Από την 1-1-2022 οι μισθωτοί θα έχουν λόγο να νιώσουν «ευτυχές το νέον έτος»: ο κατώτατος μισθός θα αυξηθεί κατά 2%! Η κυβέρνηση εκπληρώνει την υπόσχεσή της. Όχι εντελώς, αλλά τόσο μπορούσε «η οικονομία μας» να αντέξει. Η αλήθεια είναι ότι «η οικονομία μας» δεν άντεξε καν να μην εκμηδενίσει εκ των προτέρων αυτή την ελάχιστη αύξηση: πολύ πριν δοθεί, την έχει καταβροχθίσει στο πολλαπλάσιο ο «εισαγόμενος» –δεν φταίει η κυβέρνηση!– πληθωρισμός.

Καλύτερο, βέβαια, θα ήταν να είχε δοθεί η αύξηση στο ποσοστό που είχε υποσχεθεί ο κ. Μητσοτάκης, διπλάσιο από την αύξηση του ΑΕΠ. Μονοκοπανιά 10% απ’ την αρχή του 2022. Ακόμα καλύτερα να πήγαινε στα 800 ευρώ. Αλλά και πάλι θα ήταν αύξηση με χρονοκαθυστέρηση, γιατί η συμβολή της μισθωτής εργασίας σ’ αυτή την αύξηση του ΑΕΠ θα είχε συμβεί το 2021. Κι από αυτή την αύξηση θα είχαν ήδη ωφεληθεί όλοι οι άλλοι συντελεστές της παραγωγής εκτός από εκείνη. Για την εργασία, πρώτα έρχεται η άνοδος των τιμών και φυραίνει τον μισθό και ύστερα η όποια αναπλήρωση της απώλειας –με ό,τι απόμεινε από το τραπέζι των άλλων.

 

Δεν είναι κακός για όλους ο πληθωρισμός

 

Κάτι, όμως, δεν πάει καλά εδώ. Όταν ανεβαίνουν οι τιμές, των πρώτων υλών και κατόπιν των καταναλωτικών αγαθών, το βιώνουμε σαν ανωτέρα βία, σαν αναπόφευκτο. Όταν ζητάει μια κάπως διαφορετική «πρώτη ύλη», η μισθωτή εργασία, να αυξήσει το μερίδιό της, για να ισοφαρίσει τη ζημιά που της προκαλούν οι αυξήσεις των άλλων «πρώτων υλών», αρχίζουν να τρίζουν οι αντοχές της «οικονομίας μας». Γιατί δεν τρίζουν όταν μπορούν και παίρνουν το μερίδιό τους όλοι οι άλλοι; Μυστήρια πράγματα… Ενώ η άνοδος των τιμών εξηγείται ως αποτέλεσμα της ανόδου του κόστους και έτσι συγχωρείται ως φυσιολογική, η άνοδος της τιμής της εργατικής δύναμης δαχτυλοδείχνεται σαν επικίνδυνη για την «οικονομία μας». Κι αυτό παρά το γεγονός ότι το κόστος της δικής της (ανα)παραγωγής επηρεάζεται αμεσότατα, εξόφθαλμα και πολλαπλάσια από την άνοδο των τιμών.

Μόλις ρωτήσουμε έναν από τους νεοφιλελεύθερους που μας κυβερνούν γιατί δεν περιορίζουν με νόμο την άνοδο των τιμών των άλλων συντελεστών του κόστους, όπως της εργατικής δύναμης, οι λαοπλάνοι θα πουν διότι η άνοδος των τιμών είναι εισαγόμενη και αδύνατον να ελεγχθεί. Οι πιο διαβασμένοι θα προσθέσουν ότι μ’ αυτό τον τρόπο κινδυνεύει να υποστεί στρεβλώσεις η αγορά –και αλίμονό μας.

