν πιστοί στον εαυτό τους και άφησαν το τρόπαιο να τους γλιστρήσει από τα χέρια».
Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του «Οι ένοχοι» στα ελληνικά, ο Χουάν Βιγιόρο βρέθηκε πριν από λίγα χρόνια στην Αθήνα και μεταξύ άλλων είχε μιλήσει για το ποδόσφαιρο και ιδιαίτερα το ελληνικό: «Παρόλο που δεν είμαι ειδικός στο ελληνικό ποδόσφαιρο, πιστεύω πως κάθε χώρα έχει ένα ξεχωριστό τρόπο να συνδέεται με το ποδόσφαιρο. Πρόκειται εξάλλου για την πιο οργανωμένη και πιο διαδεδομένη μορφή ψυχαγωγίας στον πλανήτη μας. Είναι ο πιο δημοφιλής τρόπος διασκέδασης. Πιστεύω πως κάθε χώρα φανερώνει πολλά για τον εαυτό της μέσα απ’ το ποδόσφαιρό. Χωρίς αμφιβολία, η Ελλάδα έχει μεγάλο πάθος γι’ αυτό το άθλημα, το απέδειξε εξάλλου με τους πανηγυρισμούς της όταν κέρδισε το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Ταυτόχρονα, όμως, η Ελλάδα είναι και μια χώρα σε διαρκή οικονομική κρίση και μάλιστα σε μια πολύ άνιση σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη και αυτό φαίνεται και στο ποδόσφαιρό της. Όχι μόνο στην αδυναμία της να αποκτήσει τους πιο καλοπληρωμένους ποδοσφαιριστές του κόσμου, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο παίζουν οι ομάδες. Πιστεύω πως γενικά, όταν οι ελληνικές ομάδες συμμετέχουν στα πρωταθλήματα, έχουν τη συμπεριφορά των ομάδων που κυνηγούν ηρωισμό. Συμπεριφέρονται, δηλαδή, ως ομάδες αδύναμες και γι’ αυτό δεν είναι πολύ ριψοκίνδυνες, αντιδρούν εκ των υστέρων, η στάση τους είναι αμυντική και περιμένουν τη νίκη σαν τους στρατιώτες της Σαλαμίνας. Περιμένουν πως ένας στρατός πιο ισχυρός θα μπορούσε να ηττηθεί από κάποιον όχι και τόσο δυνατό.
Πιστεύω πως αυτό λέει πολλά για τη γεωπολιτική θέση που η Ελλάδα κατέχει στην Ευρώπη και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, γιατί το ποδόσφαιρο είναι συνήθως ένας καθρέφτης της δύναμης μιας κοινωνίας. Σε κάποιες περιπτώσεις αντικατοπτρίζει και τα ιδανικά της. Σε κάποιες εποχές το αργεντινό ποδόσφαιρο ξεπέρασε κατά πολύ την οικονομία της Αργεντινής, ή το ποδόσφαιρο της Βραζιλίας ξεπέρασε αντίστοιχα την οικονομία της. Είναι ο αντικατοπτρισμός μιας χώρας του μέλλοντος. Η Γαλλία στο Μουντιάλ του 1998 έδωσε την εικόνα μιας ιδανικής Γαλλίας, της χώρας που εξύμνησε τα δικαιώματα του ανθρώπου, μιας χώρας πολυπολιτισμικής, όμως αυτό αντιστοιχεί σε ένα είδωλο, παρά σε μια πραγματικότητα. Έτσι λοιπόν, η σχέση των χωρών με το ποδόσφαιρο έχει αρκετό ενδιαφέρον, γιατί άλλες φορές πλησιάζουν αρκετά στο σαρωτικό σθένος της Γερμανίας και άλλες την αδυναμία χωρών που δεν έχουν την ίδια ισχύ».