Δεν πρέπει τέλος να αγνοεί κανείς ότι πίσω από τις φιλόδοξες διακηρύξεις Μακρόν και Ντράγκι κρύβεται η δική τους αγωνία για το πολιτικό τους μέλλον. Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2022 και οι δύο θα βρίσκονται στη θέση που είναι σήμερα.
Την ερχόμενη εβδομάδα, ο Εμανουέλ Μακρόν θα έχει ακόμα μια ευκαιρία για να διοργανώσει μια μικρή φιέστα. Η Γαλλία αναλαμβάνει την προεδρία της ΕΕ και αυτό είναι μια χρονική συγκυρία που ο γάλλος Πρόεδρος της Δημοκρατίας θεωρεί ιδανική, αφού μέσα στο εξάμηνο αυτό θα διεξαχθούν και οι προεδρικές εκλογές στη χώρα του (10 και 24 Απριλίου 2022). Είναι σαφές εδώ και μήνες ότι ο φιλόδοξος γάλλος πολιτικός θέλει να αξιοποιήσει την ευκαιρία αυτή για να δώσει μια ακόμα κοσμοπολίτικη πινελιά στην υποψηφιότητά του. Καλύτερα θα έλεγε κανείς, να φρεσκάρει την μπογιά, που ξεθώριασε στα πέντε χρόνια της προεδρίας του.
Είναι σαφές ότι ένα όπλο στα χέρια του θα είναι η προβολή κάποιων «εναλλακτικών» θέσεων για την οικονομία, η αποστασιοποίηση δηλαδή από τη λογική της τυφλής δημοσιονομικής πειθαρχίας και η προσπάθεια να καταδείξει τις θετικές επιδράσεις μιας τέτοιας αναθεώρησης για την γαλλική κοινωνία. Ο γάλλος πρόεδρος θα επιδιώξει να κατοχυρώσει την έναρξη μιας τέτοιας θεσμικής διαδικασίας μέσα στο Μάρτιο, σε μια σύνοδο κορυφήςγια το ζήτημα, τουλάχιστον με βάση τις υπάρχουσες πληροφορίες.
Στο πλευρό του φαίνεται ότι θα έχει σε αυτή την προσπάθεια και τον Μάριο Ντράγκι, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι ο τελευταίος θα συνεχίζει την «πολιτική του καριέρα» ως πρωθυπουργός ή έστω ως Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας και δεν θα πέσει «θύμα» δικών του εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων. Μακρόν και Ντράγκι δημοσίευσαν παραμονές Χριστουγέννων ένα κοινό κείμενο, έκκληση υπέρ της μεταρρύθμισης των δημοσιονομικών κανόνων με στόχο την ενίσχυση των επενδύσεων, αλλά και την αφαίρεση από τον υπολογισμό του δημόσιου χρέους εξόδων για «ειδικούς σκοπούς», όπως η αντιμετώπιση της πανδημίας ή η πράσινη μεταβάση. Και φυσικά εδώ και καιρό ο Ντράγκι έχει διατυπώσει την άποψη ότι θα πρέπει να προσαρμοστούν στην εποχή μας οι «αναχρονιστικοί» κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας.
«Το είπατε στον Σολτς;»
Το ερώτημα που ανακύπτει εδώ είναι το κλασσικό υπό μορφή αστείου, που έχει καθιερωθεί εδώ και δεκαετίες να ψιθυρίζεται στις Βρυξέλλες κάθε φορά που οι Γάλλοι «βγαίνουν μπροστά» με μια φαεινή τους ιδέα: «Το Βερολίνο τι λέει για όλα αυτά;». Τόσο ο γάλλος πρόεδρος, όσο και ο ιταλός πρωθυπουργός δέχτηκαν μέσα σε ένα δεκαήμερο την επίσκεψη του νέου γερμανού καγκελάριου Όλαφ Σολτς και είναι σίγουρο ότι του κατέθεσαν τις ιδέες τους. Η απάντηση του Σολτς ήταν περίπου «θα δούμε». Ειδικά μετά την επίσκεψή του στην Ρώμη ο καγκελάριος επεσήμανε πως το υπάρχον δημοσιονομικό πλαίσιο έχει αρκετές δυνατότητες ευελιξίας, δείχνοντας έτσι την απροθυμία του να αγγίξει εκ θεμελίων το ευαίσθητο ζήτημα αναθεώρησης κανόνων, που έτσι κι αλλιώς έχουν καταστεί στην πράξη απλώς ένα διακοσμητικό άλλοθι.
Στην πραγματικότητα, ο Όλαφ Σολτς και ο φιλελεύθερος υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ έχουν ανακαλύψει ένα τρόπο για παραπάνω «έξοδα» και στη χώρα τους, με την δικαιολογία των έκτακτων αναγκών της πανδημίας. Και θα μπορούσαν να συζητήσουν ανάλογες μεθόδους και για τους υπόλοιπους εταίρους. Αλλά δεν δείχνουν ιδιαίτερα θερμοί στο να ανοίξουν ολόκληρη συζήτηση «για τα πάντα» και χωρίς κάποιες προϋποθέσεις και φρένα.
Στην Γερμανία η συζήτηση έχει αρχίσει να κυριαρχείται από την έντονη ανησυχία για την άνοδο του πληθωρισμού και την αποδαιμονοποίηση των χρεών και όποιος δείχνει διάθεση να εκμεταλλευτεί αυτό το κλίμα πολιτικά μάλλον θα βγει κερδισμένος. Οι επιθέσεις εναντίον της «χαλαρότητας», με την οποία αντιμετωπίζει το θέμα η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ είναι σχεδόν καθημερινές.
Η Μπούντεσμπανκ ανασκουμπώνεται
Από την 1η Ιανουαρίου στο τιμόνι της Μπούντεσμπανκ, της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας θα βρεθεί ο Γιόακιμ Νάγκελ, ένας έμπειρος τραπεζίτης, ο οποίος μπορεί να είναι μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, αλλά όπως ακούγεται ήταν επιλογή του φιλελεύθερου Λίντνερ, επειδή ακριβώς ανήκει στη σχολή της σφιχτής δημοσιονομικής πολιτικής. Η επιλογή του χαρακτηρίστηκε υψηλής πολιτικής σημασίας. Η προσδοκία που τον συνοδεύει είναι να καταφέρει σε αντίθεση από τον προκάτοχό του Γιενς Βάιντμαν να άρει την απομόνωση στην οποία θεωρείται ότι βρισκόταν τα τελευταία χρόνια η γερμανική πλευρά μέσα στο ΔΣ της ΕΚΤ. Να αλλάξει δηλαδή τον τρόπο, αλλά όχι την ουσία. Ο Λίντνερ δεν τον αποκάλεσε τυχαίο «εκφραστή της συνέχειας και της σταθερότητας».
Κάποιοι το θεωρούν αυτό και ως έμμεση κήρυξη πολέμου στη Λαγκάρντ. Η εκτίμηση ίσως να είναι υπερβολική. Η ουσία όμως είναι ότι πίσω από την μετριοπάθεια στις δηλώσεις της νέας πολιτικής ηγεσίας στο Βερολίνο κρύβεται το σαφές μήνυμα προς όλες τις κατευθύνσεις, ότι η πολιτική του στα «βασικά» της ΕΕ μπορεί να υποστεί κάποιες μικροδιορθώσεις, αλλά στον πυρήνα της θα παραμείνει αμετάβλητη.
Αυτό άλλωστε ισχύει και σε μια σειρά άλλους τομείς, όπως έχουν δείξει και οι πρώτες κινήσεις και της υπουργού Εξωτερικών, για παράδειγμα στη σχέση με την Τουρκία ή στο θέμα της πυρηνικής ενέργειας και της πίστης για επιστροφή στην κανονικότητα της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας.
Βλέποντας και κάνοντας
Στα παραπάνω πρέπει να προσθέσει κανείς μερικούς ακόμα αστάθμητους παράγοντες που οδηγούν το Βερολίνο στην εκτίμηση ότι θα πρέπει να αποφύγει οποιεσδήποτε βιασύνες ή δεσμεύσεις. Είναι κατ' αρχήν η πανδημία, που κανείς δεν μπορεί να προδιαγράψει πώς θα εξελιχθεί μέσα στο επόμενο εξάμηνο. Υπάρχουν επίσης σημαντικά σημάδια δυσλειτουργίας της γερμανικής οικονομίας, όπως η σοβαρή κρίση στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας που χτυπήθηκε από την κρίση στις εφοδιαστικές αλυσίδες και την έλλειψη ημιαγωγών. Οι προβλέψεις είναι ότι θα χρειαστεί μια διετία περίπου για να ανακτήσει την προγούμενη δυναμική της.
Δεν πρέπει τέλος να αγνοεί κανείς ότι πίσω από τις φιλόδοξες διακηρύξεις Μακρόν και Ντράγκι κρύβεται η δική τους αγωνία για το πολιτικό τους μέλλον. Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2022 και οι δύο θα βρίσκονται στη θέση που είναι σήμερα. Οι γαλλικές προεδρικές εκλογές αναμένονται γεμάτες απρόοπτα, όπως και οι πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία, μέχρι και κυρίως μετά την εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας στις αρχές Φεβρουαρίου.
Μια γερμανική κυβέρνηση που έχει μπροστά της μια τετραετία και δηλώνει μάλιστα ότι έχει φιλοδοξίες οκταετίας, θα επιθυμούσε συνομιλητές με εξασφαλισμένη όσο αυτό είναι δυνατό μια μεγαλύτερη διάρκεια (πολιτικής) ζωής. Πρωτίστως δεν θα ήθελε να κάνει παραχωρήσεις απέναντι σε κυβερνήσεις που θεωρητικά θα μπορούσαν να ελέγχονται τα επόμενα χρόνια από εθνικιστές/λαϊκιστές. Το πιθανότερο είναι λοιπόν, πριν συζητήσει τα «σοβαρά», να περιμένει να ξεκαθαρίσει το τοπίο σε Ρώμη και Παρίσι.