 

Η «αγορά» είναι από τη μάνα της στρεβλωμένη

 

Όμως, ούτε το ένα, ούτε το άλλο ισχύει. Η χονδρική τιμή του ηλεκτρικού, για παράδειγμα, έχουν αποφασίσει οι ίδιοι να καθορίζεται σε διεθνές χρηματιστήριο, ενώ θα μπορούσε να διαμορφώνεται σε χαμηλότερα επίπεδα, εάν δεν ήταν αντικείμενο διεθνούς χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας. Εμείς οι ίδιοι, δηλαδή, εισάγουμε την –εισαγόμενη κατά τα άλλα– αύξηση του κόστους ενός τόσο βασικού συντελεστή της παραγωγής και της ανόδου των τιμών. Από την άλλη, αν αποτελεί στρέβλωση η διά νόμου επέμβαση στη διαμόρφωση των τιμών όλων των άλλων συντελεστών του κόστους, γιατί δεν αποτελεί στρέβλωση η διά νόμου επιβολή τιμής για τον συντελεστή εργασία χαμηλής και αναντίστοιχης προς το κόστος (ανα)παραγωγής του; Μάταια θα αναζητήσουμε εξήγηση στους «νόμους της αγοράς».

Η αλήθεια είναι ότι σε πολλές χώρες οι μισθωτοί εργαζόμενοι έχουν κατακτήσει με πολύχρονους αγώνες τη δυνατότητα να διαπραγματεύονται (ανάλογα με τον συσχετισμό δύναμης) το ύψος της τιμής της εργασίας τους, η οποία ποτέ δεν εξισώνεται με την αξία της, γιατί τότε τι θα γίνονταν οι ιδιοκτήτες του κεφαλαίου, κλέφτες στο τετράγωνο;

 

Πιο πίσω κι από τον καπιταλισμό

 

Έχει σημασία αυτή η επισήμανση, γιατί στην Ελλάδα αυτή η δυνατότητα είχε καταργηθεί με τα μνημόνια και η κατάργησή της ουσιαστικά διαιωνίζεται από τους εραστές των μνημονίων νεοφιλελεύθερους. Αυτό, λοιπόν, μπορεί ν’ αλλάξει τώρα. Και έχει σημασία να αναδείξουμε ως άμεσα εφικτό τον στόχο, γιατί η επίτευξή του αποτελεί ουσιαστικό βήμα στον αγώνα των μισθωτών για την απαλλαγή από τα δεσμά τους και άμεση αποτελεσματική απάντηση στα φληναφήματα περί αντοχών της «οικονομίας μας».

Η καθιέρωση, για παράδειγμα, ενός είδους τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών, αυτόματης ή με άμεση διαπραγμάτευση, όχι μόνο αδύνατη ή βλαπτική για την «οικονομία μας» δεν θα ήταν, αλλά θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτρεπτικά στην ανεξέλεγκτη άνοδο των τιμών.

Θα μπορούσαν όλα αυτά να αποτελέσουν κοινό τόπο για κοινή νομοθετική πρωτοβουλία των κομμάτων της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, μετά από την απαραίτητη προεργασία και συνεννόηση για το περιεχόμενό της. Ή, τουλάχιστον, για κοινή στάση στις ψηφοφορίες, εφόσον έρθει σχετική πρόταση νόμου από την αξιωματική αντιπολίτευση, που έχει και την κύρια ευθύνη. Και οπωσδήποτε για κοινή δράση με εμπλοκή όλων των ενεργών αγωνιστικών συνδικαλιστικών δυνάμεων. Με στόχο ένα πλήρες και ολοκληρωμένο σύστημα διαπραγμάτευσης, διαιτησίας, προστασίας (από την αυθαιρεσία και τις ανατιμήσεις) της αμοιβής της μισθωτής εργασίας και ελέγχου των συνθηκών εργασίας. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να βελτιώσει σημαντικά το κλίμα ανάμεσα στα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, να αναδείξει την πραγματική δύναμή της όταν συντονίζεται με το κίνημα, να κινητοποιήσει το καλύτερο επιστημονικό και συνδικαλιστικό δυναμικό –και να προϊδεάσει για τις δυνατότητες και τις δεσμεύσεις μιας προοδευτικής κυβέρνησης, όχι μόνο τις υποσχέσεις. Απαιτητικό, ναι, ακατόρθωτο, όχι.

Αν έδινε ο ΣΥΡΙΖΑ μια τέτοια μάχη μέσα στο 2022, θα μπορούσαν οι μισθωτοί να ψάλουν –πρωθύστερα ή προκαταβολικά– «Καλή Χρονιά!».

Χαράλαμπος Γεωργούλας Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet