Αποτελεί συνηθισμένο φαινόμενο και πάγια τακτική όλων των κυβερνήσεων η ψήφιση ενός νομοσχεδίου - σκούπα στο τέλος κάθε ημερολογιακού έτους, στην τελευταία συνεδρίαση της Βουλής. Εν μέρει, πρόκειται για μια δικαιολογημένη ενέργεια καθώς συνήθως πρόκειται για ένα νομοσχέδιο- άθροισμα διατάξεων διαφόρων υπουργείων που παρατείνουν προηγούμενες νομοθετικές προβλέψεις, οι οποίες έχουν παραμείνει σε εκκρεμότητα και λήγουν οι σχετικές προθεσμίες. Βέβαια, αυτό δεν εμποδίζει να «παρεισφρέουν» και σημαντικές «πονηρές» ρυθμίσεις που δεν είχαν κανένα ειλικρινή λόγο να ψηφιστούν σε κλίμα προεόρτιο, με τα δημοσιογραφικά πληκτρολόγια ήδη σβησμένα.
Το νομοσχέδιο «Ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού COVID-19 και την προστασία της δημόσιας υγείας και άλλες επείγουσες διατάξεις», στις 22/12 δεν αποτέλεσε εξαίρεση στον κανόνα. Περιλάμβανε πραγματικά επείγουσες παρατάσεις προθεσμιών, «φωτογραφικά» άρθρα που στηλιτεύθηκαν από την αντιπολίτευση, αλλά ψηφίστηκαν απνευστί από την κυβερνητική πλειοψηφία και, μεταξύ όλων αυτών, ένα σημαντικό άρθρο για τους κοινόχρηστους χώρους στην πολύπαθη έκταση του πρώην αεροδρομίου Ελληνικού που αποτελεί σημαντική εξέλιξη για τους Δήμους του Νότιου Τομέα της Αθήνας.
Συγκεκριμένα, στο άρθρο 61 του νόμου 4876 αναγράφονται τα εξής: «Κοινωφελείς χώροι, χαρακτηρισμένοι από την πολεοδομική νομοθεσία, εντός της έκτασης του Μητροπολιτικού Πόλου Ελληνικού- Αγίου Κοσμά, οι οποίοι περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου μετά την κύρωση της διανομής της ως άνω έκτασης με το άρθρο πρώτο του ν. 4787/2021 (Α’ 44), μπορούν να παραχωρηθούν κατά κυριότητα, με απόφαση του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Οικονομικών, στους Δήμους Ελληνικού-Aργυρούπολης, Γλυφάδας και Αλίμου, με σκοπό την ανέγερση επ’ αυτών κτιρίων κοινωφελούς χαρακτήρα, ο οποίος προσδιορίζεται στην απόφαση παραχώρησης».
Το άρθρο 61 δεν επηρεάζει άμεσα και αυτόματα τα δικαιώματα της «Ελληνικό Α.Ε.», καθώς οι χώροι κοινής ωφέλειας και κοινωνικής ανταποδοτικότητας παραμένουν στη διοίκηση, διαχείριση και λειτουργία της εταιρείας έως την κατά περίπτωση παράδοσή τους, (άρθρο 3, Ν. 4062/2012) αλλά αποτελεί το εναρκτήριο λάκτισμα ενός αγώνα που τα αποτέλεσμα του θα κρίνει (σε ένα βαθμό) την εικόνα που θα έχει η περιοχή τα επόμενα χρόνια. Οι Δήμοι, και συνεπακόλουθα οι τοπικές κοινωνίες, καλούνται να αποφασίσουν, να σχεδιάσουν, να υλοποιήσουν τη χρήση των χώρων που δικαιωματικά τους ανήκουν στις πρώην εγκαταστάσεις.
Ο συσχετισμός δυνάμεων αναφορικά με τη χρήση των μικρών σε σχέση με την συνολική έκταση ανακτώμενων (και όχι παραχωρούμενων) κοινωφελών χώρων δεν είναι αυτή τη στιγμή ευνοϊκός. Στους άμεσα εμπλεκόμενους δήμους έχουμε ισχυρές δημοτικές αρχές, τουλάχιστον έτσι όπως καταγράφηκαν στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές, δημοτικές αρχές όμως που καμία σχέση δεν έχουν με ό,τι διεκδικήθηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια για το χώρο του Ελληνικού και του Αγίου Κοσμά, με ό,τι είχε αντιταχθεί στην επενδυτική λαγνεία το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Το πώς λοιπόν θα «αξιοποιηθούν» οι κοινόχρηστοι χώροι που περιέρχονται στους δήμους (και όχι στους δημάρχους) είναι ένα ανοικτό ζήτημα, ένα γάντι στο έδαφος που καλούνται να το σηκώσουν οι ενεργοί πολίτες των περιοχών.
Όσοι αισθάνονται ότι τα Κοινά τους αφορούν καλούνται να ανοίξουν τη συζήτηση, να τη διευρύνουν, να πάρουν θέση, να πείσουν, να κινητοποιήσουν. Ίσως η συγκυρία να μην είναι αρνητική. Η πανδημία έχει αυξήσει την ευαισθητοποίηση απέναντι στο δημόσιο χώρο. Η αξία της πλατείας, του ελεύθερου πράσινου χώρου, της ελεύθερα προσβάσιμης ακτής έχουν αποκτήσει καινούργιο ειδικό βάρος σε περισσότερες συνειδήσεις συγκριτικά με το χθες, έχουν αναγνωριστεί ως δημόσια αγαθά. Ο εγκλεισμός, η ψυχολογική πίεση της πανδημίας, μπορούν να λειτουργήσουν ως ευνοϊκοί καταλύτες ώστε η παθητικότητα να γίνει πράξη. Οι όχι και τόσο μακρινές πια επόμενες δημοτικές εκλογές μπορούν να διευρύνουν τα πλαίσια της συζήτησης με θετικά απρόσμενους τρόπους.
Δημοτικές παρατάξεις, συλλογικότητες από τα κάτω, η Αριστερά, οι οικολογικές δυνάμεις, έχουν τη δυνατότητα και την υποχρέωση να ρωτήσουν: «τι εννοούμε όταν μιλάμε για κοινόχρηστους χώρους;». Έχουν την θεωρητική επάρκεια και την κινηματική εμπειρία να βάλουν στο τραπέζι τους όρους της συζήτησης. Και να αναμετρηθούν με το συνεπαγόμενο των απαντήσεων. Μπορούν να πείσουν. Και αυτό θα είναι μια επιτυχία που δεν θα αφορά μόνο τους κοινόχρηστους χώρους στο Ελληνικό ούτε μόνο τους κοινόχρηστους χώρους.